Eπί μία δεκαετία και πλέον ο εθνικός μας βίος μαστίζεται από διαρκή κρίση. Κρίση οικονομική, υγειονομική, εθνική, ηθική. Μάλιστα οι πρόσφατες εξελίξεις, κυρίως μετά τα γεγονότα στην Νέα Σμύρνη, δείχνουν την απειλή μιας διχαστικής κατάστασης που αποπνέει την καλλιέργεια μίσους και διχασμού. Ωστόσο όλα αυτά θα πρέπει να θεωρούνται αναμενόμενα, αφού ο τρόπος που εφαρμόζεται στην πράξη η πολιτική της χώρας, δημιουργεί συνθήκες θερμοκηπίου για την καλλιέργεια τέτοιων φαινομένων. Θεωρώ ότι μια απλή ανατομία που τρόπου αυτού ερμηνεύει εύκολα την όλη εικόνα.
Θα ξεκινήσω από απλές παρατηρήσεις της καθημερινής πολιτικής πράξης, αρχίζοντας από τα πιο πρόσφατα: Η Ελληνίδα Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου προέβη πρόσφατα στη συγκλονιστική ομολογία του βιασμού της, από ιθύνοντα της Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, στο ξεκίνημα της αθλητικής της σταδιοδρομίας. Και η δημόσια ομολογία της αποτέλεσε τη θρυαλλίδα που πυροδότησε σωρεία σεξουαλικών βιασμών και κακοποιήσεων, όχι μόνο γυναικών αλλά παιδιών και εφήβων· ήρθαν στην επιφάνεια παιδοφιλία, βιασμοί βάναυσοι, κακουργήματα, δράματα.
Και αντί οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να ανησυχήσουν και να ενσκήψουν ευθύς αμέσως με σεβασμό και σοβαρότητα στο πρόβλημα, αντί να αναζητήσουν τα νομικά κενά, να θεσπίσουν νέους νομικούς κώδικες και ό,τι άλλο ήθελε παραστεί ανάγκη, το καθιστούν αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιδίδονται σε μια μακρόσυρτη διελκυστίνδα αμοιβαίων κατηγοριών και επικρίσεων και μέσα από μια ατελείωτη διαμάχη για το ποιος είχε φίλο τον Λιγνάδη και άλλα παρόμοια, απομακρύνουν τη συζήτηση από την ουσία του φαινομένου εκπέμποντας μια απέραντη «κατινιά», απαράδεκτη. Δεν λέω, μπορεί στο τέλος να ληφθούν κάποια μέτρα, αλλά όταν πλέον το θέμα θα έχει χάσει την κοινωνική δυναμική και έχει υποβαθμισθεί η ουσιαστική του διάσταση.
Το ίδιο συνέβη και με την έκρηξη της οικονομικής κρίσης, που δυστυχώς εξακολουθεί να μαστίζει τη χώρα. Αντί οι πολιτικές δυνάμεις, οι διανοούμενοι και οι τεχνοκράτες να καθίσουν όλοι μαζί και να αναζητήσουν τις πιο ευνοϊκές λύσεις και αντί όλες οι δυνάμεις του Έθνους να εμφανιστούν ενωμένες και να διαπραγματευθούν από κοινού με τους δανειστές και την Μέρκελ, ώστε να επιτύχουν την πιο ευνοϊκή οικονομική αντιμετώπιση, με την μικρότερη πολιτική εξάρτιση, θυμάστε φαντάζομαι τι συνέβη.
