Στην Ελλάδα και κυρίως στις νησιωτικές περιοχές, πολλά εκατ. m3/έτος υφάλμυρου νερού, με συνολικά διαλυμένα στερεά (TDS) < 10 g/L, απορρέουν στη θάλασσα, που περιέχουν πολύ μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ΤDS (πάνω από τριπλάσιες, δηλαδή > 30g/L). Το ΙΓΜΕ εκτιμά ότι στην Κρήτη αυτή η ποσότητα των υφάλμυρων νερών υπερβαίνει τα 1000 εκατ. m3/έτος.
Η υφαλμύριση των υδροφορέων και η δημιουργία “Αλμυρών” στην Κρήτη οφείλεται κυρίως: (α) Σε μορφολογικές αιτίες, όπου το μικρό πλάτος της Κρήτης σε συνδυασμό με τα υδροπερατά ανθρακικά πετρώματα των ορεινών όγκων, που πολλές φορές έρχονται σε απευθείας επαφή με το ανοικτό μέτωπο της θάλασσας.
Και (β) σε υδρογεωλογικούς λόγους, όπως η τεκτονική δομή, τα καρστικά ρήγματα και οι ανοδικές και καθοδικές κινήσεις της θάλασσας. Οι πιο γνωστοί Αλμυροί της Κρήτης είναι:
(α) Στον ορεινό όγκο της Δίκτης οι Αλμυροί Αγίου Νικολάου (0,17 εκατ. m3/ημ.), Μαλίων και Άρβης.
(β) Στον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη οι Αλμυροί Ηρακλείου (0,3-9,0 εκατ. m3/ημ.), Μπαλί και Αγίου Παύλου.
(γ) Στον ορεινό όγκο του Αστερουσίων ο Αλμυρός Τσούτσουρα και άλλοι.
(δ) Στον ορεινό όγκο του Λευκών ορέων οι Αλμυροί Γεωργιούπολης, Καλαμίου, Καλυβών και άλλοι.
(ε) Στον ορεινό όγκο της Θρύπτης οι Αλμυροί Μαλάβρας και Καψά.
Εκτός όμως από τις φυσικές παράκτιες υφάλμυρες πηγές, υπάρχουν και αυτές που δημιουργούμε, κατά κάποιο τρόπο, τεχνητά. Όπως είναι γνωστό, οι περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες παράγουν υγρά απόβλητα. Καθώς αυξάνεται η συνολική ζήτηση νερού, η ποσότητα των παραγόμενων υγρών αποβλήτων και το συνολικό φορτίο ρύπανσης αυξάνονται συνεχώς σε όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Τμήματος Νερών του ΟΗΕ, περισσότερο από το 80% των υγρών αποβλήτων του πλανήτη και πάνω από το 95% στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, διατίθενται στο περιβάλλον χωρίς καμιά επεξεργασία.
Μόλις τα υγρά απόβλητα, επεξεργασμένα ή μη, διατεθούν σε υδάτινα σώματα, είτε αραιώνονται και μεταφέρονται κατάντη είτε διεισδύουν στους υδροφόρους ορίζοντες, όπου μπορούν να επηρεάσουν τη διαθεσιμότητα των αποθεμάτων γλυκού νερού.
Ο τελικός προορισμός των αποβλήτων, που απορρίπτονται σε ποτάμια και λίμνες είναι συχνά η θάλασσα, με αρνητικές πολλές φορές συνέπειες για το θαλάσσιο περιβάλλον, ιδιαίτερα σε περιοχές με πολυτροφικές θάλασσες.
Στη χώρα μας και φυσικά στην Κρήτη εξαιτίας της επάρατης ΕΕ, έγκαιρα και έγκυρα θεσπίστηκε νομοθεσία (Οδηγία 271 του 1991) που απαγορεύει τη διάθεση ανεπεξέργαστων αποβλήτων στη θάλασσα. Έτσι, σήμερα διατίθενται καθημερινά στη θάλασσα κοντά σε αστικά κέντρα πάνω από 150.000 m3 την ημέρα επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων, με συγκεντρώσεις TDS < 1,00 g/L, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τοπικά κατά κάποιο τρόπο μικροί αλμυροί. Δηλαδή, η ανάμιξη τέτοιων νερών σχετικά καλής ποιότητας παρέχουν τη δυνατότητα να δημιουργηθούν αλμυροί σε πολύ πιο προσιτές, για αξιοποίησή τους θέσεις, από τους υπάρχοντες φυσικούς αλμυρούς.
