Σαράντα ολόκληρα χρόνια της υπαλληλικής μου διαδρομής, θυμάμαι αυτό το έθιμο στο μεϊντάνι. Ένα έθιμο, μία συνήθεια που δεν έχει αλλάξει καθόλου.

Οι παρόντες επίσημοι, έρχονται και παρέρχονται, οι παρευρισκόμενοι και οι θεατές αλλάζουν, η συνήθεια όμως μένει, όπως την θέλει η παράδοση και οι απαιτήσεις εκείνης της εποχής, σχετικά με την ρύθμιση της κυκλοφορίας στο κεντρικότερο σημείο του Μεγάλου Κάστρου.

Η χαρακτηριστική βαρέλα με τον άνδρα της Τροχαίας να θυμίζει εκείνες τις παλιές όμορφες εποχές, ρυθμίζοντας την κυκλοφορία στην πόλη μας. Τότε που «λίγοι περπατούσανε με τις κούρσες», όπως μας λέει και το λαϊκό τραγούδι. Ανάλογη κι η προσφορά σε δώρα, όπως το έθιμο ορίζει, δώρα τα οποία διαμοιράζονται στους άνδρες της Τροχαίας. Αυτά για την πόλη μας και για την ιστορική της διαδρομή.

Θα γυρίσω εννιά δεκαετίες πίσω και θ’ αναφερθώ σε αντίστοιχη εικόνα, που έλαβε χώρα στην πρωτεύουσα της χώρας μας. Αθήνα, στα 1936. Ο τότε προπολεμικός δήμαρχος Κώστας Κοτζιάς, σε αντίστοιχο κεντρικό σημείο των Αθηνών, έβαλε στα πόδια ενός τροχονόμου το δώρο του, που ήταν ένα ζευγάρι γαλοπούλες. Από τότε και με μία αναγκαστική και υποχρεωτική διακοπή στα χρόνια της Κατοχής (δεν επιτρέπονταν την μαύρη αυτή περίοδο τέτοιες πολυτέλειες, ούτε και περίσσευαν σε κανέναν τα δώρα), το έθιμο αυτό συνεχίστηκε.

Συγκεντρώνονταν πάλι διάφορα δώρα, από τρόφιμα μέχρι είδη οικιακής χρήσεως, από ρούχα, παιχνίδια και αρώματα, μέχρι και τσουβάλια με πλακάκια, αλλά και μάρμαρα. Ορισμένα είδη, που δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθούν, όπως κάποια τρόφιμα και τα είδη οικοδομής, που δεν μπορούσαν να μοιραστούν, τα πωλούσαν στην αγορά και τα χρήματα που συγκεντρώνονταν μοιράζονταν στους άνδρες της Τροχαίας.

Σήμερα, εμείς οι νεότεροι, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, όπως προαναφέρθηκε, αναβιώνουμε το έθιμο αυτό με το στήσιμο της βαρέλας, τον τροχονόμο φορώντας τα επίσημά του, τους επισήμους και την φιλαρμονική του Δήμου μας να παιανίζει πρωτοχρονιάτικα τραγούδια. Βέβαια, παλιότερα ο γιορτασμός της Πρωτοχρονιάς έπαιρνε ξεχωριστό χαρακτήρα και ιδιαίτερη λαμπρότητα. Στην παλιά Αθήνα υποδέχονταν τον Αϊ Βασίλη, με ολάνοιχτες τις πόρτες των σπιτιών τους.

Σύμφωνα με το έθιμο, επειδή ο Άγιος Βασίλης ερχόταν από ταξίδι μακρινό, από την Καισαρεία, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, άφηναν σε κάθε σπίτι το τραπέζι στρωμένο με τα καλύτερα φαγητά και γλυκά. Γύρω από το τραπέζι συναθροιζόταν ολόκληρη η οικογένεια, μα κανείς δεν άγγιζε τίποτα αν δεν «έδινε πρώτος ο Αϊ Βασίλης το σύνθημα».

Και τότε, οι άνδρες τσούγκριζαν τα γεμάτα κρασί ποτήρια τους, οι γυναίκες έλυναν τη γλώσσα τους και τα παιδιά με χαρωπές φωνές έλεγαν τα κάλαντα. Ύστερα, όλοι ρίχνονταν με τα μούτρα στο φαγητό, στα γλυκίσματα, μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής χαράς. Επίσης, ένα άλλο έθιμο ήταν το τρατάρισμα ή το φίλεμα της βρώσης.

Οι κοπέλες, κάθε Πρωτοχρονιά, πρωί-πρωί, από τα ξημερώματα κατέβαιναν στην αυλή του σπιτιού τους, έχυναν το παλιό νερό από τις στάμνες και τις γέμιζαν από τη βρύση με καινούργιο νερό, για να τους φέρει γούρι. Όσο για το φίλεμα, τα «καλούδια» αποτελούνταν από σταφίδες, καρύδια, φουντούκια, κάστανα και οτιδήποτε γλυκό υπήρχε στο σπίτι.

Άλλη μία συνήθεια αυτών των ημερών ήταν το σπάσιμο του ροδιού. Κάθε νοικοκύρης που πήγαινε στην εκκλησία την ημέρα αυτή, έπαιρνε μαζί του και ένα ρόδι. Μετά το τέλος της εκκλησίας, γυρίζοντας στο σπίτι, πατούσε το κατώφλι και έριχνε κάτω με ορμή το ρόδι. Οι ολοκόκκινοι σπόροι του διασκορπίζονταν σ’ όλα τα μέρη και ανάλογες ήταν και οι ευχές της οικογένειας για καλή χρονιά!

Κλείνοντας το σημερινό μου κείμενο, θα γυρίσω στα παιδικά μου χρόνια, στο χωριό μου, τον Λαύκο του Νοτίου Πηλίου. Τέτοιες μέρες… Θυμάμαι την μακαρίτισσα την μητέρα μου κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, μόλις βράδιαζε, να βάζει στην παραστιά στο τζάκι μία πέτρα και μία αγριοκρομμύδα. Η πέτρα συμβόλιζε την διάρκεια, την αντοχή και η αγριοκρομμύδα είναι ένα φυτό που ζει πάρα πολλά χρόνια.

Θυμάμαι εκείνο το έντονο και χαρούμενο αίσθημα των ανθρώπων εκείνης της εποχής, που θεωρούσαν την πρώτη μέρα του χρόνου ότι προϊωνίζει αίσιο και ευτυχισμένο όλο το έτος.