Συνηθισμένος να ξεπερνά τα όρια του χρόνου, του χώρου και της κούρασης, ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης μάς προσφέρει και πάλι ως πνευματικό αντίδωρο το νέο του πολυσέλιδο, με τον παραπάνω τίτλο, βιβλίο του. Το κείμενο στην αρχή του βιβλίου «Συσσωμάτωση ατάκτως ειρημένων Α», δίνει επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες για το περιεχόμενό του.
Μεγάλος αριθμός κειμένων, τα οποία είτε δεν έχουν δημοσιευθεί, είτε δεν έχουν ενταχθεί σε κάποια από τις προηγούμενες εκδόσεις του συγγραφέα. Στην συγκεκριμένη έκδοση, όμως, σκιαγραφούνται αναλυτικά κάποια συνταρακτικά γεγονότα, και βεβαίως πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε αυτά. Ασθένειες, υγεία, μεταναστευτικό πρόβλημα, πολιτικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα και τόσα άλλα.
Αναγνωρισμένος πλατιά πια ως δόκιμος κριτικός, σχολιάζει μεταξύ των άλλων και αρκετά έργα ευάριθμων ξένων και δικών μας συγγραφέων. Με τη λογοτεχνική αρτιότητα των έργων του, δεν τιμά μόνο τους συγγραφείς με τους οποίους καταπιάνεται, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό του με την ανύστακτη και αναστατική πολλές φορές, παρουσίαση των έργων τους.
Ο χειριστής δεν είναι γνωστός μόνο ως χειριστής της χειρουργικής λαβίδας, αλλά και ως λάτρης της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, της ιστορίας και λαογραφίας πολλών λαών και ακόμα ως πλούσιος αρθρογράφος. Ευχή μας η ακούραστη πένα του να «περιπατεί ευσχημόνως» στο πνευματικό στερέωμα της εποχής μας, αφού αποτελεί και αξιόλογο προς μίμηση παράδειγμα.
Οι Εκδόσεις Οδός Πανός – Σιγαρέτα, τέλος, συμμετέχουν και πάλι στο νέο έργο, με τις ανεβασμένες καλλιτεχνικές τους ευαισθησίες.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Σπίτια ολόκλειστα, αντιστέκονται στο ορμητικό κύμα του χρόνου, εγκαταλειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους που κάποτε τ’ αγαπούσαν υπέρμετρα, τώρα μάλλον έφυγαν μακριά, βρήκαν αλλού αποκούμπι, ή πιθανόν εκείνοι να εγκατέλειψαν κι’ αυτά και ετούτον τον κόσμο μας… Τι να ωφελούν, στις μέρες μας, άραγε, τα σίδερα στα ολόκλειστα, παραπονεμένα, ξεχαρβαλωμένα και σκουριασμένα παράθυρα;
Εδώ οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν και ξαναγυρίζουν στην πορεία τους εμφανώς άπρακτες και απογοητευμένες. Δεν διακρίνουν σκόνη σε αφιλόξενες κάμαρες ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν κωνικές στήλες ιπταμένων μορίων της πάνω από ξύλινα και γυαλισμένα πατώματα, μόνο ξεφλουδισμένους και υγρούς τοίχους απ’ έξω σαν φαγωμένα προσωπεία λεπρών ασθενών που βλέπουμε στις φωτογραφίες και που έχασαν κάποια τμήματά τους από την πολύχρονη αρρώστια, απομονώθηκαν στην αχλή του χρόνου και τ’ αποφεύγουν προκλητικά όλοι τώρα.
Παραιτημένα τα ίδια, απογοητευμένα απ’ την αδύναμη αναμονή, στρέφουν το είναι τους στην οριστική εγκατάλειψη, γίνονται, τουλάχιστον έως τώρα, ένα με την παραίτηση, τη φθορά, την αποσύνθεση και τη γενικότερη παρακμή.
Ενδόμυχα, ίσως περιμένουν κάποιον από μακριά, να έρθει να προσποριστεί την αγωνία τους, έχοντας κατά νου και αμυδρή ελπίδα, προφανώς, όσα εκστόμιζε ο Γκυστάβ Φλωμπέρ και δήλωνε σε παλιούς καιρούς με σιγουριά, πως οι πιο ένδοξες στιγμές της ζωής δεν είναι οι πετυχημένες αλλά, περισσότερο, οι μέρες εκείνες που, μετά από απόρριψη και απελπισία, αισθάνεσαι να θεριεύει μέσα σου η επιθυμία για ζωή και η υπόσχεση για μελλοντικά επιτεύγματα, ενέχοντας φυσικά και ενστερνιζόμενοι πάντα τον κίνδυνο να παραταθεί το σημερινό τους μαρτύριο, με ό,τι συνεπάγεται αυτό!».
Ο Γιώργος Ι. Παναγιωτάκης είναι συγγραφέας – ιστορικός ερευνητής