Σημειώνεται ότι τα νερά αυτά, δηλαδή οι εκροές επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων, που διατίθενται στη θάλασσα είναι πολύ καλύτερης ποιότητας από άλλα διαθέσιμα νερά, όπως είναι σήμερα τα λιγοστά αποθέματα του φράγματος Αποσελέμη, που σε σημαντικό ποσοστό τους είναι ανεπεξέργαστα υγρά απόβλητα των ανάντη οικισμών (Οροπεδίου, Αβδού, Γωνιών και άλλων) και φυσικά άλλων ακαθαρσιών της ευρύτερης λεκάνης απορροής.
Από αυτό το νερό παράγεται πόσιμο νερό με απλή διύλιση και απολύμανση σε αντίθεση με τη διαδικασία της αφαλάτωσης, όπου χρησιμοποιούνται πολύ πιο σύγχρονες μέθοδοι, όπως είναι η υπερδιήθηση, η μικροδιήθηση και η αντίστροφη ώσμωση.
Δυστυχώς σήμερα η αξιοποίηση αυτών των νερών (όπως είναι οι εκροές επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων και τα υφάλμυρα νερά) είναι πολύ μικρή έως μηδενική.
Από τα πρώτα, λιγότερο από το 10% χρησιμοποιούνται για άρδευση τους θερινούς μήνες και από τα υφάλμυρα 2.000-3.000 m3 την ημέρα, παρά το ότι θα μπορούσαν είτε να αφαλατωθούν με μικρό σχετικά κόστος ή να χρησιμοποιηθούν, έστω σε μικρές ποσότητες, μετά από ανάμειξή τους με νερά καλύτερης ποιότητας, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, που η συγκέντρωση των διαλυμένων στερεών μειώνεται σημαντικά.
Σύμφωνα με μετρήσεις του Πολυτεχνείου Κρήτης και άλλων, το νερό της πηγής του Αλμυρού Ηρακλείου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμη και ως πόσιμο για 45-50 ημέρες/έτος, όταν τα TDS< 300 mg/L, που σημαίνει ότι θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν περίπου 5 εκατ. m3 νερού/έτος (βέβαια μετά από αποθήκευσή τους). Τέλος, τα τελευταία χρόνια η αφαλάτωση του θαλασσινού νερού αναπτύσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και φαίνεται ότι στο μέλλον θα αποτελέσει μια από τις κύριες πηγές υδροδότησης σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τα επόμενα έτη προσδοκάται περαιτέρω τεχνολογική βελτίωση των μεμβρανών μακροδιήθησης, υπερδιήθησης, μικροδιήθησης και αντίστροφης ώσμωσης.
Με τους συνεχώς βελτιούμενους τύπους μεμβρανών και κυρίως τη συνεχώς μειούμενη ενέργεια/μονάδα παραγόμενου αφαλατωμένου νερού, το κόστος της αφαλάτωσης θα εξακολουθήσει να μειώνεται σημαντικά τα επόμενα έτη. Επίσης, η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενεργείας θα επιφέρει επιπλέον μείωση του κόστους παραγωγής αφαλατωμένου νερού. Γι’ αυτό, η ανάπτυξη πράσινων μονάδων αφαλάτωσης είναι μια ήδη εφαρμόσιμη τεχνολογία στην Καλιφόρνια, στο Ισραήλ και άλλες χώρες.
Με βάση τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα, η αύξηση της δυναμικότητας μιας μονάδας αφαλάτωσης και/ή η μειωμένη συγκέντρωση διαλυμένων στερεών στο προς αφαλάτωση νερό μειώνουν σημαντικά το κόστος αφαλάτωσης. Γι’ αυτό η ανάμιξη θαλασσινού νερού με εκροές επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων, προκειμένου να μειωθούν τα TDS στο προς αφαλάτωση νερό, θα πρέπει να θεωρηθεί σοβαρά. Κι’ αυτό αφορά τη δυνατότητα παραγωγής τόσο πόσιμου, όσο και αρδευτικού νερού με πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής.