Το θέμα των πολύμορφων, πολυεθνικών διαβουλεύσεων, αλλά και αλλόκοτων θεωριών, συνωμοσιολογιών, που εν τέλει οδηγούν στη Μάχη της Κρήτης, μας είχε απασχολήσει ήδη από τον εορτασμό των πενήντα της χρόνων, με το βιβλίο μας «Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό ζήτημα». Ως κύριο θέμα ομιλίας, αλλά και του βιβλίου, ήταν το ζήτημα των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής, «ξένον άκουσμα» τότε για πολλούς, πριν τελικά το αποδεχθούν συνάδελφοι ιστορικοί.

Οι πολύμορφες διαβουλεύσεις αυτές είχαν ξεκινήσει από το 1940, ένα χρόνο προ της ιστορικής Μάχης Κρήτης, με τη μορφή μιας πολιτικής σκακιέρας, διαρκούντος του πολέμου της Ελλάδας με την Ιταλία.

Γράφαμε, λοιπόν, ότι «ύστερα από την κατάληψη των Αγίων Σαράντα (6 Δεκεμβρίου) και του Αργυροκάστρου στις 8 Δεκεμβρίου, η ελληνική αντεπίθεση παγιδεύτηκε από τους επιτελικούς αξιωματικούς του Γ.Ε.Σ.» (Σανουδάκης, 14), όταν, σύμφωνα με την άποψη του Shramm von Thadden «ο Χίτλερ ήταν έτοιμος να πληρώσει ακριβά για ν’ αποφύγει ανάφλεξη στη Βαλκανική». Τον Χίτλερ, ως γνωστόν, τον ενδιέφεραν τα πετρέλαια της Ρουμανίας και κάθε άλλη αναταραχή στον βαλκανικό χώρο ήταν αντίθετη με τα σχέδιά του.

Ως εκ τούτου, είχε μεσολαβήσει, τον Νοέμβριο του 1940 στον ελληνοϊταλικό πόλεμο: «Ο Χίτλερ ενήργησε αμέσως με τον υπουργό Εξωτερικών κι έκανε προσφορές ακόμα πιο συγκεκριμένες. Ο Έλληνας πρεσβευτής δέχτηκε πρόταση για μια έντιμη, αν και διόλου επωφελή, ειρήνη για την Ελλάδα. Η Γερμανία θα εξέταζε με ευμένεια τις ελληνικές επιτυχίες και η Ελλάδα, με τη συνθήκη ειρήνης, θα κρατούσε το τμήμα της Νότιας Αλβανίας που κατοικούνταν από Έλληνες» (Richter, 97).

Ο Μουσολίνι δέχεται τις προτάσεις του Χίτλερ, αλλά ο Τσιάνο, όργανο της ιταλικής βιομηχανίας, ζητά να επιτραπεί στον ιταλικό στρατό να αρχίσει επιχειρήσεις στη Ρουμανία, γεγονός αντίθετο προς τα σχέδια του Χίτλερ και το ενδιαφέρον του για τα πετρέλαιά της.

Ας μη διαφεύγει της προσοχής, επίσης, την ίδια περίοδο, η σχέση του Τσιάνο με την Καθολική Εκκλησία και το ρόλο της. «Το Βατικανό, παρά τις διακηρύξεις του Πάπα Πίου του 12ου περί της αναγνώρισης του κονκορδάτου με τη Γερμανία, είναι συνδεδεμένο με τα μονοπώλια των ΗΠΑ και τον ιμπεριαλισμό της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και της Γερμανίας» (Βεργίδης, 25).

Και επειδή οι ΗΠΑ δεν έχουν μπει στον πόλεμο «η μεθοδολογία πλεύσης τόσο του Βατικανού, όσο και της ιταλικής ολιγαρχίας είναι πανομοιότυπη με εκείνη που ακολούθησαν και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καιροσκοπική δηλ. εμπλοκή στο πλευρό των Γερμανών, ενάντια στους Αγγλογάλλους σ’ ένα πρώτο στάδιο. Έγκαιρη μεταστροφή -κι εφόσον κλίνει προς αυτούς η πλάστιγγα- υπέρ των δεύτερων, σ’ ένα δεύτερο» (Βεργίδης, 25).

Οι προαναφερθείσες προτάσεις Τσιάνο προς τον Μουσολίνι αναγκάζουν τον Χίτλερ να εκδώσει κατά των Βαλκανίων «μία ονομαζόμενη “Επιχείρηση 25’’, κατά της Γιουγκοσλαβίας, και μία άλλη, ονομαζόμενη “Μαρίτα” κατά της Ελλάδας… Το όλο ζήτημα εκβιάστηκε από τα γεγονότα και συγκεκριμένα από ένα πραξικόπημα στο Βελιγράδι, στις 27 Μαρτίου 1941» (Norman Davies, 153).

Παρά ταύτα, ο Χίτλερ επιμένει στις διαπραγματεύσεις του με την Κυβέρνηση Μεταξά διά του Έλληνος πρεσβευτή στη Μαδρίτη, Περικλή Ιακ. Αργυρόπουλου, και του αρχηγού της γερμανικής κατασκοπείας, φον Κανάρη, με μοναδικό αίτημα την απομάκρυνση των Βρετανών στρατιωτών που έχουν έρθει στην Κρήτη τον προηγούμενο μήνα.

Στις 25 Δεκεμβρίου ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ και ο Γ.Γ. του Υπουργείου Βαϊστζάικερ καλούν τον πρέσβη Ραγκαβή και του προτείνουν κατάπαυση του πυρός. «Οι μεσολαβητικές γερμανικές προτάσεις είχαν γίνει γνωστές στον Αργυρόπουλο διά του πρεσβευτή της Ουγγαρίας Αντόρκα από τις 17 Δεκεμβρίου.

Ο ίδιος δε ο Μεταξάς ήρθε σε επαφή με τον ταγματάρχη φον Κλεμ, στρατιωτικό ακόλουθο στην Αθήνα, και ζητά γερμανική μεσολάβηση. Οι Γερμανοί πλευρίζουν, παράλληλα, Αθηναίους πολιτικούς, με τον υπάλληλο της γερμανικής πρεσβείας Κοντουμά και κάνουν προσφορά άλλους δρόμους. Η προσπάθεια αυτή όμως απέτυχε» (Richter, 96-97).

Ο λόγος ήταν το ότι τους Βρετανούς συμμάχους ενδιέφεραν τα συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, προϊόν του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι σχέσεις του αγγλόφιλου Έλληνα βασιλιά Γεωργίου με την Βρετανία. Ιδιαίτερα, όμως, ενδιέφερε τους Βρετανούς η Κρήτη.

Ο Μεταξάς, εν τω μεταξύ, πεθαίνει από κυνάγχη «από λάθος σουλφοναμίδης» (Schramm von Tradden, “Italy’s Aggression”, 177), ο θάνατός του αναγγέλλεται στις 29 Ιανουαρίου, ενώ, παραλλήλως, οργιάζουν λαϊκές συνωμοσιολογίες ότι τον δολοφόνησαν Βρετανοί πράκτορες, για να μη στραφεί στους Γερμανούς.

Ο νέος πρωθυπουργός Κορυζής δηλώνει κατηγορηματικά ότι «θα συνεχίσωμεν μέχρι την οριστικήν νίκην» (Ιατρόπουλος, 99 και Μαθιόπουλος, “Το Βήμα” 27-8-1989). Ταυτόχρονα, μεταφέρονται από την Κρήτη στο Βέρμιο 65.000 Βρετανοί στρατιώτες και η κίνηση αυτή αναγκάζει τον Χίτλερ να εισβάλει στη Βουλγαρία, στις 28 Φεβρουαρίου, μέσω Ρουμανίας.

Γίνονται νέες επαφές Ραγκαβή και Ρίμπεντροπ. «Στις 12 Μαρτίου, ένα τηλεγράφημα γερμανικό στο Βερολίνο από τη Θεσσαλονίκη ενημερώνει ότι ο νικητής Τσολάκογλου, στη Βόρειο Ελλάδα, διά του συνταγματάρχη Πετίνη έκανε πρόταση να σταματήσει ο πόλεμος με την παρεμβολή των Γερμανών μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, με την προϋπόθεση να διώξουν τους Άγγλους από την Ελλάδα και να δοθεί στην Ελλάδα η Βόρειος Ήπειρος» (Σανουδάκης, 17).

Οι Βρετανοί θα ηττηθούν στο Βέρμιο από τους Γερμανούς και, ενώ στις 9 Μαρτίου είχε αποβεί άκαρπη η εαρινή ιταλική επίθεση, ο βασιλόφρων Παπάγος, αντί να ενισχύσει τον τομέα της Μακεδονίας, διατάσσει αντεπίθεση στο αλβανικό μέτωπο.

Στο μεσοδιάστημα αυτό έχει εκδηλωθεί το προαναφερθέν πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία από τον αγγλόφιλο Σίμοβιτς εναντίον του Τσβέτκοβιτς-Μάρκοβιτς και ακολουθεί η «βέβαιη αντίδραση-επίθεση του Χίτλερ, από την ανατροπή της φιλικής σ’ αυτόν Κυβέρνησης στο Βελιγράδι και την, κατά συνέπεια, κατάληψη της κυρίως Ελλάδας, πλην της Κρήτης» (Σανουδάκης 18). Πιθανολογείται, χωρίς να έχει εξακριβωθεί, ότι την εντολή στον Σίμοβιτς την έδωσαν οι Βρετανοί.

Ακολουθεί η καταστροφή του Βελιγραδίου και η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, από τρία σημεία, στις 6 Απριλίου 1941. Στις 17 Απριλίου, ο συνταγματάρχης Χρυσόγονος φέρνει στην Αθήνα, στην Κυβέρνηση και το ΓΕΣ, πρόταση του Αρχηγού της Μακεδονικής στρατιάς Πιτσίκα, για συνθηκολόγηση. Ο Κορυζής καλεί έκτακτο πολεμικό Συμβούλιο, ο στρατηγός Μπάκος στέλνει νέο τηλεγράφημα που έλεγε πανικόβλητος «για όνομα του Θεού, κάντε κάτι» (Richter, 121).

Ο Κορυζής αποχωρεί από το Συμβούλιο, για να συμβουλευτεί το βασιλιά, και αυτοκτονεί, λόγω της στάσης των αξιωματικών στο Μέτωπο ή, κατ’ άλλους, δολοφονείται από μυστικούς πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις.

Στις 20 Απριλίου, ο Τσολάκογλου υπογράφει στα Γιάννενα με τους Γερμανούς τη συνθηκολόγηση. «Ο παλιός απόστρατος βενιζελικός Μαζαράκης αρνείται, επίσης, την πρόταση του βασιλιά Γεωργίου, για να αναλάβει την πρωθυπουργία. Οι Βρετανοί και παρασκηνιακά οι Αμερικανοί, που δεν έχουν μπει στον πόλεμο, είχε ξεκινήσει το 1939, θα τοποθετήσουν στη θέση του Πρωθυπουργού ένα πρώην βενιζελικό, τον Εμμ. Τσουδερό.

Η επιλογή του έγινε με τη βοήθεια των αποκρυφιστικών εταιρειών. Αν αληθεύει η πληροφορία του Ηλία Βενέζη, ο Τσουδερός δέχθηκε να γίνει πρωθυπουργός, γιατί του το είπε σε “πνευματιστική”, μέντιουμ συγκέντρωση, το πνεύμα του πατέρα του και του Ελευθερίου Βενιζέλου, στην οποία συγκέντρωση κρατήθηκαν και πρακτικά» (Βενέζης, 263).

Με όλες τις ως άνω πολυεθνικές διαβουλεύσεις, τις αλλόκοτες, ανορθόδοξες θεωρίες και συνωμοσιολογίες, η τύχη της κυρίως Ελλάδας και η κατάκτησή της είχε κριθεί. Ένα μόνο ζήτημα έμενε για τον λαό στην Κρήτη, μια και το Παλάτι, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και η αριστοκρατία έφευγαν τρομαγμένοι να σωθούν στη Μέση Ανατολή: Η Μάχη και η υπεράσπιση της Κρήτης από αγύμναστους φαντάρους, μαζί με τους υπόλοιπους 27.000 Βρετανούς, που ουσιαστικά εγκλωβίστηκαν στο νησί, ενώ προορίζονταν για τη Μ. Ανατολή.

Και είναι ένα το ιστορικό ουσιώδες, ότι ο ελληνικός λαός και στην Κρήτη, εγκαταλελειμμένος και προδομένος από την πολιτικο-οικονομική και στρατιωτική ηγεσία του και το Παλάτι, έδωσε έναν αγώνα έξω από κάθε λογική, κάνοντας υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης, ακολουθώντας τους υπόγειους δρόμους της ψυχής του και της εθνικής του συνείδησης.

ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1.Αντώνης Σανουδάκης, Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό ζήτημα, Κνωσός, Αθήνα 1991.

2.Νίκος Βεργίδης, Οι μιγάδες της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδ. ARCADIA, Αθήνα, χ.χ.

3.Heinz Richter, Δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα, τ. Α΄, Εξάντας (β΄ έκδοση), Αθήνα, 1975.

4.Λεωνίδας Ιατρόπουλος, Κρίσιμες στιγμές του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα, 1969.

5.Βάσος Μαθιόπουλος, Η Αθήνα στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου, εφ. Το Βήμα, 27-8-1989.

6.Ηλίας Βενέζης, Εμμανουήλ Τσουδερός, ο Πρωθυπουργός της Μάχης της Κρήτης, Αθήνα 1966.

7.Norman Davies, H Ευρώπη σε πόλεμο,1939-1945, τ. Α, μετάφραση Σωτήρης Αγάπιος, έκδοση εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα 1925.

Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας, συγγραφέας