Εξήντα τέσσερις ημέρες και τέσσερις ώρες μετά… Δύο μήνες και κάτι, θα αποτελούν για πάντα από εδώ και στο εξής, το χρονικό της πρωτόγνωρης αλλά επιβεβλημένης καραντίνας σωτηρίας, έναντι του νέου γνωστού –  άγνωστου ιού Covid- 19, που ήρθε για να συνταράξει συθέμελα την καθημερινότητα και τις ζωές μας.

Και τώρα που φαίνεται  να παίρνουμε σταδιακά τη ζωή και πάλι στα χέρια μας, με υπηρεσίες, μαγαζιά, σχολεία να ανοίγουν και να υποδέχονται το κοινό τους, με παραλίες να γεμίζουν από λουόμενους, με όνειρα που αρχίζουν να εκκολάπτονται ξανά, ποιος  θα είναι άραγε ο απόηχος αυτής της συγκλονιστικής μάχης με τον αόρατο εχθρό; Η επαναφορά στην «κανονικότητα», όπως φυσικά ο καθένας την ορίζει και την αντιλαμβάνεται, θα μας βρει ίδιους ή για πάντα διαφορετικούς;

Το μόνο σίγουρο, είναι ότι στον καθένα από εμάς, θα έχει μείνει μια διαφορετική γεύση στην ψυχή, από αυτόν το πρωτόγνωρο αγώνα επιβίωσης. Γιατί όλοι μας  θα μπορούσαμε να παρομοιαστούμε εύκολα, με ταξιδιώτες , που άθελά τους κατά το ταξίδι τους, έχασαν το δρόμο και μετατράπηκαν ξαφνικά και βίαια σε εξερευνητές νέων απάτητων εδαφών, βιώνοντας ταυτόχρονα, τη λαχτάρα να ταυτοποιήσουν το άγνωστο και την αγωνία για επιβίωση.

Άλλοι, μέσα από αυτή την εξερεύνηση, φαίνεται ότι κατόρθωσαν να αφήσουν μια χαραμάδα ανοικτή στο φως για να τους οδηγήσει στο κατάλληλο μονοπάτι κι άλλοι έχασαν το δρόμο και περιπλανώνται ακόμη με πυξίδα την αβεβαιότητα και την αμφιβολία. Σίγουρα όμως και οι δύο πλευρές, δεν μπορούν να  διακρίνουν ακόμη ξεκάθαρα τον ορίζοντα, ούτε και να προβλέψουν τα μελλούμενα…

Αναμφισβήτητα το χρονικό διάστημα που πέρασε, άσκησε διαφορετική επίδραση  στον καθένα μας ξεχωριστά και μας ανάγκασε, όχι κακώς απαραίτητα, να προσαρμοστούμε σε νέα δεδομένα. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, είδαμε τη ζωή από διαφορετική σκοπιά, δοκιμάσαμε τα όρια μας, ανακαλύψαμε τον άγνωστο εαυτό μας, γυρίσαμε το « νόμισμα» κι από την άλλη πλευρά.

Ήρθαμε αντιμέτωποι με την αμείλικτα αδιάφορη έως τώρα καθημερινότητά μας, αντιληφθήκαμε την ψευδαίσθηση της εικονικής μας ευτυχίας και πήραμε το έναυσμα για να κυνηγήσουμε από εδώ και στο εξής την πραγματική εκδοχή της, δίνοντάς της σάρκα και οστά. Αντιληφθήκαμε πως η ρουτίνα και το αιώνιο κυνήγι της επιβίωσης, μας «προγραμμάτισαν», να υπάρχουμε, χωρίς να ζούμε, λες και θα ζούμε αιώνια, και να αναβάλλουμε την ευτυχία για αύριο. Δεν προλαβαίνουμε πια, να σκεφτούμε ή πιο ορθά να συλλογιστούμε, να ενδοσκοπήσουμε τον εαυτό μας, να αφουγκραστούμε τον πόνο του διπλανού μας

. Αποταμιεύουμε χρήματα πάνω σε χρήματα, στριμώχνουμε συναισθήματα, ανομολόγητα σ΄αγαπώ, όνειρα σε καλά κρυμμένα μπαούλα, στα έγκατα του εαυτού μας, ώστε να επενδύσουμε στο μέλλον. Ποιο μέλλον;  Αφήνουμε αναπάντητα ερωτήματα, εκκρεμότητες σε συρτάρια του μυαλού και της ψυχής, λέμε «ασ’ το για αύριο».

Ήρθε όμως το σήμερα, σε σύμπραξη με το αύριο, απρόβλεπτο, αυστηρό και «αδέκαστο», για να μας δώσει ένα γερό χαστούκι, ξυπνώντας μας από το λήθαργο, στον οποίο έχουμε βυθιστεί. Άνοιξε μια παρένθεση, πατήθηκε παύση στη μηχανή του χρόνου και ο φόβος, η αβεβαιότητα, το άγνωστο, μας επισκέφτηκαν για να μας ταρακουνήσουν, να μας προβληματίσουν, να μας συνετίσουν.

Κάποιοι το αντιλήφθηκαν.  Κάποιοι άλλοι όχι. Άλλωστε αυτό ήταν και το αναμενόμενο, επιβεβαιώνοντας το γνωστό ρητό «ο καθένας ό, τι έχει δίνει» ή « βλέπει αυτός που θέλει να δει». Όπως έχει πει και ο σπουδαίος ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν, « Δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα.

Τα βλέπουμε σύμφωνα με το ποιοι είμαστε εμείς». Για να δεις καθαρά φυσικά, πρέπει να αποστασιοποιηθείς, να απεκδυθείς οποιουδήποτε εγωισμού ή ιδιοτέλειας, να αποκρούσεις αναξιόπιστες επιρροές και έπειτα με καθαρή κρίση, ως αντικειμενικός παρατηρητής να εκτιμήσεις, να αξιολογήσεις πράγματα και καταστάσεις και τέλος με ασφάλεια πια, να εκφράσεις απόψεις και να ασκήσεις επιρροές.

Πόσοι λοιπόν άλλαξαν και πόσοι απλώς ξεπάγωσαν τη στιγμή και ξεκίνησαν ακριβώς από το ίδιο σημείο στο οποίο σταμάτησαν; Το αν η αλλαγή είχε πρόσκαιρο ή μόνιμο χαρακτήρα, σίγουρα θα φανεί στο προσεχές μέλλον ή και ίσως να μην έχει καμμία απολύτως ουσιαστική σημασία, αφού τελικά από το λίγο έρχεται και το πολύ. Έστω κι αυτές οι μικρές αλλαγές στους εαυτούς μας και στο πως αντιμετωπίζουμε το  περιβάλλον και τους γύρω μας, να αποτελέσουν την αρχή για ένα καλύτερο αύριο.

Και να, που πρέπει ακόμη, να τηρούμε τους κανόνες κοινωνικής απόστασης, αλλά όχι και αποστασιοποίησης όπως λανθασμένα ανέφεραν κάποιοι, αναγκασμένοι να κρύβουμε το χαμόγελό μας πίσω από υφασμάτινες μάσκες που δυσχεραίνουν την αναπνοή, μην μπορώντας ακόμη να αγκαλιάσουμε και να φιλήσουμε τους αγαπημένους μας, μη έχοντας τη δυνατότητα να χαιρετίσουμε ή να συγχαρούμε με μία χειραψία, κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας αλλά και καχυποψίας υποκινούμενης από το σαράκι του φόβου. Γιατί τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη οριστικά. Κερδίσαμε όλοι μαζί μια δύσκολη μάχη, αλλά όχι και τον πόλεμο, καθώς ο εχθρός ίσως ήρθε για να μείνει, ποιος ξέρει για πόσο ακόμη.

