Υποθέτω πως και εσύ που διαβάζεις αυτό το άρθρο, έχεις πάει στη λαϊκή αγορά.

Έστω και μια φορά. Μία και μοναδική φορά φτάνει για να έχεις μια πολύπλευρη γνώμη γι’ αυτό το τόσο αρχαίο συμβάν που δηλώνει, γνωρίζει, ενώνει κλπ. Όμως εγώ θα σε πάω κι άλλη μια φορά σ’ αυτή τη μεγάλη λαϊκή δήλωση. Θα ‘ρθεις ή δεν θα ‘ρθεις;

Πάντως εγώ θα σε περιμένω. Σίγουρα να έρθεις δεν θα ‘ναι η τελευταία ούτε θα θελα να ‘ναιε η τελευταία για σένα, για μένα και για όλους.

Ας κάνουμε ένα σύντομο ταξίδι στους  αιώνες. Στα πλαιά χρόνια δεν υπήρχαν πουθενά οργανωμένα κράτη. Ούτε σύνορα κρατών.

Όμως οι άνθρωποι σαν κοινωνικά πλάσματα ήσαν πάντα εν κινήσει: για πόλεμο και σε ειρηνικούς σκοπούς. Το εμπόριο και η αγοροπωλησία δεν ήταν οργανωμένα και σχεδιασμένα. Τις παλιές λαϊκές αγορές τις θυμόμαστε για την ξεχωριστή ομορφιά τους. Μεγάλες πλατείες που εκτίθονταν οι αγροτικές παραγωγές και τα ζώα.

Αυτές οι πλατείες παρήγαν και τόσους καινούργιους φίλους, κουμπαριές, γάμους…

Ο ένας με δέκα πρόβατα, ο άλλος με κατσικάκια, πιο πέρα τα μοσχάρια, τα άλογα, τα γαϊδούρια, τα πτηνά. Αυτή η εικόνα δεν θα ξανάρθει ποτέ. Θα υπάρχει μόνο στα μουσεία. Για τις νέες γενιές. Παντού γίνονταν τα παζαρέματα, συζητήσεις για τιμές και σφίξιμο χεριών.

“Αλλάζω πέντε πρόβατα με μια αγελάδα…”.

“Το μοσχάρι το δίνω εκατό λίρες…”

Σε βλέπω, με βλέπεις. Σου μιλάω, μου μιλάς… και γίνονταν οι διαπραγματεύσεις, δηλαδή αυτές οι εμπορικές συζητήσεις που τις έχουνε βαπτίσει παζάρια.

Ο πολίτης και ο αγοραστής έλεγαν τις γνώμες τους για τα πράγματα που πωλούνταν. Πολλές φορές στα παζάρια αυτά νικούσε εκείνος που μπορούσε να πει την καλύτερη εξυπνάδα, την πιο απρόβλεπτη φιλοσοφία και ψέμα. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα.

Οι τωρινές κοινωνίες είναι οργανωμένες.

Η λαϊκή αγορά όμως στη βασική διαδικασία παραμένει σχεδόν ίδια. Και σ’ αυτή τη μορφή θα την έχουμε και άλλες δεκαετίες για μια τάξη που θα καλύπτει πολλές οικονομικές ανάγκες μέσω αυτής της πράξης. Επιβιώνει με τις λαϊκές τιμές ο φτωχός.

Η επιβίωση δεν πολυψάχνει ποιότητα.

Κάθε εργάσιμη ημέρα σε κάποιο σημείο του Δήμου Ηρακλείου κινείται η λαϊκή αγορά. Ίσως και σε περισσότερα από ένα μέρος. Οι άνθρωποι το ‘χουν ανάγκη και το γυρεύουν. Η ανθρώπινη φύση πάντα κινείται, κάτι καινούργιο ψάχνει. Κάτι νέο, οικονομικό, ηθικό, ψυχικό, διαφορετικό απ’ αυτό που έχει αποκτήσει έως σήμερα.

