“Ευτυχισμένος εκείνος που σαν τον Οδυσσέα ωραίαο ταξίδι έχει κάμει” Ζοακίμ Ντε Μπελεό, ποιητής της γαλλικής Αναγέννησης.

Ναι, ένα ωραίο ταξίδι, ένα γλυκό όνειρο ήταν το περασμά μου από το Ιερό Αναλόγιο του Ι. Ναού Αγίου Φανουρίου στην Αλικαρνασσό. Σχεδόν τρεις δεκαετίες, είκοσι οκτώ χρόνια για την ακρίβεια, με αξίωσε ο Θεός να τον δοξολογώ σ’ αυτόν τον ιερό χώρο.

Στις 17 του περασμένου μήνα έψαλα για τελευταία φορά φανερά συγκινημένος. Ο σεβαστός πατέρας Γεώργιος Αδαμάκης με αποχαιρέτησε βαθιά συγκινημένος κι αυτός και εν τη ρύμη του ευγενούς του λόγου με ευχαρίστησε για την άριστη συνεργασία που είχαμε όλο αυτό το διάστημα και είπε πολλούς επαίνους για την ταπεινότητά μου που δεν τους άξιζα. Ήταν βέβαια υπερβολικός, αλλά ετόνισε πως όλα όσα είπε ήταν αληθινά και όχι υπερβολές.

Μου πρόσφερε μια μεγάλη και ωραία εικόνα του Αγίου Φανουρίου, την οποία αγιογράφησε ο έτερος ιεράς πατέρας Χρυσοβαλάντης. Με παρακάλεσε μάλιστα να μην τους ξεχνώ, αλλά να πηγαίνω τακτικά να βοηθώ τους συναδέλφους μου ιεροψάλτες.

Πλημμυρισμένος από ξέχειλη συγκίνηση ευχαρίστησα εκ βαθέων πρώτα το Θεό και τον Άγιο Φανούριο και μετά τους ιερείς του ναού για την καλή συνεργασία που είχαμε και για την αγάπη τους.

Ακολούθως μακάρισα τους δασκάλους μου στη βυζαντινή μουσική: Νικ. Δασκαλάκη, Πάνο Λινάρδο, Γιάννη Βουτσινά και τον φίλο μου και δάσκαλό μου το Στέλιο το Νανάκη, που μου έδωσε το πτυχίο Β. Μουσικής και το αναμιμνήσκομαι πάντοτε μετά δακρύων.

Άπειρες ευχαριστίες οφείλω και στους δύο Άρχοντες πρωτοψάλτες της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Δημήτρη Νεραντζή και Γιάννη Δαμαρλάκη, γιατί κι αυτοί πολλά και ωφέλιμα με εδίδαξαν γύρω από τη θεία τέχνη.

Προσπάθησα να ψάλω απλά και ταπεινά και να μην καβαλήσω το καλάμι, γιατί αυτό είναι κατά τον μακαριστό Μητροπολίτη Πέτρας και Χερρονήσου κυρό Νεκτάριο το πιο ατίθασο άλογο.

Επίσης προσπάθησα να ξεχωρίσω το ψάλσιμο από το τραγούδι, γιατί άκουσα ένα μεγάλη ψάλτη να λέει το εξής:

“Ο ψάλτης που τραγουδεί ψάλλοντας καταστρέφει το τραγούδι και ο ψάλτης που ψάλλει τραγουδώντας αμαρτάνει”.

Εφρόντισα ακόμη να είναι όσο το δυνατόν το ύφος μου εκκλησιαστικό και πατριαρχικό όπως ταιριάζει στην Ορθόδοξη εκκλησία μας.

Μου δόθηκε η ευκαιρία ή μάλλον μου ζητήθηκε, να ψάλω σε άλλες εκκλησίες της πόλης, μεγαλύτερες και κεντρικότερες, αλλά προτίμησα και μένω και υμνολογώ το Θεό σ’ αυτό το μικρό εκκλησάκι γιατί:

“Στο μικρό της χώρο π’ όλους κι όλες δεν μας βάνει

του Θεού το μεγαλείο το αισθανόμαστε τρανό.

Πουθενά πιο μυρωμένο δεν καπνίζει το λιβάνι,

πουθενά το καντηλάκι δε σπιθάει πιο φωτεινό” κατά τον ποιητή Γεώργιο Αθάνα.

Τέλος θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου και δια του Τύπου τους ιερείς που προανέφερα, τον εξαίρετο συνάδελφό μου τον Νίκο Καστρινάκη, τον φίλο και συνεργάτη για αρκετά χρόνια και τη γλυκύτατη γυναίκα του τη Μαρίκα για τον σεβασμό και την αγάπη που έδειχναν στο πρόσωπό μου, γιατί με έβλεπαν σαν πατέρα τους. Ετσι το εισέπραττα εγώ.

Αισθάνομαι ακόμη την ανάγκη να ευχαριστήσω τις δύο καλές μου βοηθούς, την Αντωνία και την Αγγελική, γιατί ήσαν κοντά μου αρκετά χρόνια, ενώ άλλοι έφυγαν και τώρα αυτές μπορούν άνετα να τα καταφέρουν σ’ όποια ακολουθία κι αν βρεθούν. Τους ζητώ συγνώμη, αν καμιά φορά έγινα αιτία να στεναχωρηθούν.

Ευχαριστίες οφείλω ακόμη στους εκκλησιαστικούς συμβούλους, στους νεωκόρους, στην Άννα, το Μανώλη, τη Ρίτσα, τη Μαρία από τα παλιά κι όλους όσοι με περιέβαλαν με σεβασμό και αγάπη.

Ευχαριστώ και τον ευγενέστατο συνάδελφό τον Νίκο, τον νέο ψάλτη του Ναού, γιατί αρκετές φορές είχε την ευγενή καλοσύνη να με βοηθήσει όποτε είχα ανάγκη.

Ευχαριστώ ακόμη και όλους όσοι δεν ήθελαν να τα παρατήσω, γιατί όπως μου έλεγαν βιάστηκα να φύγω, ενώ θα μπορούσα ακόμη να προσφέρω.

Τους έδωσα την απάντηση που είχε πει ένας μεγάλος ψάλτης όταν σταμάτησε να ψάλει:

“Κάλλιο να με θυμάστε, παρά να με λυπάστε”.

Ο αποχαιρετισμός έγινε σε ατμόσφαιρα εκρηκτική και συγκινησιακά φορτισμένη. Όλους τους ευχαρίστησα τους αποχαιρέτησα και τους διαβεβαίωσα πως θα διατηρώ πάντοτε μέχρι να ζω  και να μπορώ ανεξίτηλη την εικόνα τους και ζωηρή την ανάμνησή τους στα μύχια της ψυχής μου”.

Τελείωσα με δύο μαντινάδες:

Θεέ μου σε παρακαλώ,

όταν θε να πεθάνω,

κάνε με πάλι ψάλτη σου

στον κόσμο τον απάνω.

Να σε δοξολογώ κι εκεί

ν’ αγάλλεται η ψυχή μου,

όπως σε υμνούσα πάντοτε

εις την εδώ ζωή μου.