Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος, από τους ιστορικούς τουλάχιστον χρόνους και  μέχρι σήμερα, πορεύεται μέσα σε έναν κόσμο με στρατιωτικές υπερδυνάμεις: τους Πέρσες του Δαρείου, τους Έλληνες του Μεγαλέξανδρου, την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τους Μογγόλους του Τσεγκίς Χάν, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και πιο πρόσφατα την Ρωσική Αυτοκρατορία, την Αυστρουγγαρία, την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, και τελευταία τις Η.Π.Α. με την Σοβιετική Ένωση και όλως πρόσφατα την Κίνα.

Να σημειωθεί ότι το κράτος-υπερδύναμη δεν προϋποθέτει μόνον στρατιωτική υπεροπλία υπεράνω των άλλων, αλλά και ταυτόχρονη δυνατότητα να επηρεάζει τα παγκόσμια πράγματα. Αυτό δηλαδή που προσπαθεί να κάνει ο Πούτιν τα τελευταία είκοσι χρόνια με τις στρατιωτικές επεμβάσεις και τις εισβολές του στις γειτονικές του χώρες (Υπερδνειστερία, Γεωργία, Ουκρανία-Κριμαία κ.λ.π.), και όχι μόνον (βλ. π.χ. Συρία), αλλά απ’ ότι φαίνεται με αμφισβητούμενη επιτυχία.

Όπως όμως οι υπερδυνάμεις κατά την διάρκεια των αιώνων έρχονται και παρέρχονται, φαίνεται ότι αρχίζει να δύει και το άστρο της Ρωσίας ως τέτοιας. Αυτό τουλάχιστον καταφαίνεται από την πρόσφατη εισβολή της στην Ουκρανία και την μέχρι σήμερα πορεία της.

Άρα ποια μπορεί να είναι η τύχη ή πιο ορθά η πορεία της Ρωσίας, εάν υποτεθεί ότι είναι ορθός ο χαρακτηρισμός της, ως πρώην υπερδύναμης και νυν κατόχου μεν πυρηνικού οπλοστασίου, αλλά με κάκιστη οικονομική κατάσταση;

Είναι προς το συμφέρον του Ρωσικού λαού η εμμονή της σε μια παρωχημένη «υπερδυναμία», η οποία, όχι μόνον δεν του πρόφερε πλούτο μέχρι σήμερα, αλλά αντιθέτως του στέρησε και πλούτο και ποιότητα ζωής; Πράγματα τα οποία λαχταρούσε να ζήσει έπειτα από αιώνες τσαρικής τυραννικής δεσποτείας και δεκαετίες σοβιετικής ανελεύθερης γραφειοκρατίας.

Η απάντηση θεωρώ ότι είναι αυτονόητα αρνητική, αφού εμμένοντας στο υπάρχον σύστημα τα πράγματα για τον Ρωσικό δείχνουν πανταχόθεν να χειροτερεύουν και όχι να καλυτερεύουν.

Δεύτερον, είναι προς το συμφέρον του Ρωσικού λαού, η προσκόλλησή του σε μια από τις εναπομείνασες υπερδυνάμεις, Η.Π.Α. – Κίνα, και κατά τα φαινόμενα της δεύτερης, ενάντια στην πρώτη; Και εδώ έχω την γνώμη ότι η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική: Αφ’ ενός διότι ένα κράτος κινδυνεύει με κατάληψη ή απορρόφηση απείρως περισσότερο από ένα όμορο πιο ισχυρό κράτος, όπως εν προκειμένω είναι για την Ουκρανία η Ρωσία και για την Ρωσία η Κίνα, παρά από ένα απομακρυσμένο, όσο ισχυρό και να είναι, εν προκειμένω οι Η.Π.Α. Εκ των πραγμάτων δηλαδή η σχέση μεταξύ ισχυρών γειτονικών κρατών δεν μπορεί να είναι άλλη από την λεγόμενη «λυκοφιλία», όπως ακριβώς είναι, για τον ίδιο αμέσως παραπάνω λόγο, και η σχέση Ρωσίας-Τουρκίας.

Αφ’ ετέρου δε διότι,  και από απόψεως λαών, η απάντηση παραμένει αρνητική, αφού πρόκειται για λαούς οι οποίοι εθνοτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά, γλωσσικά κ.λ.π. είναι εντελώς διαφορετικοί και ξένοι μεταξύ τους. Ασιάτες οι μεν, Ευρωπαίοι οι δε.

Και εξ’ άλλου ο πληθυσμός του ενός κράτους (Κίνας) είναι τόσο μεγάλος και φτωχός, που είναι αμφίβολο εάν στα επόμενα πολλά χρόνια από σήμερα, θα είναι σε θέση να εξαλείψει τη δική του φτώχεια, ώστε να βρεθεί σε θέση να βοηθήσει τον γείτονα. Τέλος η Κίνα, μπορεί να μην έχει δώσει αφορμές στρατιωτικών επεμβάσεων σε τρίτους,  καθόλου όμως δεν φημίζεται για το μέχρι σήμερα αγαθοεργό της έργο προς την παγκόσμια κοινότητα.

Το τρίτο σενάριο είναι κατά τη γνώμη μου και το ενδεικνυόμενο: να σταματήσει η Ρωσία το αυτομαστίγωμά της ως υπερδύναμης, αφού ως τέτοια μέχρι σήμερα μόνον φτώχεια και δυστυχία πρόσφερε στον λαό της, πλην ελάχιστων επιτήδειων στους οποίους πρόσφερε απόλυτη εξουσία, αμύθητο πλούτο και φυσικά δυτικότατο τρόπο ζωής, και να στραφεί προς την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου είναι  και ο φυσικός της χώρος.

Πολύ περισσότερο καθ’ όσον δεν γνωρίζω κανέναν Ρώσο ολιγάρχη ή αξιωματούχο που να έχει τοποθετήσει τα δισεκατομμύριά του, την έδρα των επιχειρήσεών του ή να διαμένει αυτός και η οικογένειά του στη Κίνα. Πάμπολλους όμως να διαμένουν σχεδόν αποκλειστικά στην Ευρώπη και κυρίως στο αγαπημένο τους Λονδίνο, το Μονακό και αλλαχού. Του ιδίου του Πούτιν μάλιστα μη εξαιρουμένου, αφού απ’ ότι φαίνεται, αγαπημένο του καταφύγιο είναι η επίσης Ευρωπαϊκή Ελβετία.

Γιατί λοιπόν, ενώ αυτοί απολαμβάνουν ανεξέλεγκτα και χωρίς όρια τα άφθονα «ελέη» και αγαθά του Δυτικού κόσμου, ο Ρωσικός λαός θα πρέπει να τους επιτρέψει να τον «ρίξουν» για ακόμα μια φορά (την τρίτη κατά σειρά) προς την Ανατολή και τον τρίτο κόσμο, και όχι στη Δύση και τον πρώτο; Συνεπώς, η  Ρωσία, παρ’ όλες τις προσπάθειες απομόνωσης και του σοβιετικού και του πουτινικού καθεστώτος, ήταν και είναι Ευρωπαϊκό κράτος και ο Ρωσικός λαός είναι Ευρωπαϊκό έθνος και εδώ πρέπει να επανέλθει, αρκεί ο ίδιος να το ενστερνιστεί και να το προσπαθήσει.

Θα μπορούσε λοιπόν κάλλιστα η Ρωσία να αρχίσει μια διαδικασία σύσφιξης των οικονομικών και πολιτικών σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, επ’ ωφελεία και των δύο πλευρών, και των δύο λαών. Μια σύσφιξη βέβαια η οποία, λόγω μεγέθους της πρώτης, δεν μπορεί στο άμεσο μέλλον τουλάχιστον να μετατραπεί σε πλήρη ένωση με την  Ε.Ε., αλλά μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε μια ειδική σχέση πολλαπλών κατευθύνσεων, με τελικό στόχο την πλήρη  ένωση.

Αρκεί η σχέση αυτή να στηρίζεται στην αρχή της ισότητας και όχι της επιβολής. Όπως π.χ. συμβαίνει με την Τουρκία τα τελευταία Ερντογανικά χρόνια, η οποία δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά να αποδεχθεί και να εγκολπωθεί, ως φιλοξενούμενη-μουσαφίρης, τις αρχές και τις αξίες της Ε.Ε. (ανθρώπινα δικαιώματα, ανεξιθρησκία, ισότητα ανδρών γυναικών, γυναικεία χειραφέτηση, αναγνώριση λόατκι, κ.λ.π.), αλλά προσπαθεί να επιβάλλει στον νοικοκύρη, τις δικές της αρχές και αξίες (π.χ. εθνοκοινοτισμός, ισλαμισμός, υποδεέστερη σχέση της γυναίκας, απαγόρευση λόατκι, μαντήλα-τσαντόρ, κ.λ.π.), οι οποίες δυστυχώς, ευρίσκονται, όχι απλώς σε αναντιστοιχία, αλλά σε πλήρη αντίθεση με τις αξίες της πρώτης.

Τέλος για να επανέλθουμε στο αρχικό μας ζήτημα, και προσπαθώντας να δούμε πίσω από τα πράγματα όπου συνήθως κρύβεται η αλήθεια, ερχόμαστε στο τελευταίο, και μάλλον ρητορικό αφού δεν μπορεί ούτως ή άλλως να απαντηθεί σε μερικές σειρές μόνον, ερώτημα: Είναι ανάγκη να υπάρχουν στον κόσμο μας υπερδυνάμεις και, εάν υπάρχουν, μ’ αυτές ο κόσμος μας λειτουργεί καλύτερα;

Μια μικρή, πλην χαρακτηριστική, διαπίστωση, μπορεί να δίνει περιληπτικά την απάντηση. Η Ευρώπη διήνυσε και διανύει την καλύτερη περίοδο της ιστορίας της από το τέλος του πολέμου το 1945 μέχρι σήμερα, χωρίς υπερδυνάμεις αλλά με ειρήνη. Φτάνοντας στο σημείο σήμερα μια Ευρώπη του 12,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, να συγκεντρώνει το 25% του παγκόσμιου πλούτου και το 50% των παγκόσμιων κοινωνικών παροχών. Ε, δεν το λες και αποτυχία. Μάλλον την ever μεγαλύτερη επιτυχία της παγκόσμιας ιστορίας το λες.

 

*Ο Θανάσης Καραγιάννης  είναι δικηγόρος