Του Ζαχαρία Καραταράκη*
Η Ιλιάδα είναι ένα έπος «Άρεως μεστόν». Υπάρχουν σκηνές ιδιαίτερα σκληρές και ο θάνατος περιγράφεται με χρώματα που μας προκαλούν δέος. Υπάρχουν όμως και στίχοι όπου ο έρωτας ανθοφορεί, η συζυγική τρυφερότητα και η φιλότητα μάς συγκινούν και μάς τέρπουν. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζει η Ραψωδία Ξ όπου παρακολουθούμε την εξαπάτηση του Δία από την νόμιμη σύζυγό του, την Ήρα που χρησιμοποιεί τα γυναικεία θέλγητρα για να αποκοιμίσει τον πατέρα «ανδρών τε θεών τε» και να βοηθήσει τους Έλληνες που πιέζονται από τον Έκτορα. Ο Δίας έχει απαγορεύσει στους Ολύμπιους Θεούς να συμμετέχουν στην πολεμική σύγκρουση. Λίγο ακόμα και οι Τρώες θα ρίξουν τους Έλληνες στη θάλασσα και θα κάψουν τα καράβια τους.
Ο Δίας έχει αποσυρθεί στην κορυφή του όρους Ίδη απ’ όπου με το βλέμμα του διευθύνει τον κόσμο. Με γυναικεία εφευρετικότητα καταστρώνει το σχέδιό της. Ζητά από τον Ύπνο να αποκοιμίσει τον Δία και εκείνος αρνείται, γιατί φοβάται την οργή του, αν αποκαλυφθεί. Κάμπτεται, όμως, όταν εκείνη του υπόσχεται ότι θα πείσει την Πασιθέα την πανέμορφη, μία από τις τρεις Χάριτες να γίνει δικιά του. Ο πόθος του Ύπνου είναι μεγάλος και δέχεται, αφού το όνειρό του να χαίρεται μέρα νύχτα μια τέτοια κόρη θα ικανοποιηθεί.
Η Ήρα λούζεται και χτενίζεται, αλείφει το κορμί της με μυρωμένο λάδι αθάνατο, πανέμνοστο. Φορεί ένα πανέμορφο φόρεμα που της είχε υφάνει με τέχνη η Αθηνά ολοκέντητο, προκλητικό. Φορεί σκουλαρίκια τρίπετρα, μελανόχρωμα. Δένει στα πόδια της αστραφτερά σανδάλια και έρχεται να ζητήσει τη βοήθεια της Θεάς του Έρωτα, της Αφροδίτης. Δεν της λέει την αλήθεια για τον σκοπό της. Η Αφροδίτη πρόθυμα δέχεται να τη βοηθήσει.
… Κι η γι Αφροδίτη τσ’ απαντά, η χασκοχαμογελούσα.
«Δεν πρέπει, κι ουδέ γίνεται, στα λες να κάμω κι άλλο,
π’ εσύ αγκαλιάζεις το Θεό το Δία, το μεγάλο.»
Είπε˙ κι από το στήθος της το στηθοδέσμι λύνει,
ολόπλουμο, ολοκέντητο, π’ όλα τα μάγια κλείνει˙
πόθους, αγάπες κι ερωτιές, γλυκόλογα και σέρνει,
και ξελογιάσματα, το νου και γνωστικών που παίρνει.
Και τότε το στηθόδεσμο στα χέρια της της βάνει
Και τσ’ είπε: «Να και φόρα το τούτο το στηθοπάνι,
στόλισμα, π΄όλα μέσα του τα ‘χει, και να κατέχεις
πως δεν γυρνάς να μη γενεί στο νου σου εκείνο π’ έχεις»….
(Ραψ. Ξ, στ. 211-221, Μτφρ. Γ. Ψυχουντάκη)
Πανέτοιμη και πανέμορφη εμφανίζεται στον Δία και εκείνος ανάβει από πόθο.
… Του Δία δεν του ξέφυγε, του νεφελοσυνάχτη,
μεμιάς ο πόθος κι έρωτας στα σωθικά του κι άφτει,
σαν τότες που πρωτόσμιξαν κι έδεσαν τη φιλιά τους
και που φιλιαγκαλιάζουνταν κρυφά απ’ τα γονικά τους….
(Ραψ. Ξ, στ. 294-297, Μτφρ. Γ. Ψυχουντάκη)
Την κολακεύει, της λέει ότι καμιά απ’ όσες κατά καιρούς ερωτεύθηκε δεν έχει τη γοητεία της και της ζητά να σμίξουν ερωτικά, λιωμένος απ’ τον πόθο.
«Ιντά ‘ναι, φοβερότατε του Κρόνου γιέ, που ψέλνεις;
Πάνω στης Ίδας τις κορφές ν’ αγκαλιαστούμε θέλεις,
που από παντού βγορίζουνε, πόθο για να χαρούμε;
Κι αν μάθια κάποιου αιώνιου θεού μας δούνε, ας πούμε,
τι θέλει γίνει, αν το ‘κανε τσ’ άλλους θεούς μαντάτο;
Εγώ να σηκωθώ μετά της κλίνης σου δεν θα ‘το
Και πίσω στο παλάτι σου να ξαναγύρω πάλι,
Να το ‘ξεραν όλοι οι θεοί. Θα ‘ταν ντροπή μεγάλη!
Μ’ αν έχεις τόσο στην καρδιά τον έρωτα ποθήσει,
Έχεις θαρρώ μια κάμερα που σου την έχει χτίσει
Ο γιος αγαπημένος σου Ήφαιστος, κι έχει βάλει
γερές στους παραστάτες της πόρτες, κι αν θες αγκάλη,
ας πάμε να πλαγιάσουμε στην κάμεραν εκείνη.»
Κι ο Δίας ο συννεφιαστής απάντηση της δίνει.
«Ήρα, θεός μήτε θνητός, για να σε δει, δεν μέλλει,
με τέτοιο σύννεφο χρυσό να σε σκεπάσω θέλει
γυρού, που κι ο ήλιος δεν μπορεί να το διαπεράσει
μ’ όση κι αν έχει δύναμη, βαθιά ως εμάς να φτάσει,
π’ όλα τα πάντα διαπερνά, τόση ‘ναι η δύναμή του.»
Αυτά ‘πε ο Δίας κι έσυρε τσ’ αγκάλες την καλή του˙
νιόβγαλτη χλόη η θεία Γη από κάτω τους φουντώνει,
και με τριφύλλι ολόδροσο, κρόκους και κρίνα στρώνει
πυκνά πολύ και μαλακά, σαν στρώμα όπως να στρώσαν,
μην κείτουνται έτσι κατά γης, και πάνω εκεί ξαπλώσαν.
Πανώριο σύννεφο χρυσό γυρού τους τους σκεπάζει
χρυσοσταλίδες λαμπερές που κάτω αργοσταλάζει.
Έτσι ο πατέρας ήσυχος στο πιο ψηλό κορφάλι
Του Γάργαρου κοιμήθηκε, στης Ήρας την αγκάλη. ….
(Ραψ. Ξ, στ. 329-354, Μτφρ. Γ. Ψυχουντάκης)
Το σχέδιο της Ήρας να σώσει τους αγαπημένους Αχαιούς πετυχαίνει και οι απορίες μας παραμένουν.
Πώς εντάχθηκε μια τόσο χαριτωμένη σκηνή σ’ ένα έπος πολεμικό; Πώς δικαιολογείται η εξαπάτηση και αποπλάνηση του Δία από τη σύζυγό του που γενικώς είναι πιστή και σοβαρή; Πώς ακούγονταν οι στίχοι αυτοί από ανθρώπους που πίστευαν και λάτρευαν τους θεούς τους.
Απλώς ήταν μια εποχή που το ανθρώπινο σώμα και ο έρωτας ήταν αποενοχοποιημένα. Η ζωή και η χαρά της ζωής ήταν η μόνη ελπίδα χωρίς προσδοκίες μεταφυσικές. Η Ομηρική ποίηση γι’ αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους παραμένει στην κορυφή της δημιουργίας. Η μετάφραση είναι του Γεωργίου Ψυχουντάκη από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
* Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος