Ο θεωρητικός ιστορικός της προφορικής ιστορίας Paul Thompson βεβαιώνει ότι το είδος αυτό της Ιστορίας «παρέχει μια πλούσια και ποικιλόμορφη πηγή για τον δημιουργικό ιστορικό». Ως εκ τούτου, «η Ιστορία αποκτά μια νέα διάσταση» (Φωνές από το παρελθόν, Πλέθρο, Αθήνα 2008, μτφρ. Ρ. Βαν Μπούσχοτεν).

Είναι, συνεπώς, ευχής έργον το γεγονός ότι πριν εμφανιστεί η προφορική ιστορία ως νέα επιστήμη της Ιστορίας στη χώρα μας, ξεκινήσαμε, ήδη από το 1977, την καταγραφή των πρωταγωνιστών και αγωνιστών της Μάχης και Αντίστασης Κρήτης, από όλο το νησί, και όχι μόνο.

Ήδη, μπορούμε, σεμνυνόμενοι, να αναφέρουμε ότι, μετά από πολλές δικαστικές διώξεις και απειλές, με την έκδοση της μαρτυρίας «πολεμούμε και τραγουδούμε» του Βαγγέλη Δοξαστάκη, συναριθμούμε τριάντα έξι μαρτυρίες Προφορικής Ιστορίας. Ανάμεσά τους, κορυφαίες μορφές, πρωταγωνιστές του αγώνα στο νησί, όπως: του ηρωικού Κωστή Πετράκη, του καπετάν Μιχάλη Σαμαρίτη του ΕΛΑΣ, του καπετάν Μπαντουβά, Αρχηγού του ΠΑΜ και ΕΑΜ, του Στρατή Βελουδάκη, στρατιωτικού υπεύθυνου ΕΛΑΣ Ρεθύμνου, του καπετάν Κρασαναδάμη του Οροπεδίου, καπετάν Βασ. Πατεράκη, Αρχηγού Σελίνου κ.ά., ως και του Γιώργη Ψιλάκη, «καπετάν Δημοσθένη» του ΕΛΑΣ Μακεδονίας.

Το βιβλίο του Βαγγέλη Ζαχ. Δοξαστάκη που έχει ήδη κυκλοφορήσει, έχει προγραμματισθεί να παρουσιασθεί από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής», την Ε.Φ.Ν.Η., τον Δήμο Χερσονήσου και το Μουσείο «Λυχνοστάτης» Χερσονήσου, στις 28 Μαΐου 2025, στην αίθουσα «Μ. Καρέλλης» της Ανδρόγεω. Μια μαρτυρία προφορικής ιστορίας, που πρωτοτύπως συνδυάζει, όπως και οι τριάντα πέντε προηγούμενες, «το συνειδητό με το ανεπαίσθητο και το υποκειμενικό, την πράξη με την άποψη» (Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν, Ανάποδα χρόνια, σ. 17).

Σχηματίζεται έτσι ένας κύκλος μαρτυριών, χιλιάδων σελίδων, που επισφραγίζεται με τη μαρτυρία Δοξαστάκη. Μια μαρτυρία, που συνδυάζεται, μαζί με τις άλλες μαρτυρίες, καταγεγραμμένες όλες με σεβασμό, σε μια διασταύρωση πληροφοριών τοπικής ιστορίας για τη διακρίβωση «του λόγου το αληθές», από τη σκοπιά, βεβαίως, του κάθε αφηγητή.

Ακολουθεί απόσπασμα από την προφορική μαρτυρία του Βαγγέλη Δοξαστάκη και έπεται αντίστοιχο απόσπασμα από την μαρτυρία του ομαδάρχη του ΕΛΑΣ Γιώργη Δαφέρμου, που αναφέρονται στο ίδιο ιστορικό γεγονός, τη μάχη της Παναγιάς Πεδιάδος, στην οποία συμμετείχαν και οι δυο, για διασταύρωση, σύγκριση ιστορική και συμπεράσματα.

Η Μάχη της Παναγιάς Πεδιάδος (4-7-1944)

«Ένα βράδυ, που είχαμε κατέβει στην Έμπαρο, που την είχαν εγκαταλείψει οι Γερμανοί και είχαν συγκεντρωθεί στο Καστέλλι, μας είχε ειδοποιήσει η Πολιτική Οργάνωση της Παναγιάς ότι ο πρόεδρος, που ήταν γερμανόφιλος, τους φιλοξενούσε ταχτικά στο σπίτι. Και τώρα, λέει, ακόμα, που καταρρέουν, τους φιλοξενεί κάθε βράδυ.

