Προϊόντος του χρόνου, ο άνθρωπος παλινδρομεί ποικιλοτρόπως στη νεαρή του ηλικία, στον γενέθλιο τόπο για πολλούς λόγους, οι οποίοι ξεφεύγουν του σκοπού του παρόντος σημειώματος.
Γεννήθηκα στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας και μεγάλωσα εκεί στη δεκαετία του ΄50 και του ΄60. Το πετρόχτιστο πατρικό μου σπίτι ακόμα βρίσκεται και αντέχει, μοναχό του πια, πίσω από το Γενικό Νοσοκομείο της πόλης. Οι περισσότεροι δρόμοι τότε, δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι αλλά καλυμμένοι με παχύ στρώμα σκόνης. Υπερτερούσαν τα κάρα και τα ποδήλατα. Λίγο πιο έξω στις πεδιάδες, τα τρακτέρ. Τα αυτοκίνητα, λιγοστά.
Σε εκείνον τον τόπο, όμως, υπερείχαν καταφανώς κάποιες συνήθειες ανάμεσα στους απλούς πολίτες εκείνης της εποχής και ειδικότερα στις νοικοκυρές των σπιτιών. Αρκετά συχνά, κάπου δύο φορές εβδομαδιαίως, από τους δρόμους περνούσε το γνωστό σκουπιδιάρικο, χτυπώντας το καμπανάκι του, το οποίο όταν το άκουγαν οι γυναίκες έβγαζαν τα σκουπίδια στο δρόμο, κι αυτό γιατί θυμάμαι καλά να υποστηρίζουν ότι εάν τα έβγαζαν το βράδυ, θα έσκιζαν τις σακούλες οι γάτες.
Μόνο σε σπίτια που είχαν σιδερένια κάγκελα οι νοικοκυρές τα κρεμούσαν εκεί κάποιες φορές. Ανεξάρτητα από αυτά όμως, εάν δεν εύρισκαν σκουπίδια οι υπάλληλοι του Δήμου, έμπαιναν στις αυλές φωνάζοντας, συνήθως με ευγενικό τρόπο, εάν είχαν κάτι για πέταμα.
Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις γνώριζαν και τα ονόματα των γυναικών. Το ουσιωδέστερο σε εκείνες τις δεκαετίες, ήταν μια συνήθεια την οποία, θυμάμαι, τηρούσαν ευλαβικά όλα τα σπίτια, κατά τη διάρκεια των γιορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
Τις παραμονές λοιπόν εκείνων των μεγάλων γιορτών, ένας από τους δύο συνήθως υπαλλήλους του Δήμου, χτυπώντας το κουδούνι και μπαίνοντας στις αυλές έδινε την απαραίτητη ευχή για «χρόνια πολλά», κρατώντας ένα μικρό σιδερένιο κουτί στο οποίο όλες ανεξαιρέτως οι γυναίκες των σπιτιών, έριχναν τον οβολό τους, το δώρο τους, δείχνοντας την απέραντη ευγνωμοσύνη τους σε εκείνους τους ευγενικούς ανθρώπους για το αξιοθαύμαστο έργο που πρόσφεραν στα σπίτια, στους δρόμους και στις συνοικίες της πόλης.
Ένα τάλιρο, ένα δεκάρικο, πέντε ή δέκα δραχμές δηλαδή, τέτοια ποσά θυμάμαι συνηθίζονταν, ενώ ακολουθούσαν οι απέραντες ευχαριστίες εκείνων των καλοκάγαθων δημοτικών υπαλλήλων.
Σήμερα, δυστυχώς, όπως πληροφορηθήκαμε από τα μέσα ενημέρωσης, κυρίως την τηλεόραση, οδηγηθήκαμε σε αντίθετα μονοπάτια συμπεριφοράς! Τους «σκουπιδιάρηδες» τους δέρνουμε, αφού μας εμποδίζουν να περάσουμε την ώρα που επιθυμούμε, ζητώντας να σταματήσουν το έργο τους όταν εμείς αδυνατούμε να σταματήσουμε για ένα – δύο λεπτά, απαιτώντας επιτακτικά να μας ανοίξουν τον δρόμο!
Ποιος ασχολείται, λοιπόν, τώρα με τις συνήθειες εκείνων των περασμένων, παλιών εποχών; Εκείνων των φτωχών ανθρώπων μιας δύσκολης εποχής, αλλά πολύ πλούσιων σε όμορφα συναισθήματα και σεβασμό για κάποια επαγγέλματα, για το συγκεκριμένο λειτούργημα εν προκειμένω.
Μια κίνηση για την οποία ουδόλως βαρυγκωμούσαν ή απέφευγαν στα σπίτια, θυμάμαι καλά, παρά τη σχετική οικονομική ανέχεια των περισσότερων νοικοκυριών. Δεν είχαν οι περισσότεροι τότε μόρφωση όπως την εννοούμε σήμερα, λίγοι ήταν αυτοί ή οι επιστήμονες, αλλά είχαν κάτι παραπάνω: σεβασμό απέραντο για κάποια απαραίτητα και πολύτιμα επαγγέλματα που επιτελούσαν καλόκαρδοι συνάνθρωποί τους. Και τώρα, μισό αιώνα μετά, άλλαξαν πολλά! Ναι πολλά! Η μόρφωσή μας, η παιδεία μας, η ευγένεια, η συμπεριφορά, η απονομή δικαιοσύνης και τιμωρίας, σωστότερα, και πολλά άλλα! Έτσι είναι όμως!
Γιατί πολλοί είναι εκείνοι που όχι μόνο δεν τιμωρούν, αλλά και επιβραβεύουν την κακή συμπεριφορά, αρχής γενομένης από το πολιτικό σύστημα που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε. Και δυστυχώς, σχεδόν όλοι ελέγχουν τους άλλους δημόσια αλλά όχι το εσωτερικό του σπιτιού τους εκεί όπου αρχίζουν, σε τελική ανάλυση, όλα!
Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι πρώην διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας