Η πεισματική άρνηση του φθινοπώρου να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των Ελλήνων για ακόμη μια χρονιά, παρατείνει την ελπιδοφόρα αναμονή τους να «κατεβάσουν» τα χειμωνιάτικα ρούχα από τις ντουλάπες τους και να ξεφορτωθούν επιτέλους τα καλοκαιρινά τους.

Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι άνθρωποι, λίγο άτυχοι, λίγο ταλαιπωρημένοι και ενίοτε ξεχασμένοι από την πολυπολιτισμική πλέον κοινωνία μας, που επευφημούν με το τροπικό αυτό κλίμα με το οποίο η ίδια, τείνει πλέον να μάθει να ζει.

Μπορεί η επαιτεία στα φανάρια να είναι μια κατάσταση που λάμπει δια της απουσίας της από τις ζωές μας, όμως αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απάθεια, η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε εμπάθεια, απέναντι σε κάποιον που κλυδωνίζεται καθημερινά από τις δυσκολίες της ζωής. Όσο περίμενα το χαμηλότερο από τα τρία φανάρια της στήλης να ανάψει, ένας μελαμψός κύριος, φρόντιζε αυτοβούλως το μπροστινό τζάμι του αμαξιού μου με ιδιαίτερη επιμέλεια.

Παρότι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Άντε μετά να κάνεις μάθημα με τόσες σκέψεις! Πόσο απέχει άραγε η ευγένεια από την αγένεια; Αρκεί η ετυμολογία της λέξης για να χαρακτηρίσει κάποιον ως ευγενή; Και αν όχι, ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που μάς καθιστούν λιγότερο ή περισσότερο ευγενείς;

Οι περισσότεροι άνθρωποι, εξ απαλών ονύχων γαλουχούνται με ποικίλες αξίες και ηθικές αρχές, εκ των οποίων σημαντικότερη – οφείλει να – είναι η ευγένεια. Βαθιά μέσα της κρύβει πολλά στοιχεία, τα οποία ντύνουν το χαρακτήρα ενός ανθρώπου με το μανδύα πολλών άλλων αξιών, κάνοντάς τον τελικά καλύτερο.

Πολλοί συγχέουν την ευγένεια, με την σωστή συμπεριφορά απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στα ζώα, ακόμη και σε άψυχα αντικείμενα, όπως για παράδειγμα ο κάδος απορριμμάτων της γειτονιάς μας, που όταν είναι γεμάτος, ελάχιστες είναι οι φορές που θα δαπανήσουμε λίγη ενέργεια παραπάνω, ώστε να πετάξουμε τα σκουπίδια μας κάπου αλλού, αποτρέποντας τις άσχημες μυρωδιές να χαϊδέψουν τη μύτη των γειτόνων μας.

Όλα τα παραπάνω – θα έπρεπε να – αποτελούν τις στοιχειωδώς νοούμενες ανθρώπινες συμπεριφορές και σίγουρα δε χρήζουν εκθειασμού. Θα μπορούσε κάποιος να τις χαρακτηρίσει ως φυσιολογικές, όποιος κι αν είναι ο ορισμός που δίνει στη φυσιολογικότητα. Σε καμία περίπτωση όμως, η μη τήρηση αυτών δε θα πρέπει να θεωρείται φυσιολογική.

Οι καλοί τρόποι απέναντι σε όλους, οι υπερβολικά διακριτικές συμπεριφορές, δεν θα έπρεπε να εντάσσονται στα πλαίσια της ευγένειας. Δεν είμαστε απαραίτητα ευγενείς όταν μιλάμε με όμορφο τρόπο στο συνομιλητή μας. Ελάχιστοι είναι άλλωστε εκείνοι που θα μιλήσουν άσχημα στον προϊστάμενο, ή σε κάποιον εν δυνάμει πελάτη τους.

Δεν είναι όμως μόνο η έννοια της ευγένειας αυτή που ερμηνεύεται λάθος, αλλά και αυτή της αγένειας. Ο κάθε άνθρωπος έχει έναν δικό του τρόπο σκέψης και κατά συνέπεια φιλτράρει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τις καταστάσεις που βιώνει καθημερινά. Η έκφραση της δυσαρέσκειάς μας για κάτι που δεν μάς αρέσει, σε καμία περίπτωση δεν είναι αγένεια. Δεν είναι αγένεια να πω όχι σε κάτι που δεν θέλω.

Η ευγένεια είναι μια αρετή που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί μετρήσιμο μέγεθος, πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς την υποκειμενικότητα που έχει για τον καθένα. Αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε, είναι αν πράγματι είμαστε ευγενικοί και αν είμαστε, πόσο είμαστε; Λέμε ότι η κοινωνία μας εξελίσσεται και οι πάλαι ποτέ αντιρρήσεις μας σε καθετί διαφορετικό, πλέον έχουν αντικατασταθεί με μια νέα, πιο φιλόξενη αντιμετώπιση.

Κατά βάθος όμως, δεν αποδεχόμαστε ποτέ το διαφορετικό. Γινόμαστε ανεκτικοί σε αυτό, συνηθίζουμε να ζούμε με αυτό, όμως κάποια στιγμή κάνουμε πίσω. Βλέπουμε το διαφορετικό με συμπάθεια, και όχι ως ισότιμο στοιχείο της κοινωνίας μας, διότι αν το δούμε έτσι, ίσως κάποια στιγμή να πάρει τη θέση μας και αυτό μάς φοβίζει. Θα μιλήσουμε σε έναν άγνωστο – όμοιο με εμάς παρόλα αυτά – άνθρωπο και θα του μιλήσουμε στον πληθυντικό, όμως δε θα κάνουμε εύκολα το ίδιο με κάποιον ξένο προς εμάς. Μιλάμε στον ενικό και ενίοτε με θράσος στο σερβιτόρο που μάς σερβίρει, ενώ δυο λεπτά μετά θα μιλήσουμε στον πληθυντικό στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού ο οποίος ενδεχομένως να έρθει να μάς γνωρίσει.

Τις περισσότερες ώρες της ημέρας, οι άνθρωποι υποδυόμαστε ρόλους. Από τη στιγμή που θα κλείσει πίσω μας η πόρτα του σπιτιού μας, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά μας παύουν να αποτελούν πλέον νόρμες. Ανεπαίσθητα, μετατρέπονται σε πολυσχιδείς μεταβλητές που προσαρμόζουν την τιμή τους ανάλογα με αυτόν που έχουμε κάθε φορά απέναντί μας. Φεύγουμε το πρωί από το σπίτι και συνομιλούμε λίγο με τον ομοϊδεάτη γείτονα, πάμε στο περίπτερο, συνομιλούμε μετά με τον γείτονα που δε συμπαθούμε και τόσο, συναντάμε κάποιον που θέλει να μάς καθαρίσει τα τζάμια στα φανάρια, πάμε για καφέ με τον κολλητό ή την κολλητή μας, παραγγέλνουμε στο σερβιτόρο, πάμε στη δουλειά μας, μιλάμε με προϊστάμενους και υφιστάμενούς μας, μιλάμε με την υπηρεσία καθαρισμού, με τους πελάτες μας, με αυτούς που τους οφείλουμε ή μάς οφείλουν χρήματα και στο τέλος, επιστρέφουμε σπίτι και μιλάμε με τους οικείους μας.

Το βράδυ, ξαπλώνουμε και οι τελευταίες σκέψεις πριν πέσουμε για ύπνο, συνήθως αφορούν αποκλειστικά και μόνο εμάς. Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ, σε ποιες από τις παραπάνω στιγμές ήμασταν πραγματικά ο εαυτός μας; Σε πόσους από αυτούς που συναναστραφήκαμε σε μια μέρα, η ευγένεια που δείξαμε ήταν ανόθευτη;

Στη δική μου – φτωχή ίσως – νοημοσύνη, η ευγένεια και ο πολιτισμός σου δεν μπορεί να μετρηθεί ούτε από τον τρόπο που ντύνεσαι, ούτε από τις συμπεριφορές σου απέναντι στους συνανθρώπους σου. Μπορεί να μετρηθεί από τον τρόπο που μιλάς στα παιδιά των φαναριών.

* Ο Κωνσταντίνος Γ. Φεργαδάκης είναι Μαθηματικός | MSc Business Mathematics εκπαιδευτικός, στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο «Το Παγκρήτιον» και στον εκπαιδευτικό οργανισμό «Ορίζοντες»