Πριν λίγο καιρό δημοσιεύθηκε στα  ΜΜΕ μια περίεργη είδηση. Κάπου σε ένα χωριό της Κρήτης ένα “έξυπνο” ποντίκι είχε εκτελέσει ως νόστιμο φαγητό από την ξύλινη κρυψώνα μιας ηλικιωμένης κυρίας 30 χιλιάδες ευρώ.

Και τραγικό και κωμικό. Τι κάνει ο άγνωστος όταν το πρωτακούει; Γελάει ή λυπάται;

Ένα δεύτερο ελληνικό συμβάν θα σας θυμίσω. Κάπου στην Στερεά Ελλάδα στο διαμέρισμα ενός συνταξιούχου με τον τρόπο τους μπαίνουν οι κλέφτες και με κλέφτικη ευγένεια με μάσκες και με τα πιστόλια γεμάτα “παρακαλάνε”: “Τα λεφτά παππού”! Και η συνέχεια είναι γνωστή. Τρέχει ο καημένος ο γέρος σε μια τρύπα στο σπίτι και στα χέρια των κλεφτών είκοσι χιλιάδες ευρώ αλλάζουν αφεντικό.

Πολλά άλλα παρόμοια περιστατικά γεμίζουν τα δελτία ειδήσεων στη σύγχρονη τωρινή Ελλάδα.

Παντού υπάρχουν κρυμμένα χρήματα. Το νόμιμο χρήμα  πάει στην τράπεζα. Το μαύρο χρήμα πάει στην κρυψώνα. Κάτι ξέρει και ο κλέφτης. Πριν 3-4 δεκαετίες, αυτή η χώρα ήταν πολύ φτωχή σε τέτοια γεγονότα. Και η παντόφλα και το παπούτσι κοιμόντουσαν έξω από την εξώπορτα.

Τι κάνουν τόσα πολλά λεφτά στο σπίτι;

Γιατί έχουμε τις τράπεζες; Η λέξη τράπεζα πάει πακέτο με την λέξη χρήμα. Και η δημοτική μόρφωση το γνωρίζει αυτό.

Στις οργανωμένες κοινωνίες, οι τράπεζες είναι βασικό κομμάτι στο οικονομικό σύστημα της χώρας. Χωρίς την τραπεζική συμμετοχή τίποτα δεν κινείται στην οικονομία.

Πολλές τραπεζικές  πράξεις έχουν την καταγωγή τους σε πανάρχαιες εποχές. Οι πρώτες μορφές τραπεζικής εργασίας βρισκόταν στον ελληνικό πολιτισμό με τους “τραπεζίτες” και στην ρωμαϊκή με τους “αργεντάριους”. Εκείνοι δέχονταν καταθέσεις, έδιναν δάνεια και εκτελούσαν πληρωμές για λογαριασμό τρίτων με απλές εγγραφές.

Με την βιομηχανική επανάσταση η δράση των τραπεζών επεκτάθηκε από την χρηματοδότηση των εμπορικών επιχειρήσεων στις επενδύσεις.

Η τραπεζική πίστη έγινε πολύ γρήγορα ο μεγάλος ρυθμιστικός μοχλός στην οικονομία.

Το 1841 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ως τράπεζα εκδοτική, προεξοφλητική και κτηματική. Οι τωρινές τράπεζες είναι σύγχρονες, μοντέρνες. Κάθε σπίτι έχει σύνδεση με κάποια τράπεζα. Τότε γιατί ο άνθρωπος κρατάει τόσα πολλά λεφτά στο σπίτι;

Η πρώτη σκέψη πάει στην παρανομία.

Καταθέτοντας τόσα χρήματα στην τράπεζα τα έχεις παραδώσει στο κράτος. Μετρώντας τόσα χρήματα το κράτος θα σε ρωτήσει: “Που τα βρήκες τα λεφτά;” Μια απάντηση πρέπει να δίνει ο πολίτης πελάτης. Τι θα πει όμως;

Κάθε μέρα το ένσημο δηλώνει την παρουσία του ανθρώπου στην εργασία. Κάθε χρόνο στα επίσημα κρατικά στατιστικά μπαίνει η φορολογική δήλωση του εργαζομένου. Τα νούμερα αυτής της δήλωσης πρέπει να ταιριάζουν με τα λεφτά στο πορτοφόλι του. Αυτή είναι ταυτόχρονα η ακτινογραφία στο ετήσιο κέρδος του κάθε εργαζόμενου. Διαφορετικά πρέπει να απαντάει: “Που τα βρήκες αυτά τα λεφτά”;

Πολλοί άνθρωποι της τίμιας και νόμιμης εργασίας  ειδικά οι παλιές γενιές κρύβουν χρήματα στο σπίτι. Μια μαύρη, αδήλωτη εργασία, προσφέρει και μαύρο χρήμα, μαύρο κέρδος.

Σ’ αυτούς τους ανθρώπους αρέσει να το ‘χουν κοντά το χρήμα, να το βλέπουν συχνά και να το μετράνε φωναχτά. Έτσι νιώθουν ευχαριστημένοι, ικανοποιημένοι και δυναμικοί. Γι’ αυτούς η τράπεζα είναι κάτι καινούργιο, κάτι νέο.

Πρέπει να περάσουν δεκαετίες για να πειστεί σε κάτι καινούργιο ο χωριάτης. Μάλλον, το δικαιώνουν πολλά περιστατικά στις διεφθαρμένες  γειτονικές χώρες που έχουν κλαπεί ολόκληρες καταθέσεις ανθρώπων.

Το κράτος ψάχνει κάθε μέρα μια καλή εξυπηρέτηση για τους πολίτες μέσω της τράπεζας. Όμως στις σχέσεις πολίτης-τράπεζα δεν μπορεί να υπάρχουν διαταγές. Τα νέα πράγματα μπαίνουν σιγά-σιγά στην ανθρώπινη καθημερινότητα.

Και που τα κρύβει τα λεφτά ο παππούς και η γιαγιά; Παραδοσιακές ιστορίες μιλάνε για στρώματα γεμάτα χρήματα. Αλλού τα λεφτά έμπαιναν  σε κάποια κρυψώνα στον τοίχο.

Ο άνθρωπος  νιώθει περήφανος να νικάει το κράτος και στα παράνομα θέματα. Αυτή η κατάσταση θα συνεχίσει να υπάρχει και άλλες δεκαετίες.

Όμως σας συμβουλεύω κάτι παππού και γιαγιά: Είναι εργατικά πλάσματα και τα ποντίκια.