Ο τότε Πρωθυπουργός προτίμησε «να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια» και να αφήσει την υπό ανάφλεξη βόμβα στους επόμενους, προκηρύσσοντας εκλογές. Ο επόμενος δηλώνει το περίφημο «λεφτά υπάρχουν» κερδίζει τις εκλογές και αναλαμβάνει την εξουσία. Και όταν εισέρχεται στα μεγάλα αδιέξοδα των μνημονίων καλεί σε κυβέρνηση συνεργασίας, παραχωρώντας και αυτός την επίλυση του προβλήματος στους επόμενους. Από δω και κάτω κάθε πολιτικός που προαλείφεται για τον πρωθυπουργικό θώκο, χρησιμοποιεί αντιμνημονιακή ρητορική και ο εξουθενωμένος πολίτης τον εμπιστεύεται και του αναθέτει την κυβέρνηση, ώσπου καίγεται κι αυτός.
Και έρχεται ο επόμενος, χρησιμοποιώντας και αυτός την ίδια αντιμνημονιακή ρητορική, ενώ γνωρίζει εξ αρχής ότι θα την προδώσει και θα προδώσει μαζί της τον Έλληνα πολίτη και την άμοιρη πατρίδα. Και το γαϊτανάκι συνεχίζεται. Δεν είναι τυχαίο που εδώ ακριβώς εγκαινιάζεται ο νέος όρος, η «πολιτική της κωλοτούμπας». Και τι ειρωνεία επινοήθηκε από αυτούς που το εφαρμόζουν στην πράξη, μόνο που όλοι την χρησιμοποιούν για τους πολιτικούς τους αντιπάλους και δεν αντιλαμβάνονται ότι ο λαός το χρησιμοποιεί για όλους.
Ανέφερα δύο παραδείγματα. Όμως δεν είναι τα μόνα. Το ίδιο συμβαίνει καθημερινά με την θανατηφόρο πανδημία, με τα ελληνοτουρκικά και τα χίλια μύρια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, τα μείζονα και τα ελάχιστα, χωρίς διάκριση. Και στις περισσότερες περιπτώσεις κάποιος ζητά να έρθει το θέμα για συζήτηση στη Βουλή. Και τότε αντί οι πολιτικοί αρχηγοί να επιστρατεύσουν τους σοφούς του Έθνους ή έστω των κομμάτων τους και να εκφράσουν τεκμηριωμένα τις απόψεις τους, καλούν τους επικοινωνιολόγους και ετοιμάζουν τις ατάκες τους.
Αντί του επιστημονικού ορθολογισμού και του τεκμηριωμένου επιχειρήματος κυριαρχεί η πολιτική του εντυπωσιασμού και της ατάκας. Και αντί της σύγκλισης καλλιεργείται η απόκλιση, αντί της συναίνεσης η αντιπαράθεση και η πόλωση. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα τα γεγονότα με τη στάση του Λουκά της 17Ν και τη δολοφονική επίθεση εναντίον αστυνομικού στην πλατεία της Νέας Σμύρνης απειλούν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την πολιτική βία, γεγονός που επιτείνεται από την οξύτατη πολιτική αντιπαράθεση.
Από την άλλη πλευρά είναι γνωστό ότι η κοινωνία έχει αλλάξει. Στην σύγχρονη κοινωνία με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, στην οποία λειτουργούν οι πανίσχυροι οικονομικοί όμιλοι και δεσπόζει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, τα εθνικά κράτη αποδυναμώνονται σημαντικά και ενισχύονται οι δυνάμεις της αγοράς. Η πολιτική εξουσία εξασθενεί και ενισχύεται η οικονομική εξουσία.
Με άλλα λόγια η πολιτική ορίζεται περισσότερο από τους οικονομικούς παράγοντες και λιγότερο από τους πολιτικούς. Δεν μπορείς λοιπόν μέσα σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων, παρά να επιδιώκεις συναινέσεις και να λειτουργείς με χειρουργική ακρίβεια, γιατί οι άλλοι καιροφυλαχτούν και το παραμικρό λάθος κοστίζει. Αν λοιπόν οι πολιτικοί θέλουν να ενισχύσουν τη θέση τους και να έχουν επίδραση στην πολιτική πράξη θα πρέπει να αναζητήσουν κοινά σημεία γύρω από τα οποία θα εμφανιστούν ισχυρά συσπειρωμένοι.
Και σε ό,τι αφορά τη χώρα μας αυτές οι αποκλίσεις και οι διαμάχες δεν προκύπτουν επειδή υπάρχει απόκλιση των αξιών που πρεσβεύει κάθε κόμμα. Δεν είναι το πολιτικό περιεχόμενο των κομμάτων που εμποδίζει την συναίνεση και την επικοινωνία. Αυτό θα ήταν συνεπές και θα παρείχε την απαραίτητη νομιμοποίηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Όμως, δυστυχώς δεν είναι κατά κανόνα το εθνικό, αλλά το εκλογικό συμφέρον, οι ψήφοι, που προσδιορίζουν την πολιτική στην πράξη.
Ως προς τις δυσκολίες που είναι φυσικό να προκύπτουν από το βάρος των πολιτικών αξιών και του πολιτικού περιεχομένου των κομμάτων, με λογική και συναίνεση πάντα μπορεί να επιτευχθεί μια λύση. Ας μου επιτραπεί να αναφέρω το παράδειγμα του μεγάλου Έλληνα πολιτικού Ιωάννη Καποδίστρια, για να θυμηθούμε και τους πρωτεργάτες της συγκρότησης του ελληνικού κράτους, με αφορμή και το επετειακό έτος.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η σημερινή Ελβετία, ως ενιαίο κράτος δεν υπήρχε. Υπήρχαν διάφορα καντόνια που αλληλοσπαράζονταν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ζουν υπό την εκμετάλλευση του γαλλικού δεσποτισμού. Ο Ιωάννης Καποδίστριας μετέβη ως απεσταλμένος του Τσάρου για την διευθέτηση του Ελβετικού ζητήματος. Με υπομονή και σύνεση μπόρεσε να πείσει τους Ελβετούς ότι «η αναγέννηση και η πραγματική ανεξαρτησία ενός λαού δεν μπορούν παρά να είναι έργο μόνον του ιδίου (του λαού). Μια εξωτερική βοήθεια μπορεί ενδεχομένως να διευκολύνει, όχι όμως και να δημιουργήσει την νέα κατάσταση». Μέσα στο πνεύμα αυτό κατάφερε να πείσει τους Ελβετούς να συμφωνήσουν για το συμφέρον που ήταν κοινό για όλα τα καντόνια.
Αυτό το κοινό συμφέρον, έγινε αντικείμενο του ομοσπονδιακού συντάγματος. Τα λοιπά θέματα αποτέλεσαν αντικείμενο του συντάγματος κάθε μεμονωμένου καντονίου. Όφειλαν όμως να τύχουν χειρισμού, που δεν θα προσέκρουε στο ομοσπονδιακό σύνταγμα. Με βάση τις θεμελιώδεις αυτές αρχές, που τις σεβάστηκαν όλοι, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Ελβετίας εδραιώθηκε στην κοινή συναίνεση, γι’ αυτό και λειτουργεί απρόσκοπτα μέχρι σήμερα.
Και η Ελβετία, ευγνωμονούσα, έδωσε τιμητικά στον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια την ελβετική υπηκοότητα και όχι μόνο τον έκανε Ελβετό πολίτη, αλλά επιπροσθέτως το 1817 τον ανακήρυξε εθνικό της ήρωα και ως εθνικός ήρωας τιμάται στην Ελβετία μέχρι σήμερα. Εμείς εδώ τον δολοφονήσαμε. Θεωρώ ότι εδώ απωλέσαμε την πολιτική της ανεξαρτησίας. Εκτός εάν οι πολιτικοί μας ενστερνισθούν τη θεμελιώδη αλήθεια που δίδαξε ο Καποδίστριας στους Ελβετούς και δεν μείνομε για μια ακόμη φορά, στο «τι ‘χες Γιάννη, τι ‘χα πάντα».
*Ο Ι.Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής- πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης