Αφιέρωμα στην Παγκόσμια  Ημέρα Α.μ.Ε.Α.

Η επανάληψη φαινομένων σεξουαλικής βίας, ασέλγειας ή σεξουαλικής κακοποίησης, που μας κοινοποιούνται κυρίως από τα ΜΜΕ ολοένα και συχνότερα ως θλιβερά επεισόδια ψυχοκοινωνικών διαταραχών, με παροτρύνει πιεστικά να επανέλθω σ’ αυτό το σημαντικό ζήτημα με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για τα Άτομα με αναπηρίες ή με τις λεγόμενες ειδικές ανάγκες (Α.μ.Ε.Α.) ως υπεύθυνος και ενεργός πολίτης και συνάνθρωπος, ενώνοντας τη φωνή μου με όσους ενδιαφέρονται και αγωνιούν για την ατομική και κοινωνική αναβάθμιση και την εξασφάλιση μιας καλύτερης ποιότητας ζωής και μιας ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Το φαινόμενο του σεξουαλικού βιασμού, που χαρακτηρίζεται βασικά ως καταχρηστική πράξη άσκησης δύναμης και εξουσίας των δυνατών επί των αδυνάτων, κυρίως πάνω σε παιδιά, νέες και νέους και άτομα με ειδικές ανάγκες, συνοδεύει την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας σε όλες τις ιστορικές της φάσεις  (πρβλ. Α. Corbin, 1997) και στιγματίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ιδιαίτερα όμως αποτρόπαια και καταδικαστέα πρέπει να θεωρείται ασφαλώς η κάθε είδους σεξουαλική εκμετάλλευση ανυπεράσπιστων, εκτεθειμένων ατόμων, όπως είναι τα παιδιά και τα Α.μ.Ε.Α.

Από τις εμπειρικές έρευνες και τις προσωπικές μαρτυρίες προκύπτει με σαφήνεια ότι τα άτομα με ειδικές ανάγκες πέφτουν συχνότερα θύματα σεξουαλικού βιασμού σε σχέση με άλλα άτομα. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην εξάρτηση των Α.μ.Ε.Α. από άλλα άτομα ικανότερα και μεγαλύτερα και σηματοδοτεί επίσης μια ιεραρχική δομική συνάρτηση δύναμης / εξουσίας στα πλαίσια κοινωνικών επαφών και σχέσεων.

Σχετικές μελέτες έχουν δείξει ότι στην ακραία θέση των κοινωνικών σχέσεων εξάρτησης βρίσκονται  κορίτσια με πνευματική καθυστέρηση.  Αυτά τα κορίτσια λοιπόν είναι και τα πλέον συνήθη θύματα σεξουαλικού βιασμού. Οι παρακάτω παράγοντες ενισχύουν τον κίνδυνο κορίτσια με νοητική καθυστέρηση να γίνουν θύματα σεξουαλικού βιασμού:

  • Η μεγαλύτερη σωματική και πνευματική αδυναμία άμυνας αυτών των κοριτσιών, η οποία μπορεί να εμφανίζεται και με προβλήματα γλωσσικής έκφρασης, συνοδεύεται με ένα συνακόλουθο αρνητικό αυτοσυναίσθημα, το οποίο εκφράζεται πάλι με ένα επίσης αρνητικό σωματικό αίσθημα, μια αρνητική αυτοεικόνα. Αυτό το σωματικό αίσθημα έχει προκύψει μεταξύ άλλων ως συνέπεια της θεραπευτικής αγωγής μέσω ιατρών, θεραπευτών, παιδαγωγών, κοινωνικών λειτουργών. Έτσι τα άτομα αυτά σχηματίζουν μια αυτοεικόνα που τείνει να ταυτιστεί με την αντίληψη που έχουν οι άλλοι γι’ αυτά, δηλαδή με μια ‘ετεροεικόνα’. Από την πρώιμη παιδική ηλικία κορίτσια με (πνευματική) αναπηρία βιώνουν εμπειρίες, οι οποίες τα κάνουν να σκέφτονται: «κάτι δεν πάει καλά με ’μένα!» (Degener 1990, σ. 4).
  • Ένας δεύτερος αποφασιστικός παράγοντας είναι οι περιοριστικές συνθήκες ζωής ανάπηρων ατόμων στο ίδρυμα που διαμένουν, στο ειδικό σχολείο που φοιτούν ή σε άλλα ιδρύματα. Οι συνθήκες και το πρόγραμμα ζωής στα ιδρύματα δημιουργούν στα άτομα αυτά μια μεγάλη φυσική και συναισθηματική εξάρτηση.  Από την άλλη υπάρχει και έλλειψη ενός οικείου ανθρώπινου περιβάλλοντος, αφού το προσωπικό αλλάζει πολύ συχνά. Σε σχετικές έρευνες προβάλλονται ιδιαίτερα ως αρνητικοί ιδρυματικοί παράγοντες για την ψυχική και σωματική κατάσταση των Α.μ.Ε.Α.  η  εξάρτηση και η κοινωνική τους απομόνωση (Röhring 1994, Noack και Schmid 1996, σ. 61).
  • Ένας άλλος παράγοντας που επιδρά αρνητικά στα παιδιά με πνευματική καθυστέρηση είναι το θέμα της αξιοπιστίας τους. Τόσο στην παιδαγωγική όσο και στη δικαστική πράξη, οι μαρτυρίες κοριτσιών με πνευματική καθυστέρηση δε θεωρούνται ως ιδιαίτερα αξιόπιστες. Αυτό το αποδεικνύουν αμερικανικές και γερμανικές έρευνες (πρβλ. Becker 1995, σ. 95-99, Degener 1994). Έτσι λοιπόν οι δράστες ενθαρρύνονται, αφού οι όποιες μαρτυρίες αυτών των ατόμων για σεξουαλική παρενόχληση, βία κ.τ.ό. είναι εύκολο να αμφισβητηθούν.

Ο σχετικός προβληματισμός οδήγησε σε ακραίες πράξεις όπως είναι η στείρωση  των Α.μ.Ε.Α. Η στείρωση πνευματικά ανάπηρων γυναικών και κοριτσιών – μια ακόμη ρατσιστική πράξη – ήταν μέχρι το νέο γερμανικό νόμο για τη φροντίδα (1992) μια πράξη στα όρια της νομιμότητας ή πέρα από αυτά. Αν αυτή η στείρωση έγινε ενάντια στη θέληση των ατόμων αυτών, ήταν μια σημαντική βλάβη κατά το πνεύμα της παραγρ. 224 StGB (die ‘Blinddarm-Operation’, πρβλ. Goordes 1995).

Επίσημες γερμανικές δηλώσεις της τελευταίας δεκαετίας αναφέρουν 1.000 περιπτώσεις στείρωσης ετησίως. Με τη νομιμοποίηση της στείρωσης δόθηκε η δυνατότητα και σε συγγενικά πρόσωπα να ζητήσουν τη στείρωση του ανάπηρου κοριτσιού τους προκειμένου να το προστατέψουν μ’ αυτό τον τρόπο. Πίσω όμως απ’ αυτή την πρόφαση κρύβεται μάλλον μια ανάγκη ασφάλειας των ενηλίκων / γονέων, οι οποίοι θα ήθελαν να εμποδίσουν μια εγκυμοσύνη. (Walter 1992 b, σ. 378).

Πρέπει να αναφέρομε εδώ και τους πολύ διαδεδομένους και  εντελώς αυθαίρετους και επίσης αντιφατικούς μύθους για τα Α.μ.Ε.Α., οι οποίοι συμβάλλουν στο να γίνουν παιδιά και ενήλικες σε μεγαλύτερο βαθμό θύματα σεξουαλικής βίας:

  • Έτσι λέγεται ότι τα Α.μ.Ε.Α. δεν είναι σεξουαλικά ελκυστικά. Πέραν τούτου φημολογείται ότι αυτά τα άτομα είναι πλάσματα εντελώς  α-σεξουαλικά, ότι δηλ. δεν έχουν κανενός είδους σεξουαλικότητα. Γι’ αυτό δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν τη σεξουαλική κακομεταχείριση.
  • Από την άλλη λέγεται πάλι ότι είναι άτομα πολυγαμικά με συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων χωρίς αμοιβαίο δεσμό (πρβλ. Seligmann 1996, σ. 727).
  • Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η θέση ότι η σεξουαλική βία αποτελεί μάλιστα ένα είδος χάρης. Οι δράστες δηλαδή κάνουν τη χάρη να βιάσουν σεξουαλικά Α.μ.Ε.Α., επειδή αυτά, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα μπορούσαν να δοκιμάσουν πλήρως καμιά σεξουαλική εμπειρία!
  • Και, τέλος, ως δικαιολογία και ‘εξιλέωση’ για την πράξη του βιασμού υποστηρίζεται ότι η σεξουαλική ‘πρόκληση’  δεν έγινε από τον βιαστή, αλλά από το θύμα (πρβλ. Becker 1995, σ. 99-101).

Ένα ζωηρό ενδιαφέρον για την έρευνα, πιστοποίηση, προβολή και θεραπεία του προβλήματος της σεξουαλικής κακοποίησης, έχει αρχίσει να εκδηλώνεται μόλις κατά τις τελευταίες δεκαετίες κυρίως από γυναικείες και πολιτικές οργανώσεις, αλλά και από ερευνητές των σχετικών ειδικοτήτων της Ψυχοκοινωνιολογίας, της Ιατρικής και της Παιδαγωγικής.

Το ενδιαφέρον αυτό τροφοδοτείται εξακολουθητικά μεταξύ άλλων από μια γενικότερη ευαισθητοποίηση γύρω από την ανάγκη κατοχύρωσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ιδιαίτερα των ανυπεράσπιστων, αδύναμων και, κατά συνέπεια, εκτεθειμένων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι τα  Α.μ.Ε.Α.

Αυτή η ευαισθητοποίηση οδήγησε και οδηγεί στην ανάληψη πρωτοβουλιών και στην εφαρμογή μέτρων τόσο στο μακροεπίπεδο θεσμικών οργάνων και εθνικής και διεθνούς πολιτικής όσο και στο μικροεπίπεδο των τοπικών κοινωνιών. Η καθιέρωση π.χ. της 3ης Δεκεμβρίου ως Παγκόσμιας Ημέρας για τα Α.μ.Ε.Α. εντάσσεται στη δέσμη αυτών των δραστηριοτήτων.  Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι όποιες προσπάθειες έχουν γίνει ως σήμερα σηματοδοτούν μάλλον ένα ξεκίνημα παρά το τέλος ενός σύγχρονου προληπτικού και θεραπευτικού σχεδιασμού.

Οι πρώτες επιστημονικές έρευνες μας αφήνουν εμβρόντητους ως προς τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα της σχετικής ψυχοπαθολογίας της σύγχρονης κοινωνίας μας και μας πείθουν ότι μόλις τώρα αρχίζομε να προσεγγίζομε το πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης στις πραγματικές του διαστάσεις.  Γι’ αυτό απαιτείται κοινωνική ευαισθησία και ανάλογη ωριμότητα και δράση απέναντι στις ειδικές ανάγκες ορισμένων συνανθρώπων μας όχι μόνο κάθε 3η Δεκεμβρίου, αλλά καθημερινά – γιατί οι ανάγκες δεν…απεργούν, αλλά και η αληθινή μεγαλοψυχία δεν φέρει μανδύα φαρισαϊκό!