Βρισκόμαστε στις συνθήκες πανδημίας, παγκοσμίως, περίπου δύο χρόνια τώρα. Πέρα από την υγεία, οι συνέπειες υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι πολύ σημαντικές και για την κοινωνία, την πολιτική και κυρίως την οικονομία. Κλάδοι ολόκληροι της παραγωγής και της αγοράς κλονίστηκαν, επλήγησαν, προσπαθούν να βρουν βηματισμό στις νέες συνθήκες.

Όλοι προσδοκούν με αγωνία την έξοδο από αυτή την περίοδο, μια έξοδο που η ανισοκατανομή στον εμβολιασμό διεθνώς, η άρνηση υπολογίσιμων μειονοτήτων πολιτών να εμβολιαστούν και η εμφάνιση επιθετικών μεταλλάξεων του ιού μεταθέτουν προς τα πίσω. Φαίνεται όμως η πανδημία να υποχωρεί μέσα στο 2022.

Η πανδημία και οι οικονομικές της συνέπειες βρήκαν την Ελλάδα σε μια φάση αρχόμενης και αργής ανάκαμψης μετά από μια δεινή δεκαετή κρίση, που άφησε μεν κάποιες θετικές παρακαταθήκες στη βελτίωση κυρίως των ρυθμιστικών μηχανισμών και του ελέγχου των δαπανών, σε δημοσιονομικά δηλαδή πλαίσια, αλλά άφησε και πολλές πληγές, τόσο στα άνισα εκτεθειμένα στις συνέπειές της νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, όσο και στο τραπεζικό σύστημα και τη λειτουργική ικανότητα αρκετών τομέων της κρατικής δραστηριότητας.

Ακόμη περισσότερο, η ίδια η πανδημία χτύπησε την ελληνική οικονομία με ιδιαίτερη σφοδρότητα, καθώς σημαντικό κομμάτι της εσωτερικής αγοράς περιστρέφεται γύρω από την εστίαση και την κατανάλωση, που περιορίστηκαν δραστικά κατά περιόδους. O τουρισμός επίσης επλήγη συντριπτικά, είναι ωστόσο η κύρια πηγή εξωστρέφειας και εισροής συναλλάγματος.

Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης υπήρξε διορατική και σε συνδυασμό με την γενναία δημοσιονομική χαλαρότητα και την σημαντική χρηματοδοτική στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατάφερε να αμβλύνει καθοριστικά τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία μας.

Η εν μέρει ανθεκτικότητα του τουριστικού μας προϊόντος, που ιδίως φέτος αιμοδότησε σε μεγάλο βαθμό την εθνική οικονομία υπήρξε, επίσης, καθοριστικός παράγοντας απομείωσης των κραδασμών. Όσο, όμως, προχωράμε προς την έξοδο από τις πανδημικές συνθήκες, το σκηνικό της άμεσης κρίσης θα παρέρχεται και θα χρειαστεί μια διαφορετικού τύπου διαχείριση των συνεπειών σε μέσο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Ήδη ως τώρα, και παρά το γεγονός ότι ευτυχώς σταθήκαμε όρθιοι και τα πιο απαισιόδοξα σενάρια δεν επαληθεύτηκαν, υπάρχουν σαφείς επιπτώσεις που δεν μπορούν να παραβλεφθούν. Η εστίαση, ένας χώρος που παραδοσιακά στη χώρα μας αφενός φιλοξενεί πολλές μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφετέρου παρέχει και πολλές θέσεις εργασίας, ωστόσο δεν έχει επανέλθει επουδενί σε συνθήκες ομαλότητας. Αντίστοιχα, και το λιανεμπόριο. Ο τουρισμός, παρά την εξαιρετική επίδοση τριών-τεσσάρων μηνών έχει ακόμα απόσταση να διανύσει από την κάλυψη των ζημιών, ενώ οι αβεβαιότητες παραμένουν.

Συνολικά, πολλές μικρές επιχειρήσεις έκλεισαν ή δεν ξέρουν αν θα ανακάμψουν, πολλές θέσεις εργασίας χάθηκαν, οι συνθήκες ιδιωτικής χρηματοδότησης της αγοράς είναι ιδιαίτερα επισφαλείς. Ταυτόχρονα, οι υποχρεώσεις των πολιτών προς το δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς έχουν αυξηθεί.

Το πλαίσιο χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων πιθανότατα δεν θα κρατήσει για πολύ ακόμα. Η απεμπλοκή από την πανδημική συγκυρία θα επαναφέρει στο τραπέζι ηχηρά τις αντιλήψεις της πειθαρχίας στους κανόνες, ενώ η νέα ηγεσία του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών επιβεβαιώνει μια τέτοια προοπτική.

Η Ελλάδα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που μπορεί να κληθεί να αντιμετωπίσει νωρίτερα από ό,τι ελπίζει. Οπωσδήποτε, το διεθνές προφίλ της ελληνικής οικονομίας έχει βελτιωθεί πολύ και το ευρύτερο momentum είναι θετικό και πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο. Αυτό δεν φτάνει όμως.

Η ροή των ευρωπαϊκών ενισχύσεων του πακέτου στήριξης πρέπει να κατευθυνθεί κατά προτεραιότητα στη στήριξη της μεσαίας και μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, που παραδοσιακά είναι οι πιο σημαντικές γεννήτριες θέσεων εργασίας. Βασική προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτό είναι η ύπαρξη σταθερής πίεσης από την κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος προς τις συστημικές τράπεζες, ώστε τα αναπτυξιακά κεφάλαια να φτάσουν κυρίως στην πραγματική οικονομία. Η εμπειρία έχει δείξει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα είναι τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα απρόθυμα να διευκολύνουν τη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων.

Αντίστοιχα, η πολιτική κοινωνικών ενισχύσεων, στην επόμενη φάση που έρχεται, πρέπει να εξορθολογιστεί και να στοχεύσει στην άρση υπαρκτών ανισοτήτων, όχι απλά εισοδηματικών αλλά ευρύτερα κοινωνικών, που μάλιστα συχνά εντάθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας.

Υπάρχουν κατηγορίες πολιτών που περνούν κάτω από τα κυβερνητικά ραντάρ και συνήθως μένουν εκτός νυμφώνος στα μέτρα στήριξης, όπως οι πολυάριθμοι νέοι επιστήμονες, εργαζόμενοι με ελαστικές μορφές εργασίας και επαγγελματίες που ασφυκτιούν, υποαπασχολούνται και υποαμείβονται ακόμα και ανασφάλιστοι μετά από χρόνια εργασίας. Αν χαθεί τώρα αυτή η γενιά που αγωνίζεται να στήσει τη ζωή της, οι συνέπειες μπορεί αύριο να είναι δεινές, πολιτικά και κοινωνικά.

Η χώρα έχει τις προϋποθέσεις να αναταχθεί οικονομικά με βιώσιμο τρόπο, κλείνοντας τις πληγές μίας δωδεκαετούς πια κρίσης. Χρειάζεται όμως μεγάλη προσοχή και επιμέλεια στην επιλογή και παρακολούθηση των στόχων της ανάκαμψης, χρειάζεται επίταση της απλοποίησης και αξιολόγησης των δημοσίων λειτουργιών και αποφυγή εύπεπτων μέτρων για βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα. Τίποτα δεν είναι σήμερα δεδομένο, αλλά όλα είναι δυνατά.