Το παρακάτω απόσπασμα αναφέρεται στην φυγή της οικογένειας Μπρίμη το 1922 κατά την Μικρασιατική καταστροφή μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο. Πιο συγκεκριμένα, σε διηγήσεις της γιαγιάς μου Μαργίς.

«- Ο παππούς σου καλέ γιέ μου νημερωμένος πιότερο ήντουνε και με λεε: Μαργί, να φύουμε , να φύουμε, να τοιμαστείς να κάνω χαμπέρι σε καένα εδικό μας και να φύουμε γλήορα για νησιά, για Σαλονίκη, για Περαία.

– Πού να φύουμε καλέ; Πού θε να πααίνουμε; Πού να αφήκουμε το σπιτικό μας; Τα χαΐρια μας, τα παιδιά τι θα γένουν; Είμαι και γκαστρωμένη; Δε γλέπεις την κοιλιά μου; Στο δρόμο θα το εκάνω; Έμεινα ποσβολωμένη. Ηπήρα  να κλαίω. Εδώ είναι ο τόπος μας, η πατρίδα μας, οι γονοί μας, οι προγόνοι μας, οι τάφοι τους, τα κόκαλά τους, πού θε να τα αφήκουμε;

– Το εσκέφθη και το ξαναεσκέφθη και σαν επληροφορηθήκαμε τα καμώματα εκείνου του ανισόρροπου , του σιφοριασμένου Στεργιάδη που από τη μιάνε έλεε πως δεν χρειάζεται πανικός και δεν εκυντινεύει μήτε η Σμύρνη μήτε τα Παράλια και από την άλληνε έστειλε ανακόινωση μυστικιά στις δημόσιες πηρεσίες να φύουνε οι δημόσιοι υπάλληλοι. Να πάμε εμείς σαν τα πρόβατα τσι λαμπρής και ευτοί να σώσουνε τσι κώλοι τους. Ήρκε ο κόμπος στο χτένι γιέ μου.

Τοιμαστήκαμε, κατέβασα απ΄το κονοστάσι την εικόνα τσι Παναΐας και τη φωτογραφία του Βενιζέλου ήψα το καντηλάκι για τσ’ άλλοι τσ’αγίοι, κλειδώσαμε το σπίτι και απού φύει-φύει.

Εγώ με δύο μωρά στην αγκαλιά, τον πατέρα σου, τον άμοιρο τον Αντώνη μου κι ήμανα και γκαστρωμένη, άλλα τρία κλουθάανε και ο παππούς σου φορτωμένος με τσι μπόγοι.  Σαν ξεμακρύναμε ολίο και στραφήκαμε να αποχαιρετίσουμε το σπιτικό μας είδιαμε την Ελληνικιά τη σημαία που κυμάτιζε αψηλά στο απάνω πάτωμα και πααίνει ο παππούς σου να τηνέ εξεκρεμάσει να μην την αφήκουμε να τηνέ λερώσουν τα σκυλιά.

Μπρίμης
Να, κειδανά στο κονοστάσι την έχω με την Παναϊά μας, πενήντα χρόνοι πααίνουν τώρα. Αχ καλέ γιέ μου, ήρκε πάλι στο μυαλό μου ο Αντώνης μου….Μωρό το σήκωνα να το φέρω απ’ την πατρίδα τοτενές, τόκανα 27 χρονώ παλικάρι και ζήλευγες τσ’ ομορφάδες του και τσι λεβεντιές του. Και να, εδωνάκι στο γλυτσόκαμπο   τρυάαμε πάλε σαν ήρκε το μαντάτο ‘ΕΦΟΝΕΥΘΗ ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΕΙΣ ΚΑΪΜΑΚ-ΤΣΑΛΑΝ’ λέει, στον εμφύλιο πόλεμο (άλλοι τον είπαν συμμοριτοπόλεμο).

Το πήσιμο ειδοποιητήριο έγραφε «επέδειξε απαράμιλλο θάρρος, ανδρεία, τόλμη και γενναιότητα». Τι ειρωνεία; Λες και την μάνα σε ένα αδερφοκτόνο πόλεμο την ενδιαφέρουν ευτά γιέ μου; Ναι γιέ μου, δεν μας έφταναν τόσοι πόλεμοι, τόσοι διωγμοί, πέντε-έξι μικρές πατρίδες στην ίδια πατρίδα αλλάξαμε, κακουχίες, κατοχές…θέλαμε και τον εμφύλιο, μας έλειπε το κερασάκι.»

Τι ειρωνεία μαθές; Τα πιο συναρπαστικά, τα πιο θλιβερά και επώδυνα γεγονότα στο διάβα της ζωής αυτών των ανθρώπων συνέβησαν Αύγουστο μήνα. Και όμως, ευλογημένο τόνε θέλει η γιαγιά, με τις ομορφάδες του, τα πλούτη και τα ελέη του. Πλημμύριζαν από αισιοδοξία και από αγάπη για τη ζωή αυτοί οι άνθρωποι.

Όσο πόνο και αν είχαν, όσες στεναχώριες και ταλαιπώριες πέρασαν, όση πίκρα και αν τους βγήκε στα χείλη, δεν αφέθηκαν να τους φέρει κάτω, δεν επέτρεψαν στη μιζέρια, στη φτώχεια και στην κακομοιριά να πάρει κάτι από την αρχοντιά τους. Πάντα προσεκτικοί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους απέφευγαν την διήγηση ιστοριών της ζωής και της πορείας των με λεπτομέρειες για να μην μένουν άσχημες εικόνες και παραστάσεις στην μνήμη των. Να μην δηλητηριάζονται οι επόμενες γενιές εξ’ απαλών ονύχων.

* Ο Γιάννης Μπρίμης είναι συνταξιούχος Αγροτικής Τράπεζας