Ένα  βράδυ, στο σπίτι, ο εγγονός μιλούσε με τη γιαγιά του, για την καθημερινότητα· τη ρωτούσε ποια ήταν η γνώμη της για ζητήματα, όπως οι επιθέσεις και οι πυροβολισμοί που συμβαίνουν συχνά στα σχολεία και ιδιαίτερα στην Αμερική, για το ρόλο που παίζουν οι υπολογιστές στη ζωή μας, για τον άνθρωπο που πήγε στο φεγγάρι και τόσα άλλα πράγματα, που βλέπουμε και ακούμε κάθε μέρα στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση.

Η γιαγιά του απάντησε: «Λοιπόν, άσε με να σκεφτώ για λίγο… εγώ γεννήθηκα πριν έρθει η τηλεόραση … οι αρρώστιες θέριζαν τις ζωές των ανθρώπων, αφού η πενικιλίνη δεν είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται … τα εμβόλια για την πολιομυελίτιδα, τη γρίπη και τις παιδικές αρρώστιες, δεν είχαν ακόμα διαδοθεί. Αν ήθελες ένα αντίγραφο από ένα κείμενο, έπρεπε να το γράψεις σε μια κόλλα χαρτί, από κάτω να βάλλεις ένα φύλλο καρμπόν και από κάτω την κόλλα για το αντίγραφο. Φωτοαντιγραφικά μηχανήματα δεν υπήρχαν.

Όποιος είχε προβλήματα όρασης φορούσε γυαλιά, αφού δεν υπήρχαν φακοί επαφής. Επίσης, δεν είχαμε σερβιέτες, ούτε χρησιμοποιούσαμε το χάπι…».

–«Τι είναι αυτά, γιαγιά;». –«Με συγχωρείς παιδί μου, παρασύρθηκα· αυτά τα χρησιμοποιούμε εμείς οι γυναίκες, από μια ηλικία και μετά… Ακόμα, δεν είχαμε πιστωτικές κάρτες… τα λέιζερ και τα lap-top, όπως και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, μας ήταν πράγματα άγνωστα. Ακόμα, δεν είχαμε ούτε στυλό διαρκείας, αλλά γράφαμε είτε με το μολύβι, είτε με πένα και μελάνι, όπως στην καλλιγραφία…

Τα καλσόν δεν είχαν ανακαλυφθεί, ούτε τα κλιματιστικά μηχανήματα, ούτε τα πλυντήρια πιάτων, ούτε τα στεγνωτήρια ρούχων, αλλά κρεμούσαμε τα ρούχα μας στον καθαρό αέρα. Πριν έρθει στην κουζίνα μας το ψυγείο, είχαμε την παγωνιέρα και κάθε μέρα, πρωί – πρωί, μας χτυπούσε την πόρτα ο άνθρωπος που μας άφηνε στο κατώφλι (delivery), ένα τέταρτο της κολώνας, πάγο! Την ίδια εποχή με το ψυγείο, μπήκε στην κουζίνα μας και η ηλεκτρική κουζίνα, για να βάλλουμε στα αζήτητα τη μέχρι τότε πολύτιμη γκαζιέρα…

Όταν κάναμε ταξίδι με το αεροπλάνο, αφήναμε στον υπάλληλο τη βαλίτσα μας, δίναμε το εισιτήριό μας και περπατούσαμε ως το αεροπλάνο, χωρίς ψαξίματα αναμονές και διατυπώσεις.

Ο παππούς σου, πρώτα με παντρεύτηκε, μετά ανοίξαμε σπιτικό και μετά από σχεδόν ένα χρόνο γέννησα τη μητέρα σου και όχι αντίστροφα, όπως πολύ συχνά γίνεται σήμερα! Βλέπεις, τότε, κάθε οικογένεια έπρεπε να έχει ένα πατέρα και μια μητέρα…Μέχρι που έφτασα στα 25, μιλούσα σε όλους τους μεγαλύτερούς μου, με το «Κύριε..» ή «Κυρία…» και μάλιστα στον πληθυντικό αριθμό· επίσης, μιλούσαμε με σεβασμό στα όργανα της τάξης, χωροφύλακες και αστυνόμους, στους υπαλλήλους στα καταστήματα και στις δημόσιες υπηρεσίες…

Ζήσαμε σε μια εποχή που δεν ήταν θέμα τα δικαιώματα των γκέι, ούτε κλείναμε ραντεβού μέσω του κομπιούτερ, αφού ούτε αυτό, ούτε και το διαδίκτυο υπήρχαν. Ακόμα δεν υπήρχαν οι παράλληλες καριέρες, όπως τώρα έχει άλλη ο μπαμπάς σου και η μητέρα σου έχει τη δική της, με όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγονται. Αν είχαμε μικρό παιδί, μέναμε σπίτι, το ανατρέφαμε και το φροντίζαμε, αφού δεν υπήρχαν παιδικοί σταθμοί. Ούτε και είχαμε στη μόδα να τρέχουμε με το παραμικρό στον ψυχολόγο, για ατομική ή ομαδική θεραπεία…

Τις Κυριακές πηγαίναμε, οικογενειακώς, στην εκκλησία και ζούσαμε τη ζωή μας με οδηγό μας τις Δέκα Εντολές, την ορθή κρίση και την κοινή λογική. Από το σπίτι και το σχολείο μαθαίναμε τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και στο κακό και να είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας. Το να υπηρετούμε την πατρίδα μας, ήταν προνόμιο κι ακόμα μεγαλύτερο ήταν το να μπορείς να ζεις στη χώρα αυτή…

Είχαμε την εντύπωση ότι το «φαστ-φουντ» ήταν αυτό που τρώει κανείς τη σαρακοστή, όταν νηστεύει… Το να έλεγες ότι είχες μια καλή σχέση, σήμαινε ότι τα πήγαινες καλά μα τα ξαδέλφια σου…

Φυσικά και περάσαμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας χωρίς κινητό, που έτσι είχαμε περισσότερο χρόνο να αναπτύξουμε τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Όταν θέλαμε να συναντήσουμε κάποια φίλη μας, είτε την καλούσαμε στο σταθερό (αν είχε) ή περνούσαμε από το σπίτι της ή από το στέκι που ξέραμε ότι σύχναζε»…

-«Αλήθεια, γιαγιά; … και πώς ζούσατε χωρίς sms, χωρίς instagram … πώς περνούσατε την ώρα σας χωρίς facebook;».

-«Κι όμως … την ίδια ερώτηση θα σου κάνει το εγγονάκι σου, όταν θα έρθεις στην ηλικία μου! … Φαντάσου ότι δεν είχαμε ποτέ μας ακούσει για ραδιόφωνα FM, για CD players, για πληκτρολόγια και δεν είχαμε αγόρια να φοράνε σκουλαρίκια ή νέους και νέες γεμάτους με τατουάζ. Μπορεί να είχαμε νεανικά μουσικά συγκροτήματα, που παίζανε μουσική … μουσική που οι γονείς μας τη θεωρούσαν ακατανόητη και ανατρεπτική, όμως δεν είχαν αυτό το οργισμένο ύφος, τα βαψίματα και την αμφίεση που έχουν οι σημερινές μπάντες.

Οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο φορώντας μαθητικό καπέλο, που έπρεπε να το φέρουν συνεχώς σε όλες τις εξωσχολικές εξόδους τους, ενώ οι μαθήτριες πήγαιναν στο σχολείο φορώντας την μπλε μαθητική τους ποδιά… Ζούσαμε σε μιαν εποχή που οτιδήποτε έγραφε «Made in Japan», ήταν για τα σκουπίδια…

Δεν είχαμε ακούσει για Pizza Hut, για McDonald’s ή Starbucks, κι όμως δεν μας έλειπε τίποτα. Όλα αυτά τα κατεψυγμένα τρόφιμα, που έχουμε σήμερα στα ψυγεία μας, δεν υπήρχαν. Ούτε πίτσες, ούτε γαριδάκια, ούτε τσιπς… κι όσο από αναψυκτικά, είχαμε μία γκαζόζα, μια πορτοκαλάδα και μια λεμονάδα!

Στις μέρες μου, το «χόρτο» ήταν κάτι που χρειαζόταν κούρεμα, η «κόκα» ήτανε το ποτό τύπου κόλα, η «γλάστρα» ήταν δοχείο που φυτεύαμε λουλούδια κι όχι κορίτσι, για να στολίζει την τηλεοπτική εικόνα. Το hardware ήταν είδος που το αγοράζαμε από το κατάστημα σιδηρικών και το software ήταν μια ανύπαρκτη λέξη.

Το ίδιο άγνωστες λέξεις ήταν και η «περιαγωγή», ο «πάροχος», η «φραγή», όταν μιλάμε για κινητά … Και, τέλος, ίσως να ήμασταν η τελευταία γενιά, που πραγματικά πίστευε πως μια καθώς πρέπει γυναίκα χρειαζόταν σύζυγο για να έχει ένα παιδί… Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που λένε για μας ότι είμαστε γέροι και ξεμωραμένοι και ότι υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα γενεών… Λοιπόν, πότε λες να γεννήθηκα; … Καλά, μην το ψάχνεις. Γεννήθηκα μια ανοιξιάτικη μέρα του 1952…».

[email protected]