Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά είναι ιδιαίτερα ανησυχητική και σε πρώτη ανάγνωση δεν διαφαίνεται εύκολη διέξοδος.
Μια είδηση την οποία το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος αρχικά αντιμετώπισε με μειδίαμα, λόγω των ουσιωδώς λανθασμένων χειρισμών της, θα προκαλέσει τελικά τεράστια ζημιά στη κυβέρνηση – η οποία σταδιακά φαίνεται να χάνει όλα τα ερείσματα που έχει στο πολιτικό κέντρο – και θα βάλει τη χώρα σε περιπέτειες σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, αφού πρώτα ο ίδιος επέμεινε με μια τροπολογία να ελαχιστοποιήσει τα απαιτούμενα τυπικά (και ουσιαστικά) προσόντα για διορισμό στη θέση του αρχηγού της ΕΥΠ – εξευτελίζοντας στην πράξη τις εξαγγελίες περί αξιοκρατίας και κυβέρνησης των αρίστων – αντί να αναλάβει τις ευθύνες του εκφωνώντας ένα ανεπιφύλακτο mea culpa και ζητώντας συγνώμη από τον Ελληνικό λαό, εκτίθεται όλο και περισσότερο προβάλλοντας θέσεις που ελάχιστα συνάδουν με τις διακηρύξεις του περί δημιουργίας ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους.
Το πρόβλημα
Όπως έχει επισημανθεί και από άλλους η ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στην συγκυριακά ατυχή επιλογή προσώπων αλλά σε λανθασμένες αντιλήψεις, τόσο σε σχέση με τον ρόλο και τις ικανότητες των εκπροσώπων του κράτους και της αγοράς όσο και σε σχέση με την αναγκαιότητα ή μη τυπικών και ουσιαστικών προσόντων για την κάλυψη συγκεκριμένων θέσεων.
Η αγορά και το κράτος έχουν τελείως διακριτούς και συμπληρωματικούς ρόλους στις σύγχρονες κοινωνίες. Η αγορά δημιουργεί, εκμεταλλεύεται ευκαιρίες και καινοτομεί, ενώ το κράτος καλείται να θέσει τους όρους του παιχνιδιού, να περιορίσει τις υπερβολές της αγοράς, να αμβλύνει τις ανισότητες που συχνά αυτή προκαλεί και να αντισταθμίσει τους περιορισμούς της.
Ισχυρά κράτη χρειάζονται λειτουργική συνέχεια και μια δημόσια διοίκηση και δομές οι οποίες ιδανικά θα μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά ακόμη και αν δεν υπάρχει κυβέρνηση.
Παρά τις γνωστές παθογένειες μέρους του δημοσίου, οι δημόσιοι λειτουργοί δεν είναι ούτε πρέπει να αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως πολίτες β´κατηγορίας, και κατά συνέπεια ως a priori κατώτεροι από τους αντίστοιχους εκπροσώπους της ελεύθερης αγοράς.
Αν θέλουμε κάποια στιγμή να είμαστε σε θέση να παράγουμε δημόσιους λειτουργούς του διαμετρήματος ενός P. Volcker (του κεντρικού τραπεζίτη των ΗΠΑ, ο οποίος αντιτιθέμενος κυριολεκτικά στους πάντες, πιστώνεται με την τιθάσευση του υπερπληθωρισμού της δεκαετίας του 70), θα πρέπει να ξεκινήσουμε σήμερα να δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για αυτό. Ο σεβασμός και η δυνατότητα για ανέλιξη σε θέσεις ευθύνης είναι σίγουρα βασικές προϋποθέσεις.
Αντίστοιχα, παρότι τα πτυχία και τα λοιπά «τυπικά» προσόντα – που σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται και από το περιβάλλον που μεγαλώνει κανείς και τις ευκαιρίες που αυτό προσφέρει – δεν καθορίζουν φυσικά μονοπλεύρως τις ικανότητες και την αξία ενός ανθρώπου, εντούτοις, μας αρέσει ή όχι, συγκεκριμένες θέσεις και ρόλοι απαιτούν συγκεκριμένα προσόντα.
Ειδικά δε σε θέσεις καίριες για την λειτουργία και ασφάλεια του κράτους – εν προκειμένω και του πολιτεύματος – είναι αδιανόητο με μια άσχετη τροπολογία να φυτεύονται άνθρωποι με ελάχιστη σχέση με το αντικείμενο και μόνο ουσιαστικό προσόν την εγγύτητα, εικάζουμε και υπακοή, στο εκάστοτε κέντρο εξουσίας.
Ο δρόμος μπροστά
Αντί να βιαστεί να καταθέσει, μονομερώς, μια ΠΝΠ, ο πρωθυπουργός έπρεπε -και πρέπει- να βγει δημοσίως και, αφού αναλάβει ουσιαστικά τις ευθύνες του, να εξηγήσει ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στην υπόθεση των παρακολουθήσεων δεν ήταν τυπικά ασύμφωνες με το γράμμα του νόμου, εντούτοις απείχαν μακράν από το πνεύμα του νόμου.
Η νομοθεσία περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν εισήχθη, ελπίζουμε, για να καταστεί ευκολότερη η παρακολούθηση των Ελλήνων – πόσο μάλλον των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης – αλλά για να καταστεί αποτελεσματικότερη η προστασία της χώρας και των πολιτών της.
Προφανώς η σχετική νομοθεσία χρήζει άμεσης αναθεώρησης: εντούτοις η κυβέρνηση έχει απολέσει την εμπιστοσύνη των πολιτών αναφορικά με την ειλικρίνεια των προθέσεων της και – σε τελική ανάλυση – ως προς την ικανότητα της να επιλύσει το ζήτημα με τον βέλτιστο για την κοινωνία τρόπο.
Αν ο πρωθυπουργός πραγματικά πιστεύει όσα κατά καιρούς ευαγγελίζεται, περί δημιουργίας ενός σύγχρονου κράτους δικαίου, τότε οφείλει να εγκαταλείψει τις βιαστικές λύσεις, να παρακάμψει τα κομματικά στεγανά και με την ενεργό και ουσιαστική συμβολή όλων των κοινοβουλευτικών παρατάξεων, να καταλήξουν σε μια σειρά προτάσεων που θα προστατεύουν ουσιωδώς τη δημοκρατία και τους πολίτες της χώρας τόσο από εξωτερικούς όσο και από εσωτερικούς εχθρούς.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, απαιτείται φυσικά η ριζική αλλαγή της «στρατηγικής» διαχείρισης κρίσης που επέλεξε η κυβέρνηση, κάτι που ενδεχομένως να τσαλακώσει τον υπέρμετρο εγωισμό και την αλαζονεία κάποιων. Ας είναι έτσι, οι συνθήκες και η χώρα το απαιτούν· ούτως ή άλλως, οι εναλλακτικές είναι πολύ χειρότερες.
* Ο Μηνάς Κ. Σηφάκης είναι φυσικός