Ειδική σελίδα/ες αυτής της εφημερίδας καταχωρεί συχνά απόψεις αναγνωστών ποικί-λου ενδιαφέροντος. Η εφημερίδα δίνει τις στήλες της, επίσης, κατά καιρούς για τη δι-ατύπωση στενά κομματικών απόψεων. Ο διάλογος στην πρώτη κατηγορία συνεργασι-ών έπαψε δυστυχώς από χρόνια να προκαλεί αντίλογο. Οι εκφραστές, αντίθετα, κειμένων που διακινούν γνωστές προπαγανδιστικές απόψεις πρέπει, δίχως παρεξήγηση, να υπομείνουν καμιά φορά προκλήσεις για παραπέρα επεξηγήσεις όσων γράφουν.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση πιστεύω, πως ο νομικός κ. Μ. Δερμιτζάκης αξίζει να μας διαφωτίσει αναλυτικότερα πάνω σε κοινότυπους ισχυρισμούς του συρμού που είχε την καλοσύνη να μας καταθέσει στο φύλλο της «Π». της 6 τρ. μήνα. Πρόκειται για επίμονα επαναλαμβανόμενους άξονες στρέβλωσης της πραγματικότητας που από καιρό λανσάρουν τα άλλοτε κραταιά παραδοσιακά κόμματα εξουσίας της χώρας.
Ο κ. Μ.Δ. αποδίδει την κυβερνητική ήττα των πρόσφατων εκλογών σε δυο κύριες αιτίες. 1) ότι «αγνόησε τις προεκλογικές υποσχέσεις στον λαό» και 2) «στην ταπεινωτική για τα ελληνικά συμφέροντα Συμφωνία των Πρεσπών».Ξέρουμε τι οίστρο φέρνουν σε κάποιους κύκλους αυτά τα θέματα στα οποία κάνουν συστηματική πλύση εγκεφάλου σε πολίτες.
Σχολιάζοντάς τα με τη σειρά: Έχει σίγουρα ενδιαφέρον ο υπαινιγμός που υποκρύπτεται στο πρώτο ζήτημα, ότι το παλαιοκομματικό προσωπικό κατηγορεί τη σημερινή κυβέρνηση πως τάχα μπορούσε, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει με τη διαπραγμάτευση του 2014-5 πλήρη ή σημαντική διαγραφή του τεράστιου χρέους που συσσώρευσαν, ξέρουμε ποιοι, στη χώρα μας.
Προσωπικά δεν πίστεψα ποτέ πως θα μπορούσε να παραιτηθούν οι δανειστές των απαιτήσεών τους, κι ας είναι τόσο μεγάλη η μερίδα συμπολιτών μας που σήμερα ακόμη νομίζουν το αντίθετο: Πως άξιζε στην ανάγκη, να διακινδύνευε η χώρα τη γεωπολιτική της ασφάλεια και τη συντριπτική οικονομική καταστροφή των Νεοελλήνων. Η αντιπολίτευση παίζει μ αυτό το υπονοούμενο.
Ας έλθουμε όμως στο ψαχνό της πολιτικής που επιλέχθηκε κατά τη λήγουσα διακυβέρνηση, συγκριτικά με τα πεπραγμένα των αμέσως προηγούμενων κυβερνήσεων. Μετά το 2015 η χώρα πέτυχε δημοσιονομική σταθερότητα μέχρι το 2030 εγγυημένη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, που μας εξασφαλίζει μοναδική αφετηρία προσφυγής στις δικές μας δυνάμεις για να ανατάξουμε τη χώρα. Τέλη του 2014 η Ελλάδα διακινδύνευσε να βρεθεί εκτός ΕΕ και δεν είχε καμιά ορατή δημοσιονομική διέξοδο.
Στον χρονικό ορίζοντα μέχρι το 2030 η χώρα προβλέπεται να διανύσει περίοδο χάριτος, και αναλογία με προβληματικές ή νέες ιδιωτικές επιχειρήσεις, και στην πορεία αυτή συμφωνήθηκε ανώτατο όριο εξόφλησης χρέους που από χρόνο σε χρόνο δεν θα ξεπερνά τα 25 δισ. Το σταθερό δημοσιονομικό περιβάλλον αυτής της ρύθμισης καθρεπτίζεται τώρα στα επιτόκια δανεισμού της χώρας, ασύγκριτα χαμηλότερα από οποιασδήποτε προγενέστερης περιόδου.
Η χώρα μας το 2016 βγήκε από τη λίστα κρατών με υπερβολικά ελλείμματα. Και με το ισχυρό δημοσιονομικό της πλεόνασμα δίδει την αισιοδοξία ότι θα πετύχει, άλλοτε με συμπληρωματικό δανεισμό, άλλοτε με το μαξιλάρι ενός μεγάλου ποσού ασφάλειας που διαθέτει, να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση οικονομικής αβεβαιότητας. Οι παραπάνω ευνοϊκές εκτιμήσεις είναι των ευρωπαϊκών οργάνων, διεθνών οργανισμών, ακόμη και του ΔΝΤ, και όχι προπαγανδιστικός ισχυρισμός του γράφοντα.
Η νέα αυτή αισιόδοξη κατάσταση της Ελλάδας μετά την ουσιαστική της πτώχευση δεν συγκρίνεται με οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον της, Ελλήνων ή ξένων πριν το 2015.Στη διαδρομή ως το 2030 ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει την προοπτική σημαντικής φορολόγησης για να πετύχει την αντιμετώπιση του χρέους. Είναι το τίμημα για ανάκτηση της κυριαρχίας του που, ίσως, δεν βίωσε πραγματικά ποτέ μετά το 1821, και καμιά επόμενη κυβέρνηση δεν θα απαλύνει, πλην της επανάληψης ανισοκατανομής των βα-ρών στα λαϊκά στρώματα.
Εξάλλου δεν αποκλείεται στο νέο περιβάλλον αναγέννη-σης που ατενίζουμε, να συμβούν στο όχι πολύ μακρινό μέλλον εξελίξεις, εξαιτίας του τρομακτικού παγκόσμιου χρέους από τις οποίες, διατηρώντας σοβαρότητα μπορεί να ευνοηθούμε, ενώ και η σταδιακή ανάκτηση της παραγωγικής μας ευρωστίας θα αλλάξει σύντομα τα δεδομένα. Κι αν η προοπτική φορολόγησής μας είναι βαριά, ας όψονται αυτοί που προκάλεσαν σε περίοδο πρωτοφανών εισροών τεράστιων κεφαλαίων, να σπαταλήσουν και εκείνα και τα ακατανόητα για σύγχρονο κράτος επίπεδα ξένου δανεισμού, δίχως θετικό αντίκρισμα στην κοινωνία.
Σε σχέση με τα παραπάνω, τι είχε αποκομίσει η χώρα από τα δυο προηγούμενα μνη-μόνια; Το πρώτο από αυτά τη βρήκε στο όριο της πτώχευσης, και επειδή ήταν σε απόλυτη αδυναμία εξασφάλισης ρευστότητας, απευθύνθηκε στο ΔΝΤ και άλλους διεθνείς χρηματοδότες, που επικύρωσαν την υπέρβαση του ορίου και για τις «υπηρεσίες» τους επέβαλαν βαρείς όρους, με λανθασμένους πολλαπλασιαστές και άλλα ομολογημένα εγκλήματα.
Μετά που διάβηκε η κεντρική κυβέρνηση τον Ρουβίκωνα της πτώχευσης, το δεύτερο μνημόνιο προκάλεσε με τη σειρά του πτώχευση και της ελληνικής κοινωνίας. Αφού έκαμε αφαίμαξη κάθε ρανίδας ρευστότητας τραπεζών, ταμείων, ιδρυμάτων, πανεπιστημίων και ομολογιούχων ιδιωτών, πλην των γνωστών πατριωτών που πρόλαβαν να μεταφέρουν τεράστιες καταθέσεις τους στο εξωτερικό.
Το ποσοστό του δημόσιου χρέους έφτασε το 185% του ΑΕΠ, σαν ένα μαγαζί που χρωστεί 2, σχεδόν φορές τον ετήσιο τζίρο του. Όλοι καταλαβαίνουν τη θέση αυτή. Θα ήταν ενδιαφέρον να αποκαταστήσει ο κ. Μ. Δ. με συγκεκριμένα στοιχεία όσα από τα προηγούμενα θεωρεί ευνοϊκά για την πρόσφατη οικονομική διαχείριση ή άδικα κατά της προηγούμενης της και, ίσως, θέλει να μας τα καταθέσει.
Οι Πρέσπες
Για να διευκολύνω από την αρχή τους διακινητές αντιλήψεων τύφλωσης των πολιτών, τολμώ να προτείνω στον κ. Μ.Δ. να ηγηθεί δημόσιας εκστρατείας αποσόβησης του εθνικού κακού που κατ αυτούς προκαλεί η Συμφωνία. Ώστε τυχόν ανάληψη της διακυβέρνησης από τη σημερινή αντιπολίτευση να συνεπάγεται άμεση διακοπή της ενταξιακής πορείας στην ΕΕ της Βόρειας Μακεδονίας, αν η χώρα αυτή δεν συμπράξει για μια νέα συμφωνία στα μέτρα που θεωρούν εθνικά αποδεκτά
. Έτσι θα σταματήσει στη γένεσή της η ζημιά, μια και η Ελλάδα διαθέτει βέτο και μπορεί να μπλοκάρει τους γείτονες πριν πάρει μάκρος η εθνική μας ταπείνωση. Ιδού πεδίο δόξας όσων δεν νοιάζονται πραγματικά μόνο για παραπλάνηση του λαού. Και τώρα ας έλθουμε στα ουσιαστικά στοιχεία του διεθνούς αυτού προβλήματος.
Έλληνες και ξένοι ιστορικοί και γλωσσολόγοι διαβεβαιώνουν, πως στην αρχαία Μακεδονία κατοικούσε ελληνικό φύλο που μιλούσε την ελληνική γλώσσα, όχι μόνο στο επίπεδο του βασιλικού οίκου, αλλά και των απλών κατοίκων. Η προπαγάνδα κάποιων σλαβομακεδόνων, πως ο απλός κόσμος μιλούσε το δικό τους «μακεδονικό» ιδίωμα ήταν και παραμένει επιστημονικά ατεκμηρίωτη.
Για όλους πλην κάποιων ημετέρων, που υποστηρίζουν πως στην ελληνική Μακεδονία δεν μιλιούνται Ελληνικά, αλλά Μακεδονικά, κι αν ο όρος αυτός γίνει δεκτός πως παραπέμπει στο σλαβικό ιδίωμα θα προσβάλλει τον πατριωτισμό μας. Έτσι είναι; Υπάρχει λογική βάση σ’ αυτό τον ισχυρισμό;
Από την αυγή του Βυζαντίου έπαψε ο όρος Μακεδονία να παραπέμπει στην επικράτεια του Φιλίππου και του Αλέξανδρου. Μακεδονία ονομάστηκε τμήμα του Ιλλυρικού που περιλάμβανε, δυτικά όλο τον σημερινό ελλαδικό χώρο από την Ήπειρο ως την Κρήτη. Και η Κρήτη ήταν τμήμα της Μακεδονικής διοίκησης.
Ο μετασχηματισμός αυτός ολοκληρώθηκε τον 10ο αι., όταν η μόνη Μακεδονική μητρόπολη είχε έδρα τη Φιλιππούπολη με περισσότερες από 10 επισκοπές, καμιά από τις οποίες δεν πλησίαζε έστω τη Δράμα ή το Κιλκίς. Η λεγόμενη Μακεδονική δυναστεία του Βυζαντίου προερχόταν από την Αδριανούπολη. Η αλλοίωση του όρου Μακεδονία, αντί τον εθνικό προσδιορισμό να δηλώνει μια γεωγραφική και διοικητική οντότητα, επεκτάθηκε στα οθωμανικά χρόνια.
Η κατάσταση αυτή ίσχυσε για πάνω από 1.400 χρόνια. Μετά δε το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, η χώρα μας συμφώνησε με διεθνή πράξη τα βόρεια σύνορά της και ταυτόχρονα, ότι η γεωγραφική οντότητα της Μακεδονίας μας αντιπροσωπεύει το 51% της όλης ομώνυμης περιοχής, που εκτείνεται μέχρι ένα τμήμα της Βουλγαρίας, αλλά και στη σημερινή Σερβία και στη Βόρεια Μακεδονία, ακόμη και σε μικρό τμήμα της Αλβανίας.
Η συμφωνία αυτή θεωρείται ως μια από τις μεγάλες επιτυχίες του Ελ. Βενιζέλου από όλους, πλην του κ. Μ.Δ. και άλλων ομοίων του. Αυτοί αμφισβητούν τον τελεσίδικο χαρακτήρα των βόρειων συνόρων μας και προφανώς πιστεύουν, πως ήλθε τώρα η στιγμή για την Ελλάδα να κηρύξει πόλεμο στη Β. Μακεδονία, στη Σερβία και στη Βουλγαρία. Ώστε μετά τα οικονομικά επιτεύγματά τους ως το 2014 να σπρώξουν τη χώρα και σε άλλες περιπέτειες. Ή μήπως τα λένε αυτά, ώστε να γίνεται απλά κουβέντα; Πιθανά οι υποστηρικτές της αντίληψης, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών βλάπτει τα ελληνικά συμφέροντα, θα έχουν άλλα σοβαρά επιχειρήματα, εκτός από τον αποπροσανατολισμό του λαού και θα είναι καλό να μας κάμουν κι εμάς κοινωνούς των.
*Ο Νίκος Λεβεντάκης είναι μηχανικός.