Το παρόν σημείωμα έχει σκοπό να συμβάλει στον δημόσιο διάλογο περί «αριστείας» από μία εντελώς διαφορετική από αυτή που κυριαρχεί σκοπιά. Ειδικότερα, θέλει να συμβάλει στην ενίσχυση της κριτικής που γίνεται ως προς την εφαρμογή της έννοιας αυτής στην εκπαίδευση – μη μετερχόμενο, όμως, τα συνήθη και μονοδιάστατα, αλλά αρκούντως τεκμηριωμένα, κριτικά επιχειρήματα παιδαγωγών και ψυχολόγων – με το να διαπραγματευτεί την έννοια της «αριστείας» με όρους συστημικούς ώστε να καταδειχτεί ότι: (1) το ακριβές περιεχόμενο της «αριστείας» προσδιορίζεται από το εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο αναφοράς και (2) ως παράγωγο του πρώτου, η έννοια αυτή φέρει σημαίνον ιδεολογικό φορτίο, συνιστώντας έναν ακόμα χρήσιμο ευφημισμό του νεοφιλελευθερισμού στο τομέα της εκπαίδευσης, (άλλο παράδειγμα νεοφιλελεύθερου ευφημισμού συνιστά η έννοια των μεταρρυθμίσεων στο τομέα της οικονομίας).
Με απλά λόγια, το βασικό επιχείρημα του σημειώματος είναι ότι ως «άριστοι» δύναται να αξιολογηθούν μόνο όσοι φέροντες εκείνη τη συγκεκριμένη γνώση, η οποία νομιμοποιεί, αναπαραγάγει και διαιωνίζει τόσο το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα του καπιταλισμού, όσο και αυτό της ύστερης έκφανσής του, του νεοφιλελευθερισμού.
Κατ’ επέκταση, η εφαρμογή της «αριστείας» στην εκπαίδευση δε συνιστά ουδέτερη μεθοδολογία αντικειμενικής αξιολόγησης των εκπαιδευόμενων, αλλά τουναντίον έναν ευφημισμό, μέσω του οποίου επιχειρείται πρωτίστως να επιβραβευθεί εκείνη του τύπου η γνώση η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης και των υποστηριχτών της.
Καταρχάς, στο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της δουλείας, στην αρχαία Ελλάδα, η έννοια της αριστείας ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έννοια της ανδρείας. Η τελευταία αποδιδόταν στο άτομο εκείνο που επιδείκνυε το απαράμιλλο θάρρος και την ενδεδειγμένη τόλμη την ώρα του πολέμου. Άρα, ως άριστος χαρακτηριζόταν εκείνος που έφερε την ανάλογη ανδρεία στη μάχη του πολέμου (χαρακτηριστικό ως προς αυτό, η ευρισκόμενη στα ομηρικά έπη φράση «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης»).
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η έννοια της αριστείας συνδεόταν με αυτή της ανδρείας, δηλαδή με τον ίδιο τον πόλεμο; (Για παράδειγμα δε χαρακτηριζόταν ως «άριστος» ο πρώτος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας). Από πού προκύπτει μία τέτοιου είδους νοηματική-λογική σύνδεση;
Η αναπαραγωγή και η διαιώνιση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος της δουλείας βασίζονταν πρωτίστως στην εκμετάλλευση της εργασίας των δούλων στη γη. Άρα αν επιχειρήσουμε να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, οι ίδιοι οι όροι αναπαραγωγής του συστήματος της δουλείας βασίζονταν κυρίως σε δύο συντελεστές παραγωγής, τους δούλους και τη γη, καθώς από αυτούς προερχόταν ο κύριος όγκος των παραγόμενων αγαθών. Με ποιο τρόπο μία πόλη-κράτος θα μπορούσε να αυξήσει την ποσότητα αυτών των δύο συντελεστών παραγωγής και συνεπώς τη δυνατότητά της για οικονομική μεγέθυνση;
Η απάντηση είναι απλή: με τον πόλεμο. Συνεπώς, στο επίπεδο των ιδεών απαιτούνταν εκείνες ακριβώς οι έννοιες, οι οποίες θα λειτουργούσαν ως «πολλαπλασιαστές πολεμικής παραγωγικότητας» στο συλλογικό συνειδητό, εφόσον δεν αρκεί και μόνο απλά να πολεμήσεις «περί πάτρης» αλλά και να διακριθείς ως «άριστος». Με αυτό ακριβώς τον τρόπο το σύστημα χρησιμοποιούσε μία ιδέα-έννοια, ενσυνείδητη στο συλλογικό υποκείμενο, ώστε να νομιμοποιηθεί και να αναπαραχθεί.
