Γράφει η Κλεάνθη Κυπριωτάκη

Και στου χωριού την εκκλησία του Σταυρωμένου η πληγή ξανάρχισε να στάζει κι ο ήλιος μάς λησμόνησε κι αργεί να βασιλέψει.
Τάσος Λειβαδίτης

Το Πάσχα εκείνη τη χρονιά ήταν πρώιμο αρχές του Απρίλη Μεγαλοβδόμαδο και η μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, με χαμηλωμένα τα φώτα και ντυμένη με μαύρα κρέπια, θρηνούσε κάθε βράδυ τα πάθη του Χριστού.

Ο παπά-Γιάννης, καταπονημένος από την πολυήμερη νηστεία και την κόπωση της Μεγάλης Σαρακοστής, με μορφή ασκητική, έμοιαζε θαρρείς βγαλμένος από παλαιά βυζαντινή εικόνα. Όρθιος μπροστά στην Ωραία Πύλη, με την κατάλευκη κυματιστή γενειάδα του και το λιπόσαρκο, αυστηρό πρόσωπό του γεμάτο θλίψη για την αχαριστία, την απιστία και την προδοσία των ανθρώπων, καλούσε τους πιστούς να μετανοήσουν για τα κρίματά τους, να νηστέψουν και να προσευχηθούν για τη σωτηρία τους.

– Μετανοήστε, Χριστιανοί. Ξεχάστε για λίγο τα εγκόσμια. Ξεχάστε τα μίση και τα πάθη, τα συμφέροντα και τις διαφορές σας. Συχωρηθείτε συναλλήλως. Αδερφωθείτε, νηστέψετε. Βάλτε χαλινάρι στο σώμα και στις ορέξεις του. Κοινωνήστε. Ανοίξετε τις πύλες της ψυχής σας, δεχτείτε το φως το αληθινό. Συμπορευτείτε αυτές τις άγιες μέρες με τον Θεάνθρωπο, στον τόπο του μαρτυρίου, όπου βασανίζεται για τις δικές μας αμαρτίες.

Και οι πιστοί, άνδρες, γυναίκες, νέοι και γέροι έπεφταν όλοι στα γόνατα. Με γονυκλισίες και μετάνοιες κάθε βράδυ, με παρακλήσεις και υποσχέσεις για εγκράτεια και δικαιοσύνη, για συναδέλφωση και αλληλεγγύη, μάχονταν όλοι να ξεφορτωθούν τις αμαρτίες τους. Να τις φορτώσουν στο Σταυρό του Χριστού,  να τον κάνουν ασήκωτο, να ξαλαφρώσουν οι ίδιοι.

“Εκείνος μπορεί” σκέφτονταν. “Θεός είναι, μπορεί ν’ αντέξει το βάρος. Γι’ αυτό τον έστειλε ο Πατέρας του στη γη.  Αλλιώς τι “αίρων τις αμαρτίες του κόσμου” θα ‘τανε. Τον άνθρωπο, μαθές, τον έπλασε αδύναμο ο Παντοκράτορας, που θα πει αμαρτωλό. Μα είναι πολυεύσπλαχνος Πατέρας, δοξασμένο τ’ όνομά Του. Συμπονεί τα πλάσματά του. Όλο το χρόνο μας αφήνει ελεύθερους. Τρώμε, πίνουμε, κλέβουμε, μοιχεύουμε, αδικούμε. Και σαν βουτηχτούμε στην αμαρτία ίσαμε το λαιμό, πέμπει το γιο του να φορτωθεί τα κρίματά μας, για να μπορέσουμε κι εμείς ξαλαφρωμένοι να πορευτούμε στο δικό μας καθημειρνό Γολγοθά. Τον Γολγοθά της ζωής. Αυτό θα πει “ισορροπία του κόσμου”. Αυτό θα πει “… τα πάντα εν σοφία εποίησε”.

Σε μια γωνιά της εκκλησίας, στριμωγμένες σε μια παλιά καρέκλα, που κουβαλούσε από το σπίτι του, παρακολουθούσε τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και ο κυρ Ασημάκης, ο τζαμπάζης και τοκογλύφος του χωριού. Έβλεπε όλο αυτό το ανθρωπομάνι να σταυροκοπιέται, να προσκυνά τις εικόνες, να κλαίει, ν’ ανάβει κεριά και λαμπάδες, να κάνει μετάνοιες και προσευχές και γελούσε μέσα του. “Τους θεομπαίχτες” σκεφτόταν. “Εκάμανε και το Θεό σαν τα μούτρα τους. Ποιον θαρρούνε πως κοροϊδεύουνε, οι σταυρωτήδες. Κλέβει ο ένας τον άλλον, τρώει ο ένας τον άλλον, βγάζουν τα μάτια τους, πουλιούνταν κι αγοράζονται συναλλήλως, ανοίγουνε ο ένας τ’ άλλου το λάκκο. Ύστερα έρχονται στην εκκλησία, τάχα μου μετανιωμένοι και παζαρεύουνε με το Θεό τις παλιανθρωπιές τους. Με τα κεριά και τα λιβάνια, με νηστείες και μετάνοιες, προσπαθούν να τον ξεγελάσουν, να τον δωροδοκήσουν, να τους δώσει συγχωροχάρτι. Λες και δεν ξέρει ο Πανάγαθος με τι κουμάσια έχει να κάμει…”.

Κοίταξε ο κυρ Ασημάκης τις εικόνες γύρω, φορτωμένες με χρυσό και ασημένια τάματα. Κοσμήματα, δαχτυλίδια, βέρες, βραχιόλια, καδένες χρυσές, ακόμα και στέφανα γάμου υπήρχαν στην εικόνα της Παναγίας. Τα χρυσοποίκιλτα φωτοστέφανα στα κεφάλια των Αγίων. Το σκαλιστό τέμπλο από βαρύτιμο ξύλο. Τον ακριβό πολυέλαιο ν’ αστράφτει κάτω από τον τρούλο της εκκλησίας.

Τις λαμπάδες και τα αμέτρητα κεριά, που έτρεχε ο νεωκόρος να τα σβήσει, πριν προλάβουν καλά-καλά οι πιστοί να τ’ ανάψουν, μήπως και πέσει έξω η επιχείρηση της εκκλησίας. Και τους επιτρόπους να σκέκονται καμαρωτοί πίσω από το παγκάρι. Κοιλαράδες, καλοθρεμμένοι να μετρούνε με βουλιμία το υστέρημα που έριχναν στον δίσκο οι φτωχοί. Να παριστάνουν τους σπουδαίους, τους επίλεκτους, τους θεματοφύλακες.

“Εμπόριο την κάμανε την εκκλησία οι αγιογδύτες” σκεφτότανε. “Τι σπατάλες, τι πεταμένα λεφτά, τι στράφι έξοδα. Τι χρειάζονται όλα τούτα, σε τι βοηθούνε,  ποιος τους τα ζήτησε; Όχι βέβαια ο Θεός. Ξεχνούνε οι αθεόφοβοι πως ο Χριστός γεννήθηκε σε σπηλιά ανάμεσα σε αιγοπρόβατα και βόδια, πάνω στα σανά  και τα άχυρα, γυμνός το καταχείμωνο.  Ξεχάσανε πως έπιασε το βούρδουλα κι έδιωξε από τον οίκο του Πατέρα του τους εμπόρους και τους μεταπράτες, που τον είχαν μετατρέψει σε λαϊκό παζάρι”.

Όλους τους μάχουνταν, τους κατηγορούσε ο Ασημάκης. Και μόνο για τον παπά-Γιάννη δεν έβρισκε κακό λόγο.  Σεμνός, ταπεινός, λγοδίαιτος, ασκητικός, με το τριμμένο ράσο και τη σεβάσμια  μορφή, αποτελούσε τον ιδανικό εκπρόσωπο του Θεού στη γη. Φτωχός, άμισθος, άπορος έκοβε τη μπουκιά από το στόμα του για να τη δώσει στον πεινασμένο, στον οδοιπόρο, στον κατατρεγμένο. Μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στο εκκλησιαστικό του έργο και στις ανάγκες των συγχωριανών του. Όπου άρρωστος, ανήμπορος, πολυφαμελίτης, εκεί και ο παπα-Γιάννης, αρωγός και συμπαραστάτης. Δεν χρειαζόταν εκείνος Ουράνια Βασιλεία και παραδείσους. Εκείνος ήταν από μόνος του ένας Άγιος μέσα στην επίγεια κόλαση των ανθρώπων.

Δεν ήταν ντόπιος Σελενιώτης ο κυρ Ασημάκης. Κανένας δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια του και πώς βρέθηκε ξεριζωμένος σε τούτο το χωριό. Ο ίδιος δεν μιλούσε ποτέ για τις ρίζες του, για τη ζωή του. Λιγομίλητος και βλοσυρός δεν έπιανε κουβέντα εύκολα, δεν ανοιγόταν σε κανέναν. Ήταν ένας μικροκαμωμένος, λιανοκάματος άνδρας, με δύο έξυπνα βαθουλωτά μάτια πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά σφηνωμένα στη γαμψή του μύτη κι ένα αραιό γενάκι στο μυτερό πηγούνι του με μια τριμμένη νησιώτικη βράκα, που άφηνε ακάλυπτα τα ξερακιανά αντικνήμια του. Μια ξεχωριασμένη από την πολυκαιρία μπολένια πουκαμίσα κι ένα μαύρο σκουφί στο κεφάλι, γλιστρούσε αθόρυβα με τα στραβοπατημένα, χιλιομπαλωμένα παπούτσια του στα σοκάκια του χωριού, αποφεύγοντας επιμελώς τα πολυσύχναστα μέρη.  Δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους. Δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με κανέναν, δεν πήγαινε στο σπίτι κανενός. Στο καφενείο του χωριού δεν πατούσε. Στο μπακάλικο δεν έμπαινε, στο κουρείο δεν πήγαινε να κουρευτεί. Ολομόναχος στο φτωχικό μόνοσπιτό του, ζούσε με τη γριά-Μελάμπω, την παραμάνα του, που τον φρόντιζε σαν δικό της παιδί.

Η μόνη επικοινωνία κι επαφή του με τον κόσμο περιοριζόταν στις σύντομες οικονομικές συναλλαγές του και στην εκκλησία, όπου παρακολουθούσε με ευλάβεια τη θεία λειτουργία όλο το χρόνο, ανελλιπώς…

Μαθεύτηκε ωστόσο πως ο Ασημάκης καταγόταν από πατέρα Αρμένη και μητέρα Εβραία. Ο πατέρας του, μεγαλέμπορος ναυτιλιακών ειδών στη Σμύρνη, διατηρούσε αλυσίδα καταστημάτων σε όλες τις παραθαλάσσιες πόλεις της περιοχής. Κορυφαίος επιχειρηματίας, έντιμος στις συναλλαγές του, πολυταξιδευμένος και γλωσσομαθής, αποτελούσε αξιόλογο οικονομικό παράγοντα του τόπου του και απολάμβανε το σεβασμό και την εκτίμηση των συμπολιτών του.

Το σπίτι του, ένα αρχοντικό, όπου περίσσευε ο πλούτος και η πολυτέλεια, ήταν πάντα ανοιχτό στους επιχειρηματικούς κύκλους αλλά και στον κόσμο του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών.  Η γυναίκα του, μια πανέμορφη Εβραιοπούλα, που γνώρισε και αγάπησε σε ένα από τα ταξίδια του, υπήρξε εξαίρετη σύζυγος και μητέρα και άψογη οικοδέσποινα. Την ευτυχία τους συμπλήρωσε η γέννηση του Ασημάκη. Ο πατέρας τον προόριζε διάδοχο στις μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις του, γι’ αυτό και φρόντιζε από νωρίς τη μόρφωσή του, ώσπου ξέσπασε η μεγάλη συμφορά…

Απόσπασμα από το έργο της “Τελευταία Σελίδα”