Οψές αργά ξεκίνησα, στο σπίτι μας να πάω

Εξέχασα για μια στιγμή, ήντα θα πα να κάνω;

Απούναι σφαλιχτό γερά,πάνω από δέκα χρόνους

Και κλείνει μέσα δάκρυα, αβάσταχτους τσοι πόνους

Έκανα πέτρα την καρδιά, την πόρτα για ν ανοίξω

Μα δεν εβάσταξα γερά, μέσα για να ξανοίξω

Άλλες φορές εθώρουνα, από μακρά την πόρτα

ορθάνοιχτη κι η μάνα μας, να καθαρίζει χόρτα

Τση Παναγιάς εσίμωνε, και κάναμε νηστεία

Την άλλη μέρα το πρωί,όλοι στην εκκλησία

Να μεταλάβουμε μαζί ΜΑΝΑ, παιδιά κι εγγόνια

Νε ευχηθούμε γκαρδιακά, να ναι πολλά τα χρόνια

Σαν άνοιξα αντίκρισα,μόνο φωτογραφία

Τση ΜΑΝΑΣ άπου έλλειπε, μα έμοιαζε Παναγία

Λέω τση ΜΑΝΑ ήρθαμε…. μα απάντηση καμία!

Ετότεσας γονάτισα μπρος στη φωτογραφία …

Λέω τση…

Σήκω μανούλα μου γλυκιά, τση Παναγιάς σιμώνει

Άνοιξε πόρτες διάπλατα, να μπούνε οι γειτόνοι…,

… ως έκανες αλλοτινά, με τα τσικαλικά σου

Ήρθαν κοπέλια του χωριού, μαζί και τα δικά σου.

Μέρα και νύχτα μάνα μου, τση Παναγιάς το λέω

απούναι Μάνα και γροικά, και κάθομαι και κλαίω

Κι άξαφνα μια στάξη δάκρυο, τα μάθια τση εστάξα

εθάμπωσε μου τη θωριά, και στην καρδιά εφτάξα

Μη κλαίς μανούλα μου καλή, γιατ’ οι ψυχές δε κλαίνε

Μόνο σε σπίτια τριγυρνούν, που τό’νομά τους λένε

Εγώ Μανούλα μου γλυκιά, θερμά παρακαλώ ΣΕ

Τση Παναγιάς, αν την ιδείς, καλό τραπέζι στρώσε

Στρώσε τραπέζι που’στρωνες άλλοτε τέτοια μέρα

Και κάλεσε και τον μπαμπά, ετσά οι καιροί τα φέρα.

Κι εμείς μανούλα μου γλυκιά, να ξέρεις πως μπορούμε

ετσά τραπέζι μεσ’ στο νου. μέρα γιορτής να ζούμε.

Κάθε δεκαπενταύγουστο οι θύμησες με πνίγουν

Βαθύ πηγάδι η καρδιά και δύσκολο θα φύγουν.

Μάνα γλυκιά, μοναδική ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ …!

Ήλιο φεγγάρι στη ζωή, σ είχα πριχού κλειστούνε

τα μάτια σου που και σβηστά, ακόμη μ’ οδηγούνε!

 

Χρόνια πολλά σε όλες τις μάνες όπου και να βρίσκονται!