Ας ξεκινήσουμε με μια απλή ιστορική μαρτυρία από το βιβλίο του Θοδωρή Καλλιφατίδη «Μητέρες και Γιοί». Αναφερόμενος σε κάποιο χειρόγραφο του πατέρα του, ο συγγραφέας, παρουσιάζοντάς το αποσπασματικά, σημειώνει: «Η Οινόη [του Πόντου] είχε τότε 9 χιλιάδες κατοίκους. Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους, Εβραίους και λίγους Ευρωπαίους.
Η ελληνική κοινότητα είχε 4 χιλιάδες χριστιανούς ορθόδοξους και διατηρούσε καλά σχολεία. Σ’ ένα απ’ αυτά ανέλαβα υπηρεσία. Ήμασταν οκτώ δάσκαλοι. Είχαμε διευθυντή κάποιον Παπαμάρκου. Αυτός καταγόταν από την Ελλάδα και ήταν απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
Ήμουνα πολύ ευχαριστημένος από άποψη αμοιβής και ανέσεων. Δυστυχώς στο τέλος της χρονιάς αναγκάστηκα να φύγω. Και ο λόγος; Είχε κηρυχθεί ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο πήρε μέρος και η Τουρκία με το μέρος του Άξονος και που κράτησε από το 1914 ως το 1918.
Όλος σχεδόν ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία, Ιαπωνία, Αμερική, Ελλάδα, Σερβία αποτελούσαν την Αντάντ, και Γερμανία, Τουρκία, Αυστρία και Βουλγαρία τον Άξονα. Έτσι οι Τούρκοι αγρίεψαν. Άρχισαν να μη βλέπουν με καλό μάτι την ανθηρότητα των ελληνοχριστιανικών κοινοτήτων.
Αραιά κρούσματα δολοφονιών Ελλήνων άρχισαν να σημειούνται. Απομάκρυνση του χριστιανικού στοιχείου προς το εσωτερικόν της Τουρκίας ψιθυριζόταν. Οι χριστιανοί άρχισαν να φοβούνται».
Είναι όμως γνωστά λίγο-πολύ αυτά που επακολούθησαν, παρόλο που τα συγκαλύπτει μία σκιά διπλωματίας και διαλλακτικής πολιτικής. Φαίνεται ότι η Ιστορία στις μέρες μας γράφεται, περνώντας ακριβώς μέσα από το φίλτρο της πολιτικής και της διπλωματίας.
Βρισκόμαστε όλοι μας πάνω σ’ έναν μικρό γαλαζωπό πλανήτη και προσπαθούμε απλώς να «τα βρούμε μεταξύ μας». Γιατί τέτοια φρενίτιδα με κάθε διαχωρισμό σε θρήσκευμα, φυλή, εθνικότητα και κάστα;
Το 2001, πάντως, η γαλλική εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισμα που αναγνώριζε τη γενοκτονία κατά των Αρμενίων, επιφέροντας διπλωματικές διαμαρτυρίες εκ μέρους της Τουρκίας. Αλλά ας δούμε πώς εισχώρησε στο λεξιλόγιό μας ο όρος αυτός:
Ο ελληνικός όρος γενοκτονία λοιπόν, είναι ταυτόσημος με τον διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο genocide που προέρχεται από την ελληνική λέξη γένος και το λατινικό ρήμα caedere (=φονεύω).
Τόσο ο ελληνικός όσο και ο διεθνής όρος δημιουργήθηκαν επίσημα (όροι του Διεθνούς Δικαίου πλέον, κατόπιν διεξαγωγής Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ) μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με αυτόν τον όρο αποδίδεται κυριολεκτικά η από τους αρχαιότατους χρόνους υφιστάμενη έννοια και ακριβέστερα ένα από τα αρχαιότερα μαζικά εγκλήματα που αποβλέπουν στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή κάποιου μέρους της σε ορισμένο τόπο.
Τον όρο διετύπωσε πρώτος ο Αμερικανός καθηγητής Λέμκιν, το 1945, λίγο πριν από τη Δίκη της Νυρεμβέργης κατά των πρωταιτίων της εξολόθρευσης των Εβραίων από το καθεστώς των ναζί.
Η φρίκη και ο αποτροπιασμός που προκάλεσε σε όλο τον κόσμο η συστηματικά οργανωμένη από τους ναζί προσπάθεια βιολογικής εξόντωσης της εβραϊκής φυλής, πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και κατά τη διάρκειά του, ώθησε τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να χαρακτηρίσει επίσημα τη γενοκτονία ως έγκλημα που τιμωρείται με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Αλλά και πριν τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, υπήρχε ένα κλίμα υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην κοινή γνώμη της Δύσης διασπείρονταν μια αποστροφή για το μαζικό έγκλημα, καθώς και για την καταπίεση γενικότερα.
Όμως, η περίφημη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αποτελεί ακόμη και σήμερα αντικείμενο ιστορικών και πολιτικών διαξιφισμών: Γράφονται πάρα πολλά κείμενα και δημοσιεύονται πολλές απαντήσεις. Η Ιστορία όμως αποδεικνύεται πάντοτε τουλάχιστον ατίθαση.
Και το νόημά της, σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό Έντουαρντ Καρ, καθώς και άλλων διανοητών, δεν φαίνεται να είναι άλλο από τη θέσπιση του προτάγματος μιας «ουτοπικής» αλλαγής: την εξάλειψη της αναλγησίας από την ανθρώπινη καρδιά.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια ριζική διάκριση ανάμεσα στο ψηλό και στο χαμηλό, κι αυτό τελικά -εφόσον επιτευχθεί- θα ενισχύσει τόσο τη σκέψη όσο και την συναισθηματική ευφυΐα, καθώς και την κρίση των ανθρώπων. Κι από την άλλη, είναι γνωστή η ρήση του Χέγκελ: «Ένα πράγμα μαθαίνουμε από την Ιστορία: ότι δεν μαθαίνουμε τίποτε από την Ιστορία».
Σημείωση:
Τον Φεβρουάριο του 1994, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923. Η αναγνώριση αυτή, παρ’ όλη την εβδομηκονταετή καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τον ποντιακό ελληνισμό και συνέδεσε τον σύγχρονο ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη.
*Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας