“Τα παλαιά κατώτερα στρώματα των μεσαίων τάξεων, οι μικροβιομήχανοι, οι έμποροι και οι εισοδηματίες, οι χειροτέχνες και οι χωρικοί, όλες τούτες οι τάξεις ξεπέφτουν στο προλεταριάτο. Είτε γιατί τα μικρά τους κεφάλαια δεν τους φτάνουν για να γίνουν μεγαλοβιομήχανοι και τσακίζονται από τον ανταγωνισμό του μεγαλύτερου κεφαλαίου είτε γιατί η τεχνική τους επιδεξιότητα δεν έχει πια πέραση μπροστά στους καινούργιους τρόπους παραγωγής”. Marx and Engels (1848), Κομμουνιστικό Μανιφέστο
Ο στόχος του παρόντος σημειώματος είναι διττός: αφενός να καταδείξει την αφηγηματική παραδοξότητα του προεκλογικού νεοφιλελεύθερου λόγου, στον πυρήνα του οποίου ευρίσκεται η έννοια της “τάξης”, ειδικότερα αυτής της “μεσαίας τάξης”, δηλαδή μίας έννοιας με ιστορικά σαφώς προσδιορισμένη καταγωγή από τη μαρξιστική βιβλιογραφία, και αφετέρου να αποδείξει ότι η καταγγελία περί “καταστροφής”, “εξαφάνισης” της μεσαίας τάξης εν καιρώ κρίσης εμπεριέχει, αν όχι υποκρισία, σίγουρα θεωρητική και αναλυτική άγνοια, καθώς το να καταγγέλλεις τη διάλυση της μεσαίας τάξης στα χρόνια των μνημονίων είναι εν ολίγοις ωσάν να κατηγορείς την καταιγίδα γιατί συνοδεύεται από αστραπές και βροντές.
Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο, δηλαδή την παραδοξότητα του προεκλογικού νεοφιλελεύθερου λόγου να ομιλεί περί “τάξης”, θέτοντάς την ως σημείο αναφοράς τόσο της προεκλογικής εκστρατείας, όσο και της υποσχόμενης οικονομικής πολιτικής (π.χ. φορολογική ελάφρυνση των μεσαίων στρωμάτων). Η έννοια της τάξης συνιστά κύρια ερμηνευτική και αναλυτική μεταβλητή στο μαρξισμό.
Ο ι τάξεις συγκροτούνται με βάση τη θέση των κοινωνικών υποκειμένων στο σύστημα παραγωγής. Ειδικότερα, με κριτήριο την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στον καπιταλισμό διακρίνονται δύο κυρίαρχες τάξεις, αυτή του κεφαλαίου (ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής) και αυτή της εργατικής τάξης (μη κάτοχοι μέσων παραγωγής). Η αναπαραγωγή της πρώτης επιτυγχάνεται στη σχέση εκμετάλλευσης που αναπτύσσει με τη δεύτερη.
Από την άλλη μεριά, ενώ υπάρχουν διαφορετικές θεωρήσεις και προσεγγίσεις περί της “μεσαίας τάξης” στη μαρξιστική βιβλιογραφία (μικροαστική τάξη είναι ο ακριβής όρος που χρησιμοποιείται), παρόλα αυτά σύγκλιση επιτυγχάνεται στο βαθμό κατά τον οποίο ως υποκείμενα της μεσαίας τάξης ορίζονται εκείνα τα όποια είναι ταυτόχρονα μικρο-ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής και η κοινωνικής τους αναπαραγωγή δε δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς την καταβολή της προσωπικής τους εργασίας.
Σε ένα λιγότερο αφαιρετικό επίπεδο ανάλυσης, γίνεται διάκριση ανάμεσα στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη (ιδιοκτήτες οικογενειακών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αυτοαπασχολούμενοι παραδοσιακών τεχνικών επαγγελμάτων) και στη νέα μικροαστική τάξη (γιατροί, δικηγόροι, δημόσιοι υπάλληλοι), ενώ ως σύνολο συνθέτει το πολυπληθέστερο κοινωνικό στρώμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, που αποτέλεσε το στήριγμα της μεταπολεμικής συναίνεσης.
Στη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, όπως αυτή συγκροτείται από τη δεκαετία του ‘80 και έπειτα, όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η ύπαρξη «τάξεων», δηλαδή συστημικών κοινωνικών συνόλων που θα υφίστανται καθόσον διατηρείται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αλλά ούτε καν «κοινωνία», καθώς η τελευταία νοείται απλοϊκά ως το άθροισμα των υποκειμένων που τη συναποτελούν.
Τα όποια κοινωνικά σύνολα αναγνωρίζονται είναι εύκαιρες και διαρκώς ευμετάβλητες «ομάδες συμφερόντων», που σχηματοποιούνται στη βάση ρευστών και συνεχώς, ανά περίσταση, διαφορετικών εννοούμενων συμφερόντων. Γίνεται εμφανές, επομένως, η παραδοξότητα της προεκλογικής νεοφιλελεύθερης ρητορικής να ομνύει περί μεσαίας τάξης, αναγνωρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία βασική αναλυτική κατηγορία του μαρξισμού. Και σαφώς τα πράγματα δυσκολεύονται και περιπλέκονται για την προεκλογική νεοφιλελεύθερη αφήγηση εφόσον ζητηθούν απαντήσεις στα παρακάτω ερωτήματα:
- Εφόσον αναγνωρίζεται η ύπαρξη μεσαίας τάξης, ποιο το εννοιολογικό πλαίσιο αυτής;
- Αν υπάρχουν και άλλες τάξεις, ποιες είναι αυτές;
- Πώς ακριβώς νοείται η μεταξύ τους σχέση και με ποιους όρους επιτυγχάνεται η αναπαραγωγή τους; Αξιόπιστες απαντήσεις, συνεπείς με το μεθοδολογικό και αναλυτιπλαίσιο αναφοράς του νεοφιλελευθερισμού δε μπορούν να δοθούν, εφόσον η έννοια της τάξης ποτέ δεν αποκτά οντολογικό περιεχόμενο. Αν επομένως η νεοφιλελεύθερη αφήγηση δεν μπορεί πρωτίστως να ορίσει και κατ’ επέκταση να αναλύσει την εννοιολογική κατηγορία που χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα στην προεκλογική εκστρατεία, πόσο αξιόπιστη και αποτελεσματική μπορεί να νοηθεί η σχεδιαζόμενη οικονομική πολιτική που βασίζεται σε αυτή;
Ας περάσουμε τώρα στην καταγγελία του νεοφιλελεύθερου λόγου περί καταστροφής και αφανισμού της μεσαίας τάξης τα τελευταία 5 χρόνια, λόγω της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής (συγκεκριμενοποιείται ως φοροεπιδρομή), αφήνοντας συνεπώς να νοηθεί ότι με ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής, η μεσαία τάξη ενδεχομένως, αν όχι να έβγαινε αλώβητη, τουλάχιστον να μην καταστρεφόταν.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: Πρώτον, ήταν και η μεσαία τάξη, οι μικροεπιχειρηματίες που στην αρχή της κρίσης, ως φοροφυγάδες, αντιπαραγωγικοί και μη ανταγωνιστικοί λοιδορούνταν και αυτοί μετά τους εργαζομένους ως φταίχτες και υπαίτιοι της κρίσης.
Δεύτερον, πράγματι το μείγμα πολιτικής και των τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής (διάβαζε μνημόνια) συνετέλεσε στην επιβάρυνση και στη ραγδαία επιδείνωση της ελληνικής μεσαίας τάξης.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν υπήρχε εναλλακτική, συνεπώς καθίσταται βάσιμη η καταγγελία της προεκλογικής νεοφιλελεύθερης ρητορικής ή αν νομοτελειακά το ξεπέρασμα μίας καπιταλιστής κρίσης επιτυγχάνεται και μέσω της ραγδαίας επιδείνωσης της μικροαστικής τάξης, επομένως δε τίθεται ζήτημα καλών ή κακών κυβερνητικών επιλογών, αλλά τουναντίον καθίσταται συστημική αναγκαιότητα η χειροτέρευση της θέσης της μεσαίας τάξης ως αναγκαίας προϋπόθεσης για το ξεπέρασμα της κρίσης.