Όλοι μας με τις θυσίες μας ατομικές και συλλογικές, ορθώσαμε ανάστημα απέναντι στην απειλή και ενωμένοι ως οφείλαμε, διαφυλάξαμε το αγαθό της υγείας και της ζωής για εμάς και τους ευπαθείς οικείους αγαπημένους μας, διατηρώντας ευτυχώς μια μικρή λίστα θυμάτων σ’ αυτό τον άνισο πόλεμο.

Αποδείξαμε έμπρακτα πως όλοι μαζί, μπορούμε να κατορθώσουμε θαύματα. Είναι προφανές και αποδεκτό από όλους, πως τα έγκαιρα και ορθά μέτρα που λήφθηκαν από τους αρμοδίους, συνετέλεσαν ουσιαστικά στο θαυμαστό αυτό αποτέλεσμα, που μας κατέστησε παράδειγμα προς μίμηση σε όλες τις προηγμένες χώρες του κόσμου.

Μπροστά στη μικρή αυτή νίκη μας, ας σταθούμε μετριοπαθείς, συνετοί και σεμνοί. Χρειαζόμαστε ακόμη προσπάθεια, υπευθυνότητα, υπομονή και μέτρο σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητάς μας για να διατηρήσουμε στερεό, το οικοδόμημά μας. Ας μην  επιτρέψουμε, σε όποιους εξωγενείς παράγοντες, να μας αποπροσανατολίσουν από το δρόμο της λογικής  και της ευθύνης. Κάποιοι επιμένουν χωρίς φόβο αλλά με περισσό «πάθος», πως ζήσαμε ή ζούμε ένα ψέμα, μια υπερβολή.

Σ’ αυτό θα μπορούσε να απαντήσει με την ψυχή, τη συνείδηση και την ειλικρίνειά του, όποιος από το μετερίζι του βίωσε την πραγματική αγωνία, το φόβο, την απώλεια αλλά και την ανακούφιση και την εσωτερική πληρότητα που προκαλεί η νίκη της ζωής, πως όχι, δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι ψέμα ο θάνατος τόσων χιλιάδων ψυχών αλλά ούτε και η ανάρρωση και επιβίωση σχεδόν άλλων τόσων. Ας αποδιώξουμε, ας αποτινάξουμε τη σκόνη της άρνησης, που ως μέσο ψυχικής άμυνας, τείνει να ακυρώνει ό, τι δεν μπορεί ο ανθρώπινος νους να ερμηνεύσει ή να αποδεχτεί.

Απέναντι στη συγκυρία αυτή, οφείλουμε και πρέπει να παραμείνουμε ενωμένοι, ώστε να συνεχίσουμε να αποτελούμε παράδειγμα προς μίμηση. Διαφορετικά μια πιθανή διχόνοια μας, θα μπορούσε να μας αποπροσανατολίσει και να δώσει στον «εχθρό» την ευκαιρία να ανασυνταχθεί και με ένα νέο στρατηγικό  σχέδιο να μας αιφνιδιάσει καταστροφικά. Ίσως τότε να μη σταθούμε το ίδιο τυχεροί.

Ας μην επιβεβαιώσουμε για άλλη μια φορά στην ιστορία μας, πως επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος και αντιγράφουμε τα μελανά σημεία της, που όλα είχαν «κατά παράδοση» ως εφαλτήριο την έλλειψη ενότητας. Αυτή τη φορά  δεν έχουμε περιθώριο, ούτε άλλη επιλογή εκτός από την ενότητα και την ομοψυχία. Γιατί η μάχη μας τώρα έχει γίνει «θέμα ζωής και θανάτου». Γιατί η ζωή είναι μόνο αυτή που δικαιούται τη νίκη και το τελικό χειροκρότημα από τα μπαλκόνια της ψυχής και της συνείδησής μας.

Εξήντα πέντε μέρες μετά… Δε μετράω πια ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα. Ήδη κάτι έχει αλλάξει…

*Η  Κυριακή Μ. Παπαγεωργίου είναι ιατρός