Στις σύγχρονες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, ένα από τα χαρακτηριστικά των οποίων είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του Α.Ε.Π. προέρχεται από τον τριτογενή τομέα (υπηρεσίες), ως σημαίνον παραγωγικός συντελεστής θεωρείται το λεγόμενο «ανθρώπινο κεφάλαιο». Δηλαδή εκείνο ακριβώς το είδος της γνώσης που διαιωνίζει και αναπαράγει το ίδιο το σύστημα του καπιταλισμού και της ύστερης έκφανσής του, του νεοφιλελευθερισμού, εφόσον συνεισφέρει πρωτίστως στη νομιμοποίησή του και δευτερευόντως φυσικά στη μεγέθυνσή του (αύξηση του Α.Ε.Π.). Συνεπώς, ως «άριστος» δύναται να αξιολογηθεί αποκλειστικά και μόνο εκείνος που φέρει, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, εκείνη τη γνώση που είναι σύμφυτη με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των υποστηρικτών του νεοφιλελευθερισμού.
Ας επιχειρήσουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε το παραπάνω επιχείρημα μέσω ενός παραδείγματος. Στην οικονομική επιστήμη υπάρχουν τρεις κυρίαρχες σχολές οικονομικής σκέψης, υπό την έννοια ότι συνιστούν διαφορετικά μεθοδολογικά και αναλυτικά θεωρητικά υποδείγματα και αντανακλούν διαφορετικές ιδεολογικές θεωρήσεις. Εκκινώντας από τα δεξιά και μετακινούμενοι προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος συναντάμε κατά σειρά: τη νεοκλασική σχολή, την κεϋνσιανή και τη μαρξική σχολή οικονομικής σκέψης. Οι δύο πρώτες σχολές είναι υπέρ του καπιταλισμού, με μία όμως ουσιαστική διαφορά.
Η νεοκλασική σχολή είναι υπέρ της πλήρης ελευθερίας των αγορών, δεν επιτρέπεται καμία κρατική παρέμβαση (η επιστημονική έκφανση του νεοφιλελευθερισμού), ενώ ο κεϋνσιανισμός είναι υπέρ της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία (κεϋνσιανές πολιτικές εφαρμόστηκαν από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι χονδρικά τις αρχές τις δεκαετίας του 80, επιστέγασμα των οποίων ήταν, ανάμεσα σε άλλα, το λεγόμενο κράτος πρόνοιας).
Από την άλλη μεριά, η μαρξική σχολή ασκεί έντονη κριτική όχι μόνο στη σύγχρονη έκφανσή του, στον νεοφιλελεθευρισμό, αλλά κυρίως στον ίδιο τον καπιταλισμό, αποβλέποντας στην κατάρρευσή του και στην οικοδόμηση μίας άλλου τύπου κοινωνίας.
Στο πρόγραμμα σπουδών των οικονομικών τμημάτων των πανεπιστημίων σε όλο τον κόσμο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, περιλαμβάνεται η διδασκαλία της νεοκλασικής σχολής (αυτής ακριβώς που νομιμοποιεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, ισχυριζόμενη ότι ο νεοφιλελευθερισμός, και συνεπώς ο καπιταλισμός, είναι το αποτελεσματικότερο οικονομικό σύστημα που μπορεί να εφαρμοστεί), κάποιες μεμονωμένες πτυχές της κεϋνσιανής σχολής, ενώ η μαρξική έχει σχεδόν εξοβελιστεί από αυτά.
Η συνειδητή ως προς τη διδασκαλία της νεοκλασικής σχολής μεροληψία στα οικονομικά τμήματα των πανεπιστημίων έχει ως επακόλουθο ότι ένας φοιτήτης/τρια των οικονομικών έχει ελάχιστες έως και μηδενικές πιθανότητες να γίνει κοινωνός όλου του φάσματος της επιστημονικής γνώσης περί των οικονομικών, γνωρίζοντας και μελετώντας και τις τρεις σχολές οικονομικής σκέψης. Η νεοκλασική οικονομική θεωρία διδάσκεται και προβάλλεται ως η αποκλειστική επιστημονική οικονομική αλήθεια, εξοβελίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο κάθε προσπάθεια ανάπτυξης συστημικής κριτικής σκέψης.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ήταν διαφορετικά; Φαντάζεστε φοιτητές οικονομικών να διδάσκονταν επιστημονική γνώση που θα ασκούσε κριτική στο νεοφιλελευθερισμό (κεϋνσιανή σχολή) ή ακόμα χειρότερα γνώση που θα αμφισβητούσε τον ίδιο τον καπιταλισμό (μαρξική σχολή); Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε βόμβα στα θεμέλια της απαραίτητης νομιμοποιητικής βάσης του συστήματος.
Στο πλαίσιο της «αριστείας», ως άριστοι, επομένως, δύναται να θεωρηθούν αποκλειστικά και μόνο οι φέροντες νεοκλασική παιδεία (καθώς οι ίδιοι βέβαια ενδεχομένως να μην είχαν ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσουν συνολικά τον πλούτο της οικονομικής γνώσης μέσω και των δύο άλλων σχολών σκέψης), δηλαδή εκείνοι ακριβώς που φέρουν τη συγκεκριμένη γνώση, που επιχειρεί να νομιμοποιήσει τη λειτουργία του υπάρχοντος συστήματος ως του καλύτερου δυνατού.
Ενδεικτικό ως προς αυτό είναι το γεγονός ότι τα λεγόμενα «νόμπελ Οικονομίας» έχουν απονεμηθεί όλα αυτά τα χρόνια αποκλειστικά σε νεοκλασικούς οικονομολόγους (μόνο δύο κατέληξαν σε χέρια κεϋνσιανών, οι μαρξιστές οικονομολόγοι δεν υφίστανται για την επιτροπή των νόμπελ). Ακόμα ενδεικτικότερο το γεγονός ότι δόθηκαν τρία νόμπελ Οικονομίας λίγο πριν το 2008 (απαρχή της οικονομικής κρίσης) σε θεωρίες νεοκλασικών οικονομολόγων, οι οποίες πρέσβευαν ότι ο καπιταλισμός έχει καταφέρει να απαλλαγεί από τις περιοδικές κρίσεις του.
Γίνεται, επομένως, εμφανές ότι η έννοια της «αριστείας» δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως προς τις συνέπειες που θα έχει η εφαρμογή της στην εκπαίδευση, αν προηγουμένως δε γίνει κατανοητό, ότι δεν συνιστά μία αντικειμενική ουδέτερη μεθοδολογία αξιολόγησης των εκπαιδευόμενων, αλλά αντιθέτως το ακριβές περιεχόμενο αυτής φέρει ιδεολογικό πρόσημο, θετικό ως προς τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των υποστηριχτών του νεοφιλελευθερισμού.
* Ο Γιώργος Μεραμβελιωτάκης είναι διδάσκων Οικονομικής Θεωρίας & Πολιτικής στο Μεσογειακό Ελληνικό Πανεπιστήμιο και Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου