Κανένας καπνιστής δεν θυμάται πότε άναψε κι έφερε στα χείλη του το πρώτο του τσιγάρο (συνήθως ήταν μια πεταμένη γόπα). Θυμάται όμως πολύ καλά την σκοτοδίνη, τον βήχα, τα δάκρυα και γενικά μιαν εμπειρία που κανονικά έπρεπε να τον είχε αποτρέψει από αυτήν την κακήν συνήθεια.
Τώρα πώς έφθασε να γίνει το τσιγάρο αναπόσπαστος σύντροφος σε κάθε στιγμή της ζωής του, κανένας δεν μπορεί να δώσει λογική εξήγηση. Οι ίδιοι οι καπνιστές ενώ γνωρίζουν τις βλαβερές επιδράσεις του καπνού στην υγεία και στην τσέπη τους, δηλώνουν αδύναμοι να το αποχωριστούν.
Κι όμως είναι πασιφανές, ότι η αναγκαιότητα του καπνίσματος έγκειται στο γεγονός ότι κάθε ρουφηξιά τούς βοηθά να καλμάρουν, την κούραση, τον θυμό, τα νεύρα, την ανησυχία, και κάθε άλλου είδους φόρτιση.
Αλλά και στις στιγμές επιτυχίας, νίκης, γιορτής, ενθουσιασμού το τσιγάρο γαντζωμένο στο δάκτυλο επιτελεί χρέη ενισχυτή όλων τούτων. Κι η μοναξιά, αυτή η ψυχοφθόρα μοναξιά αβάστακτη θα ήταν χωρίς την μυρωδιά και την γεύση του καπνού.
Κι αυτό το αγόρι το δειλό πού θα βρει το θάρρος να πει στο κορίτσι τα φυλακισμένα μυστικά. Στο τέλος όλοι οι καπνιστές δηλώνουν πιστοί υπηρέτες του, ο καθένας για τον δικό του λόγο κι ας γνωρίζουν ότι είναι η κάθε ρουφηξιά μια μαχαιριά του χάρου.
Με όλα αυτά θα έλεγε κανείς ότι ο αντικαπνιστικός νόμος θα ήταν η σωτηρία των θεριακλήδων καπνιστών και αυτών των παθητικών που απειλούνται από τους ίδιους κινδύνους, εκτός της τσέπης. Δώρο θεού ο νόμος, θα σκεφτεί ο κάθε καλοπροαίρετος πολίτης, επιτέλους θα αναπνεύσουμε.
Τώρα τι θα αναπνεύσουμε άλλο ζήτημα, διότι τα φουγάρα, τα ατμοηλεκτρικά εργοστάσια, οι ψεκασμοί τούτοι κι οι άλλοι, τα αυτοκίνητα, φτωχών και πλουσίων, πανταχού παρόντα, καθώς και τόσοι άλλοι κρυφοί δολοφόνοι μένουν στο απυρόβλητο.
Σωστός και απαραίτητος ο νεκραναστηθείς αντικαπνιστικός νόμος κι όμως η αυστηρότητα, η καθολική απαγόρευση και τα ανήκουστα τσουχτερά πρόστιμα έρχονται να ανατρέψουν το εύσημα της καλής θελήσεως. Για το καλό μας λένε, για το καλό μας κι αυτό φοβίζει.
Αλήθεια τόσο πολύ νοιάζονται για την σωτηρία μας; Δεν υπήρχε μια άλλη πιο βατή λύση του προβλήματος; Στον κάθε καπνιστή, είναι εύκολο να γίνουν πατρίδα μακρινή όλα τα μέχρι τώρα καθημερινά; Κι ο ψυχολογικός παράγοντας του πτωχευμένου Έλληνα, που έχασε μέσα σε λίγα χρόνια το όραμα του, αυτό δεν συνυπολογίστηκε; Κι οι γάμοι κι οι χαρές, τα νεανικά ξενύχτια, ακόμη κι ο αιώνιος αποχαιρετισμός (θάνατος) προσφιλών προσώπων, στο δρόμο θα κάψουμε το τσιγάρο αποχαιρετισμού;
Αυτά πώς μπορούν να αλλάξουν από την μια στιγμή στην άλλη; Με το πρόστιμο; Αυτό του έλειπε του ταλαιπωρημένου Έλληνα. Αν δούμε να αυξάνονται οι αυτοκτονίες θα τολμήσει κανείς να κατηγορήσει την αυστηρότητα του αντικαπνιστικού νόμου; Του νόμου που σε εξορίζει με την πιο παθιασμένη σου ως τώρα συνήθεια. Έτσι στο τσακ μπαμ; Δεν έπρεπε να υπάρξει χρόνος διαπαιδαγώγησης και προσαρμογής;
Αλήθεια για τις καπνοβιομηχανίες γιατί δεν κατατέθηκε ούτε ένα άρθρο, ούτε μια απαγόρευση. Να συμβάλουν κι αυτές στην προσπάθεια μειώνοντας σιγά- σιγά την παραγωγή τους. Να γνωρίζει ο καπνιστής ότι σε λίγα χρόνια θα αγοράζει τον καπνό σε τιμή χρυσού. Μέσα στην αυστηρότητα του νόμου, μήπως κρύβονται ένοχα μυστικά;
Μήπως είναι ένα βήμα που θα οδηγήσει στην πτώχευση τον ελεύθερο επαγγελματία, που κατάφερε να σταθεί όρθιος στην επιδρομή της στημένης κρίσης; Το χειρότερο ,μήπως πάνε να μας λείψουν οι καταδότες κι οι δοσίλογοι και χρειαζόμαστε νέους; Ποια ηθική επιτρέπει τον προδοτικό αριθμό και τι χέρι θα απλωθεί να τον χρησιμοποιήσει για να καταδώσει τον συμπατριώτη του. Κι όλα τούτα δυστυχώς για το καλό μας.
Μήπως τελικά αυτός ο αψυχολόγητος νόμος είναι ένα ακόμη μέσον χειραγώγησης των μαζών, που έρχεται να συμπληρώσει όλα όσα προηγήθηκαν; Το ότι το άτομο δέχεται διαβρωτικές επιρροές τα τελευταία χρόνια είναι εφταφάνερο.
Οι τεχνικές ελέγχου του νου πασίγνωστες. Οι παγκόσμιοι εξουσιαστές ανακατευθύνουν την προσοχή των λαών από τα σημαντικά στα ασήμαντα και κατορθώνουν να γίνει αποδεκτή μια αντιλαϊκή απόφαση αρκεί να την παρουσιάσουν ως «οδυνηρή αλλά αναγκαία».
Η τεχνική να απευθύνονται στο συναίσθημα παρά στην λογική έχει σαν αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες να υπεραμύνονται του εποικισμού της πατρίδα τους υπογράφοντας έτσι το χαμό τους .Γνωρίζουν καλά οι παγκόσμιοι ηγέτες να ενθαρρύνουν το κοινό να αρέσκεται στην μετριότητα και να συνηθίσει σταδιακά στην επίσημη εξαπάτηση.
Και το σπουδαιότερο, που θα μας στοιχίσει ακριβά, είναι το ότι ο καταπιεσμένος έμαθε να αντικαθιστά την κάθε του αντίρρηση (με την δήθεν «κοινή γνώμη») με την ενοχή και τον φόβο. Όλα τούτα που βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας βάζουν την σφραγίδα αμφιβολίας, στον πρόσφατα αναστηθέντα αντικαπνιστικό νόμο. Κι αν ακολουθήσουν κι άλλοι τέτοιοι νόμοι για το καλό μας;
Η ποτοαπαγόρευση παράδειγμα, πολύ το’ χει κάποιος φωστήρας να τον επαναφέρει, όχι για να εφαρμοστεί αλλά για να φέρει τα άνω κάτω; Κι η υποψία η απίθανη (μήπως το δούμε κι αυτό), σε κάποια χρόνια να κυκλοφορούν οι Ελληνίδες με μαντήλα και μπούργκα; Έχει κι αυτή μιαν θέση στις άτακτες του καιρού αμφιβολίες. Δεν είναι απίθανο, το είδαμε να συμβαίνει στο Ιράκ όταν επεβλήθη η Σαρία. Ας αγρυπνούν οι άρχοντες μην πέσουν παντελώς στην παγίδα των δημιουργών της Νέας Τάξεως. Μην υποκύψουν στα άνομά τους σχέδια.
Να γνωρίζουν ότι αν υπάρξει έστω μια φευγαλέα στιγμή αφύπνισης των λαών, όλο το οικοδόμημα των παγκοσμιοποιητών θα καταρρεύσει με πάταγο. Όσο για τον κάθε απαγορευτικό νόμο (μπορεί να φαντάζει όνειρο καλοκαιρινής νυχτός) μα ίσως με την κατάλληλη εκπαίδευση, από κούνιας, της νέας γενιάς, ίσως να μην χρειάζεται καν αντικαπνιστικός νόμος. Θα τον κουβαλούν στα κύτταρα τους τα Ελληνόπουλα.
* Η Ελένη Μανιωράκη – Ζωιδάκη είναι δασκάλα – λογοτέχνις