Η πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού ότι «εάν κάποιος αρνείται επί της αρχής να αξιολογηθεί, δεν πρέπει να έχει θέση στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης», δεν αποτελεί ρητορική υπερβολή, αλλά σημείο καμπής σε μια ευρύτερη αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στον Δημόσιο Τομέα. Η κλήση των εκπαιδευτικών που αντιστέκονται σε πειθαρχικά συμβούλια, με ανοικτή απειλή την απόλυσή τους, εντάσσεται σε μια ευρύτερη πολιτική που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μονιμότητα στο Δημόσιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά ανοίγει η «πόρτα της εκδίωξης» από το Δημόσιο, με «τεκμήριο», «διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις», στην προκείμενη περίπτωση, των διαδικασιών αξιολόγησης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μια περίοδο, όπου συζητιέται δημόσια ο εκφοβισμός (bullying) μεταξύ των μαθητών εντός του σχολείου, εκτός προσοχής έχει μείνει ο συστημικός εκφοβισμός που ασκείται σε βάρος των εκπαιδευτικών από την πολιτική ηγεσία της χώρας. Οι απειλές, οι πειθαρχικές διώξεις και η συνεχής πίεση που ασκείται στους εκπαιδευτικούς λειτουργεί ακριβώς ως «bullying» που ασκεί η πολιτική εξουσία, προσβάλλοντας το δημοκρατικό φρόνημα και την αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών.

Η στοχοποίηση των εκπαιδευτικών εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής «διαίρει και βασίλευε». Οι κυρίαρχες πολιτικές τις τελευταίες δεκαετίες ενισχύουν τον κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού, την εξατομίκευση, την αντιπαράθεση διαφορετικών ομάδων εργαζομένων, την απαξίωση και απονομιμοποίηση οποιασδήποτε μορφής συλλογικής διεκδίκησης. Στην ίδια κατεύθυνση, επιχειρείται να μετατοπιστεί στους εκπαιδευτικούς η ευθύνη για τις συνέπειες της συστηματικής υποχρηματοδότησης και της υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης. Επιχειρούν να στρέψουν τους εργαζομένους, ευρύτερα την κοινωνία, εναντίον των εκπαιδευτικών.

Στον πυρήνα της επιχειρούμενης αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και της νομιμοποίησης των εκδικητικών απολύσεων, βρίσκονται οι διαδικασίες αξιολόγησης. Ο ν. 4823/3-8-2021 εξήγγειλε την καθιέρωση υποχρεωτικής, διαρκούς και συστηματικής αξιολόγησης «για τη βελτίωση και την υλοποίηση ενός ποιοτικού και αποτελεσματικού εκπαιδευτικού έργου». Όμως, σε αντιδιαστολή με τα -απολογητικού τύπου- ιδεολογήματα, που παρουσιάζουν την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ως «ουδέτερο» και «αντικειμενικό» εργαλείο για την βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης, στην πράξη η αξιολόγηση λειτουργεί ως μηχανισμός επιτήρησης και γραφειοκρατικού ελέγχου της συμπεριφοράς των εκπαιδευτικών. Ο συστημικός εκφοβισμός των εκπαιδευτικών αποκρύπτεται πίσω από τη γλώσσα της «διασφάλισης ποιότητας» και της «διαρκούς αναβάθμισης».

Η αξιολόγηση λειτουργεί ως μηχανισμός επιτήρησης και γραφειοκρατικού ελέγχου, ο οποίος εισάγει μια αγοραία λογική εντός του δημόσιου σχολείου. Οι διαδικασίες αξιολόγησης οδηγούν στην υπαγωγή του σχολείου στο δόγμα της αποδοτικότητας, της υπολογισιμότητας, της προβλεψιμότητας και του ελέγχου.

Σύμφωνα με τον George Ritzer (2012), όλες οι προαναφερόμενες στιγμές χαρακτηρίζουν την «μακντοναλντοποίηση» της κοινωνίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, γίνεται σαφές ότι ζητείται από τους εκπαιδευτικούς να συμμορφωθούν στην «μακντοναλντοποίηση» της δημόσιας εκπαίδευσης. Η δημόσια εκπαίδευση μετασχηματίζεται σε αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών, όπου οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζονται ως φορείς «πακέτων δεξιοτήτων». Μέσω συνεχών αξιολογικών ελέγχων επιχειρείται η διαρκής μέτρηση και σύγκριση των επιδόσεών τους. Το εν λόγω «πακέτο δεξιοτήτων» «αποσυναρμολογείται» σε μετρήσιμα επιμέρους στοιχεία (επιδόσεις σε προκαθορισμένους δείκτες, κ.ά.), τα οποία συγκρίνονται μεταξύ συναδέλφων και σχολείων. Οι επιβαλλόμενες τυποποιημένες διαδικασίες αξιολόγησης λειτουργούν ως προκρούστεια κλίνη:

• αφαιρούν κάθε περιθώριο αυτονομίας και κριτικής σκέψης και προάγουν τον κομφορμισμό των εκπαιδευτικών·

• επιβάλλουν καθεστώς φόβου και πειθάρχησης, υπονομεύοντας την προοπτική επαγγελματικής (και προσωπικής) ανάπτυξης των εκπαιδευτικών·

• δηλητηριάζουν την παιδαγωγική σχέση μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών.

Η εμμονή στις υψηλές επιδόσεις και ευρύτερα η ρητορική της «αριστείας» ενισχύουν έναν παραλυτικό ανταγωνισμό -τόσο εντός του σχολείου, όσο και ανάμεσα σε σχολικές μονάδες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποδομούν την εκπαιδευτική κοινότητα και ενισχύουν ένα τοξικό ναρκισσισμό. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Mats Alvesson (2013), καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Lund, αυτός ο πανηγυρισμός των υψηλών επιδόσεων είναι ο «θρίαμβος της κενότητας».

Αναφορές
Alvesson, M. (2013). The Triumph of Emptiness. Consumption, Higher Education, and Work Organization. Oxford University Press.
Δαφέρμος, Μ. (2020, 21.08). Το «Πανεπιστήμιο-ΜακΝτόναλντς» και η παρακμή της ανώτατης εκπαίδευσης. EF SYN.
Ritzer, G. (2012). The McDonaldization of Society: 20th Anniversary Edition. SAGE.

Ο Μανώλης Δαφέρμος  είναι καθηγητής Επιστημολογίας της Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης