Από τα πανάρχαια χρόνια προσπαθούν οι μεγάλες δυνάμεις να επιβληθούν η μία της άλλης με οποιοδήποτε τρόπο και οποιοδήποτε τίμημα. Η κύρια, λοιπόν, αιτία μιας σύγκρουσης είναι ο ανταγωνισμός για την επικράτηση σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και δεν μένει τίποτ’ άλλο παρά μια αφορμή.
Μια αφορμή, λοιπόν, έψαχναν και τον 19ο αιώνα οι μεγάλες δυνάμεις και την βρήκαν στο πρόσωπο της Ρωσίας, η οποία εκδήλωνε πάντα συνεχές και αμείωτο ενδιαφέρον για την Ουκρανία, όπου ζούν εκατομμύρια Ρωσόφωνοι. Πράγματι στην Ουκρανία υπάρχουν πολλοί Ρωσόφωνοι.
Ακόμη και οι Έλληνες, που αποίκησαν τον 9ο π.Χ. αιώνα τα παράλια της Ουκρανίας μιλούν ρωσικά γι’ αυτό λέγονται Ρωσοπόντιοι και όχι Ουκρανοπόντιοι, αριθμούν δε αρκετές χιλιάδες ομογενών. Μακάρι κι’ εμείς να ενδιαφερθούμε κάποια στιγμή για τους ομογενείς μας. Μόνο έτσι θα λύσομε το δημογραφικό μας και μόνο έτσι δεν θα δικαιωθεί στο τέλος ο Φαλμεράιερ.
Αυτή είναι η μια πλευρά, η πλευρά της Ρωσίας. Η άλλη πλευρά είναι εκείνη, που έχει σχέση με το συμφέρον των χωρών εκείνων, που αποτελούσαν τότε τις λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις και οι οποίες ανέκαθεν είχαν απαίτηση, η Ρωσία να απέχει από επεκτατικές ενέργειες σε βάρος της Ουκρανίας. Έτσι όμως παρερμήνευαν και παρερμηνεύουν τις προθέσεις της. Συνήθως, βλέπετε, το συμφέρον των μεγάλων δυνάμεων προσδιορίζεται κατά τρόπο υποκειμενικό, δηλαδή κατά τρόπο παράλογο και ετσιθελικό.
Οι χώρες που αποτελούσαν τον 19ο αιώνα την άλλη πλευρά ήταν Τουρκία, Αγγλία, Γαλλία και η Αυστρία του Μέττερνιχ, ο οποίος όταν πέθανε είχε μόνο δυο καημούς.
Ο ένας ήταν η απελευθέρωση της Ελλάδας το 1821 και ο άλλος η παραβίαση της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διπλός καημός που λένε.
Μεταξύ των προαναφερομένων χωρών ξέσπασε τελικά πόλεμος το 1853, ο λεγόμενος Κριμαϊκός πόλεμος. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους τον 20ο αιώνα οι τότε μεγάλες δυνάμεις έκαναν εκστρατεία εναντίον της Ρωσίας. Ειδικώτερα η εκστρατεία αυτή αφορούσε επεκτατικές βλέψεις της τότε νεοσύστατης Σοβιετικής Ένωσης εναντίον της Ουκρανίας.
Σ’ αυτή την εκστρατεία δυστυχώς έλαβε μέρος και η Ελλάδα τον Φλεβάρη του 1919, παρά το γεγονός ότι ο Ελληνικός στόλος ναυλοχούσε έξω από την Σμύρνη και ήταν έτοιμος να αποβιβασθεί.
Τελικά, όπως είναι γνωστό, η αποβίβαση έγινε αρχές Μαΐου 1919. Σε μια τέτοια χρονική στιγμή όμως δεν ήταν σωστό, δεν ήταν πρέπον, να λαβαίνομε μέρος σε εκστρατείες, που οργάνωναν τρίτοι. Το συμφέρον μας απαιτούσε να συγκεντρωθούμε και να ασχοληθούμε με την δική μας εκστρατεία και με την υλοποίηση των οραμάτων της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή με την απελευθέρωση της Μικράς Ασίας.
Είχαμε λόγους πραγματικούς να αρνηθούμε μια τέτοια συμμετοχή. Δεν μπορούσε κανείς να τους αμφισβητήσει. Πράγματι ο αγώνας μας ήταν απελευθερωτικός και όχι ιμπεριαλιστικός, που δήλωνε υποκριτικά ο Λένιν και το επιτελείο του.
Μετά από έναν αιώνα ακριβώς για τους ίδιους λόγους ηχούν πάλι στην Ουκρανία τα τύμπανα του πολέμου. Ήδη στην Μαύρη θάλασσα και στην Αζοφική γίνονται σήμερα, τον 21ο αιώνα, ναυτικές ασκήσεις εκατέρωθεν. Αυτή την φορά θα πρέπει να είμαστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί και να πράξομε αναλόγως, αν χρειασθεί. Αποκλειστικό κριτήριο πρέπει να είναι το Εθνικό συμφέρον.
Κατά την γνώμη μου τέτοια κεφάλαια της ιστορίας πρέπει να κλείνουν οριστικά και όχι να ανοίγουν κάθε εκατό χρόνια εντελώς αδικαιολόγητα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να επιτρέπει να συντηρούνται στα εδάφη της τέτοιες εστίες. Κάποιοι κάποτε ονειρεύτηκαν μια Ευρώπη με δική της οικονομική, εξωτερική και αμυντική πολιτική. Επίσης κάποιοι ονειρεύτηκαν το κοινό Ευρωπαϊκό σπίτι από το Γιβραλτάρ μέχρι τα Ουράλια. Σε καμμιά πάντως περίπτωση δεν ονειρεύτηκαν μια Ευρώπη της οποίας τα μέλη θα συνάπτουν συμβάσεις εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτά δεν επιτρέπονται ούτε στα μέλη μιας απλής ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας.
Τέλος σε καμμιά περίπτωση δεν ονειρεύτηκαν μια Ευρώπη, η οποία θα χρηματοδοτούσε την Τουρκία να κάνει παντουρανικά σχέδια και να δημιουργεί ψευδοκράτη και ψευδομνημόνια, που δεν υπάρχουν στον κόσμο του δέοντος, αφού από κανένα δεν αναγνωρίζονται, ούτε πρόκειται να αναγνωρισθούν.
* Ο Δημοσθένης Μαρκατάτος είναι συνταξιούχος δικηγόρος