Η πορεία προς τον ουρανό, όπως πολλές φορές έχουμε τονίσει, είναι δύσκολη και ο δρόμος κακοτράχαλος. Ο εχθρός διάβολος, βάζει πολλές παγίδες. Θέλει με κάθε τρόπο να μας κλείσει το δρόμο για τον ουρανό. Γι’ αυτό προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τα πάθη και τις αδυναμίες μας.
Ξέρει ότι ο άνθρωπος εύκολα δελεάζεται. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ποτέ ότι μέσα μας υπάρχει ένας προδότης είναι ο παλαιός άνθρωπος, είναι η σάρκα, είναι το σαρκικό φρόνημα. Αυτή τη σάρκα, εκμεταλλεύεται ο διάβολος. Η σάρκα χωρίς Χριστό, χωρίς Μυστηριακή ζωή δεν υποτάσσεται.
Σύμφωνα λοιπόν με τον λόγο του Θεού η σάρκα δεν μπορεί να μεταβληθεί. Αυτό το είπε ο Κύριος.
“Το γεγενημένο εκ της σαρκός, σαρξ εστί, και το γεγενημένο εκ του Πνεύματος, πνεύμα έστι” (Ιωαν. γ’ 6). Έτσι μεταξύ σαρκός και πνεύματος υπάρχει ένας συνεχής πόλεμος. Αυτό είναι πολύ φυσικό. Μέσα στην καρδιά του πιστού δια του βαπτίσματος υπάρχει το Πνεύμα το Άγιο.
Όταν ο ιερέας μας βαπτίζει, μας λέει: “… έλαβες Πνεύμα Άγιο”. “Η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, ο δε πνεύμα κατά της σαρκός” (Γαλ. ε’ 17). Η σάρκα με τις επιθυμίες της κάνει την εμφάνιση της στη ζωή μας με πολλούς τρόπους.
Παρουσιάζεται με τον εγωισμό, με την υπερηφάνεια, με την πλεονεξία, με τον θυμό, με την οργή, με την λαιμαργία, με τον φθόνο, με το μίσος, την έχθρα, την ακαθαρσία, την οκνηρία. Ολ’ αυτά μπορεί να τα ανακαλύψει και να τα πολεμήσει, μόνο εκείνος που ζει και βιώνει τη ζωή της Εκκλησίας.
Το κεφάλι όλων αυτών των παθών είναι ο εγωισμός. Αν ο άνθρωπος καταφέρει να γνωρίσει τον εαυτό του, τότε η σωτηρία είναι πιο εύκολη. Αυτό το είχαν διακηρύξει και οι αρχαίοι πρόγονοί μας με το “Γνώθι σ’ αυτόν”. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος έχει καταφέρει να ερευνήσει μεγάλο μέρος του ουρανού, της γης, ακόμα και της θάλασσας.
Δεν κατάφερε όμως να γνωρίσει και να ερευνήσει τον εαυτό του και δυστυχώς συνεχίζει να παραμένει ένας κόσμος άγνωστος. Πρώτα λοιπόν θα γνωρίσουμε τον εαυτό μας και μετά θα επιδιώξουμε και τη γνωριμία του ουρανού, γης και θάλασσας. Ο Απόστολος Παύλος μας το λέει ξεκάθαρα: “Εαυτούς δοκιμάζετε”… (Β’ Κορ. ιγ’ 5).
Εμμανουήλ Λιοδάκη ιεροκήρυκος