Όλοι οι άνθρωποι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, δικαιούνται να ελπίζουν ότι θα γίνουν μέτοχοι της Βασιλείας των Ουρανών. Οι δίκαιοι διότι εδώ στη γη έζησαν με πίστη το θέλημα του Θεού και οι αμαρτωλοί διότι αναγνώρισαν την αμαρτωλότητά τους, εάν βέβαια την αναγνώρισαν, στη συνέχεια εξομολογήθηκαν με ταπείνωση και τέλος κοινώνησαν (Σώμα και Αίμα Χριστού).
Τέτοια παραδείγματα έχουμε πολλά. Δηλαδή μετανοημένους αμαρτωλούς, που όχι μόνο σώθηκαν, αλλά ανακηρύχθηκαν και μεγάλοι Αγιοι της Εκκλησίας μας. Σε όλους μας είναι γνωστή η μετάνοια του ληστή (Λουκ. κγ’ 42). Μόνο οι υπερήφανοι και αμετανόητοι, σύμφωνα με την ομολογία των Πατέρων και οι αιρετικοί οι οποίοι πρόδωσαν την πίστη του Χριστού μας την αγία, αυτοί δεν σώζονται όπως δεν σώθηκε και ο Ιούδας. (Ματθ. κζ’ 3-6).
Και τούτο διότι “ο Θεός υπερήφανοις αντιστέκεται, ταπεινοίς δε δίδωσιν χάριν” (Ιακ. δ’ 6). Ο πιστός άνθρωπος πρέπει να μένει σταθερός στην πίστη του και δεν θα πρέπει να ξεχνά ποτέ πως, ό,τι κι αν έχει, είναι του Θεού. Τίποτα δεν είναι δικό του. “Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον, άνωθεν έστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων…” (Ιακ. α’ 16-17). Το ίδιο πράγμα μας λέει και ο Απ. Παύλος. “Τι έχεις ο ουκ έλαβες, ει δε και έλαβες τι καυχάσαι ως μη λαβών” (Α’ Κορ. δ’ 7). Και γεννάται εύλογα το ερώτημα: Εϊναι δυνατό ένας λογικός και τίμιος ταμίας να καυχάται για τα χρήματα της τράπεζας που διαχείριζεται;
Απεναντίας, κατέχεται από ένα φόβο, μήπως κάτι συμβεί και τα χάσει. Ο πιστός ζει με την βεβαιότητα ότι όλα αυτά τα προσόντα και τάλαντα που έχει, είναι δώρα του Θεού. Μόνο οι υπερήφανοι και ακάθαρτοι στην καρδιά, αυτά που έχουν τα οικειοποιούνται. Σ’ αυτό μας βεβαιώνει και πάλι ο λόγος του Θεού. “Ακάθαρτος παρ Θεώ πας υψηλοκάρδιος” (Παροιμ. is5).
Αυτός είναι και ο λόγος που “ο Κύριος υπερήφανοις αντιτάσσεται” (Παρομ. γ’ 34). Ολοι, λοιπόν, δικαιούνται να γίνουν μέτοχοι της Βασιλείας των Ουρανών. Οι πιστοί και δίκαιοι, όπως είπαμε, διότι έκαναν εδώ στη γη, το Άγιο θέλημα του Θεού. Οι δε άδικοι και αμαρτωλοί, διότι ανγνώρισαν την αμαρτωλότητά τους και μετανόησαν ειλικρινά. Ο άνθρωπος δίχως πίστη, μετάνοια και προσευχή, είναι πουλί δίχως φτερά.
Πως λοιπόν ένα πουλί δίχως φτερά, δηλαδή ένας άνθρωπος δίχως πίστη, μετάνοια και προσευχή, μπορεί να πετάξει ψηλά, για την κατάκτηση του Ουρανού; Μην αμφιβάλλουμε σ’ αυτά που λέμε. ΟΧ ριστός, αγαπούσε και αγαπά τον αμαρτωλό, μισούσε, μισεί όμως την αμαρτία.
Για τον αμαρτωλό ήρθε (Λουκ. ιε’ 32). Παράδειγμα ακόμα έχουμε την μοιχαλίδα γυναίκα (Ιωαν. ηξ’ 1-11). Μόνο οι υποκριτές Φαρισαίοι αγαπούσαν την αμαρτία και μιούσαν τον αμαρτωλό. (Ιωαν η’ 1-11). Αλλα έλεγαν με τα λόγια και άλλα έκαναν. Η κακία και η υποκρισία τους δεν είχε μέτρο. Γι αυτό άκουσαν από τον Κύριο αυτά τα “ουέ”…
Εμμαν. Λιοδάκη, ιεροκήρυκος