Αν πράγματι η επιδείνωση της θέσης της μεσαίας τάξης ενέχει νομοτελειακά χαρακτηριστικά, η καταγγελία του «θανάτου» της μεσαία τάξης εν καιρώ κρίσης αποκτά αξιοπιστία ανάλογη με μία ενδεχόμενη καταγγελία της καταιγίδας, που φέρνει αστραπές και βροντές.
Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα θα πρέπει καταρχάς να προσφέρουμε ένα εννοιολογικό πλαίσιο της κρίσης. Οι κρίσεις στον καπιταλισμό μπορεί να πάρουν διαφορετικές μορφές – χρηματοοικονομική κρίση, τραπεζική, νομισματική, κρίση δημοσίου χρέους – σε διαφορετική ένταση και έκταση, εγχώρια κρίση, περιφερειακή, παγκόσμια.
Η ουσία όμως του φαινομένου της καπιταλιστικής κρίσης, σε οποιαδήποτε μορφή και αν αντανακλάται, σε οποιαδήποτε ένταση και έκταση είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους. Δηλαδή, στον καπιταλισμό κρίση συμβαίνει όταν πέφτει το ποσοστό κέρδους.
Το τελευταίο είναι η «καρδιά του κρεμμυδιού», ασχέτως αν δε το βλέπουμε, καθώς γίνονται ορατά μόνο τα φύλλα του, οι διαφορετικές εκφάνσεις (μορφές) της καπιταλιστικής κρίσης. Η καρδιά γίνεται μόνο ορατή και κατανοητή εφόσον αρχίσουμε να ξεφλουδίζουμε το κρεμμύδι, δηλαδή εφόσον κατανοήσουμε ότι οποιαδήποτε καπιταλιστική κρίση, ασχέτως τι μορφή μπορεί να πάρει στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία, είναι κατ’ ουσία κρίση ποσοστού κέρδους.
Αν επομένως η κρίση στον καπιταλισμό νοείται ως η πτώση του ποσοστού κέρδους, πώς νοείται το ξεπέρασμά της; Μα φυσικά με την αύξηση του ποσοστού κέρδους. Και με ποιο τρόπο επιτυγχάνεται αυτό;
- Μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης (μείωση του κόστους εργασίας)
- Εξαφάνιση των ασθενέστερων τμημάτων του κεφαλαίου, ώστε τα πλέον ισχυρά να ενισχύσουν τη μονοπωλιακή του θέση στην αγορά.
- Και ως άμεσα συνεπαγόμενο των 2 παραπάνω, η χειροτέρευση της θέσης της μεσαίας τάξης (κλείσιμο μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αφανισμός μικροεπαγγελματιών).
Θα πρέπει, επομένως, να καθίσταται εμφανές ότι συνιστά νομοτέλεια στον καπιταλισμό, δηλαδή δε γίνεται διαφορετικά, το ξεπέρασμα μίας κρίσης να προϋποθέτει πρωτίστως τη χειροτερεύσει της θέσης του κόσμου της εργασίας και δευτερευόντως να επιτυγχάνεται και εις βάρος της μεσαίας τάξης.
Άρα θα πρέπει να σταματήσουμε να κατηγορούμε την καταιγίδα που φέρνει αστραπές και βροντές και να κατανοήσουμε ότι όσο σημειώνονται καταιγίδες θα έχουμε και αστραπές και βροντές
*Ο Γιώργος Μεραμβελιωτάκης είναι διδάσκων Οικονομικής Θεωρίας και Πολιτικής στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο “Νεάπολις Πάφου”.