Εν τω μεταξύ, είχαν εμφανιστεί στο χωριό, την ημέρα αυτή, μερικοί αντάρτες, αφού δεν υπήρχαν Γερμανοί, αλλά από άλλη παράταξη, της ΕΟΚ. Τους ειδοποίησε, λοιπόν, ο πρόεδρος, να πάνε να τους φιλοξενήσει, αλλά με επιφύλαξη, διότι εμφανίζονται στο χωριό ΕΛΑΣίτες αντάρτες.

Επήγαν οι Γερμανοί και, επειδής τους είχε πληροφορήσει ο πρόεδρος ότι είχαν εμφανιστεί αντάρτες, ήταν εξοπλισμένοι σαν αστακοί. Χωρίς να ξέρομε εμείς τις συνέπειες, αφού μας είπαν ότι πάνε κάθε βράδυ μία διμοιρία με τα ατομικά τους όπλα. Επήγαν λοιπόν, μια ομάδα δώδεκα άτομα με τα όπλα και μερικές σφαίρες στις τσέπες και ένα οπλοπολυβόλο με τέσσερις δεσμίδες, εξακόσες σφαίρες, από εκατόν πενήντα η κάθε δεσμίδα. Χωρίς, όμως, να το ξέρομε ότι είχαν ειδοποιηθεί οι Γερμανοί από τον πρόεδρο, με την εμφάνιση των ανταρτών, και ήταν πλήρες εξοπλισμένοι.

Επήγαμε, μόλις ενύχτωσε, στην Παναγιά και, αφού μας επληροφόρησε η Πολιτική Οργάνωση ότι δεν είχαν έρθει ακόμα, εδιαλέξαμε ένα μέρος του δρόμου έξω από το χωριό, ακροβολιστήκαμε και τους περιμέναμε. Θα ’ταν εννέα, εννέα και μισή η ώρα, που, για μια στιγμή, εμφανίζεται ένα αμάξι με τους Γερμανούς. Στα είκοσι μέτρα, περίπου, τους βάζομε και, ώσπου να κατέβουν από το αμάξι και να προφυλαχτούν, εσκοτώθηκαν τρεις και ετραυματίστηκαν τέσσερις.

Αυτοί, όμως, ήταν πάνω από είκοσι, όχι δέκα που μας είχαν πει. Η μάχη εβάστηξε περίπου μισή ώρα και άρχισαν να μας σώζονται οι σφαίρες. Όταν άκουσα εγώ να λένε ότι τους σώθηκαν οι σφαίρες, είχα εγώ ακόμα μια δέσμη των εκατόν πενήντα και τους φωνάζω να φύγουν γρήγορα σε όσων τελειώνουν οι σφαίρες. Όταν πια δεν άκουγα πυροβολισμούς από τη μεριά μας αλλά και από τους Γερμανούς αραιά, τους φωνάζω να τραβηχτούν γρήγορα πίσω και ’γω θα κρατήσω άμυνα λίγο ακόμα, όπως και έγινε.

Σιγά-σιγά ερίχναμε και, όταν πια ελιγόστευαν οι σφαίρες και οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί, σε κλάσμα δευτερολέπτου, παίρνομε με τον Απόστολο το πολυβόλο και μέσα στο σκοτάδι υποχωρήσαμε, χωρίς να ξεματώσει μύτη, που λέει ο λόγος. Δεν το ξέραμε, όμως, ότι τους είχε ειδοποιήσει ο πρόεδρος και ήταν γερά οπλισμένοι, ειδάλλως, θα πηγαίναμε καμιά πενηνταριά πλήρες εξοπλισμένοι με πολυβόλα και ταχυβόλα και δεν θα έμενε κανείς Γερμανός ζωντανός».

(Βαγγέλη Δοξαστάκη, αντάρτη του ΕΛΑΣ Χερσονήσου, «Πολεμούμε και Τραγουδούμε», σ. 149-150)

Να σημειώσουμε ότι ο ομαδάρχης του ΕΛΑΣ, Γιώργης Δαφέρμος, και καθοδηγητής του ΕΑΜ Χερσονήσου έχει αφηγηθεί στον γράφοντα και τη συνεργάτρια και φιλόλογο, Αθανασία Ψαρουλάκη, στη μαρτυρία του «Τα λημέρια του ΕΛΑΣ» (σ. 60-64), για τη Μάχη της Παναγιάς Πεδιάδος (4-7-1944), της οποίας υπήρξε επικεφαλής. Πρόκειται για την ίδια μάχη, στην οποία ο Β. Δοξαστάκης, συμμετείχε ως πολυβολητής, όπως αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα.

Συγκριτικά, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από μια εκτενέστερη περιγραφή της ίδιας μάχης της Παναγιάς, όπως την καταθέτει στη μαρτυρία του ο Γιώργης Δαφέρμος:

«(…) Οι Γερμανοί πλησιάσανε απόσταση τριάντα μέτρα από ’μας. Ένας, όμως, ήτανε μαζί μας, το καλύτερο παλικάρι της ομάδας, μπορώ να πω, με το ψευδώνυμο Πρίντσιπας, Χετζάκης το επίθετό-ν-του, Χετζάκης Γιώργης απ’ τον Ξενιάκο, άκουσε τους Γερμανούς, λέει: «ποιοι ’σαστε μωρέ;» Με το «ποιοι ’σαστε μωρέ», φωνάζει ο Πλαγιώτης: «Στα όπλα!» (…).

Εγώ κρατούσα όλες-όλες τριάντα πέντε σφαίρες και μια χειροβοβίδα μιλς, εγγλέζικη. Βέβαια, οι Γερμανοί, άμα τος αφαιρέσεις, παράδειγμα, τα μηχανοκίνητα είν’ ο πιο, ας τον-ε-χαραχτηρίσομε, γελοίος στρατός. Είναι δειλοί. Ενώ ήτανε γύρω στους εκατόν ογδόντα Γερμανοί κι ήμαστε ’μείς γύρω στους έντεκα ανθρώπους.

Άρχισε η μάχη. Δίπλα από μένα ήτανε ένας πυροβολητής που τον εσκότωσ’ ο Πλαγιώτης, διαφορετικά θα μ’ έπιανε ’μένα ζωντανό. Ναι, και οι άλλοι και ο Πρίντσιπας. Τραυματίζεται ο Πλαγιώτης κι ακούω ’γω τα όπλα και σωπαίνουνε. Η μάχη κράτησε, βέβαια, από τις εννέα μέχρι τις δυο μετά τα μεσάνυχτα. Από τις εννιά, νύχτα το βράδυ, όλμοι χαλούσανε την πλαγιά, έχουνε κυκλώσει, έχουνε κάνει κανονικά κύκλωμα στην περιοχή εκεί οι Γερμανοί, και ακούω ’γω τα όπλα και σιγούνε, δηλαδή κατά τη μία η ώρα περίπου.

Α, πιο μπροστά, βέβαια, η περίπτωση ήτανε ότι έπεσε ένας Γερμανός απάνω, πέσαν οι Γερμανοί πέντε-πέντε, πηγαίνανε μπουλούκι εκεί που ’χα ’γώ τη βούργια. Φωνάζανε, ξέρω ’γώ, πέταξα τη χειροβοβίδα και σκοτωθήκανε, πόσοι σκοτωθήκανε δεν ξέρω. Λέει το ανακοινωθέν το δικό-ν-τος: «Είκοσι νεκροί και σαράντα τραυματίες». Το γερμανικό ανακοινωθέν (…)».

Γιώργη Δαφέρμου, Τα λημέρια του ΕΛΑΣ (σ. 61-62).

Συγκρίνοντας, τώρα, τις δύο προφορικές μαρτυρίες, συναντούμε αρκετές ομοιότητες αλλά και αρκετές διαφορές, αντιστοίχως, για το ίδιο γεγονός, διαφοροποιήσεις που οφείλονται, κατά κύριο λόγο, από τη μια στην διαφορετική οπτική γωνία του κάθε αφηγητή και από την άλλη στον ρόλο που έχει μέσα στην ομάδα και τη θέση που βρίσκεται κατά τη διάρκεια της μάχης.

Μελετώντας, όμως, τις μαρτυρίες ο ερευνητής ή ο επιστήμονας ιστορικός μπορεί να καταλήξει σε συμπεράσματα σημαντικά, καθώς οι μαρτυρίες από τη μια λειτουργούν συμπληρωματικά η μια με την άλλη ως προς το γεγονός και από την άλλη, με τη διασταύρωσή τους, εντοπίζονται και επιβεβαιώνονται τα κοινά σημεία σε μια προσπάθεια πιο αντικειμενικής θεώρησης της ιστορικής αλήθειας.

Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας, συγγραφέας