Σ’ αυτό το καθημερινό συμβάν ο άνθρωπος ψάχνει επίσης την παρέα του. Δηλώνει ότι είναι ζωντανός και καλά. Οι άνθρωποι θέλουν να χαμογελάνε και να γελάνε, να περπατάνε, να πειράζουν και να πειράζονται, να αγκαλιάζουν και να μιλάνε με κάποιο αγαπημένο πρόσωπο για την εβδομάδα που πέρασε, για τους πολιτικούς και για οτιδήποτε συμβαίνει. Η λαϊκή αγορά είναι το ωραιότερο “τραπέζι” γι’ αυτό το πράγμα. Συμφωνείτε μαζί μου, υποθέτω.

Ο Γιώργος είναι συνταξιούχος. Πάει στη λαϊκή αγορά για μια ρακή. Αλήθεια σας το λέω: για μια ρακή. Όμως  η ρακή αυτή έχει άλλη γεύση. Η ρακή σε μια  γωνιά στο κρυφό καφενείο της γειτονιάς γίνεται πολύ ειρηνικά. Εδώ η αίσθηση της ελευθερίας γιγαντώνεται. Η λαϊκή παρουσία σε βρίσκει απ’ όλες τις μεριές.

“Μπορείτε να ντυθείτε και με ένα τάλερο”.

“Ρίξτε μια ματιά, η ματιά είναι δωρεάν”.

“Γνήσια βαμβακερά από μαγαζί που φαλήρισε”.

“Όλα τα λαχανικά με ένα ευρώ”.

“Ιταλικά υποδήματα”.

Η αγορά φωνάζει, αγορά ακούει. Τσουγκρίζει ο Γιώργος το κυπελλάκι με ρακή. “Ζήτω η ζωή”. Και η τετράδα των φίλων ακούει τη μουσική του  τσουγκρίσματος. Χαίρονται και μιλάνε δυνατά. Ευτυχισμένοι άνθρωποι. Μόνο εικονικά. Η ευτυχία του εργαζόμενου ανθρώπου δεν περιέχει πολλά ζητήματα.

Πηγαίνει στη λαϊκή αγορά και η Σοφία.

Συναντιέται με τις φίλες της και γεμίζει το καρότσι με τα εβδομαδιαία λαχανικά. Και μια μπλούζα της εποχής τής άρεσε: και καλή, και φτηνή.

Λαϊκή αγορά την έχουν βαπτίσει. Και η τιμή πρέπει να είναι λαϊκή.

Κάποιος έχει πετάξει το παλιό του κοστούμι στους κάδους ανακύκλωσης. Μπορεί να το βρει σε κάποιο πάγκο να πουλιέται. Ο έμπορας βλέπει μόνο την επιτυχία: να το πουλάει.

Γιατί τόσους πολλούς ανθρώπους; Φυσικά όχι για διασκέδαση. Τι θα μαγειρέψουμε την εβδομάδα που έρχεται; Στην λαϊκή αγορά θα βρούμε τόσους εμπόρους που παρουσιάζουν το εμπόρευμά τους. Αγροτικό ή βιομηχανικό. Η τιμή δεν μπορεί να είναι εκτός λογικής των πολλών. Λαϊκές, προσγειωμένες. Και ο διπλανός έμπορας  και ο απέναντί σου μαθαίνει κάτι σχετικά με αυτό τον κανόνα.

Η βασική φιλοσοφία της λαϊκής αγοράς είναι μια ερώτηση: Πόσο κοστίζει;

Και το ανθρώπινο ποτάμι μεγαλώνει, και το ανθρώπινο ποτάμι μικραίνει. Οι έμποροι σκέφτονται την αυριανή ημέρα. Η ζωή συνεχίζεται.

Πάμε στη λαϊκή αγορά…

Μπεκίμ Τσαπόκου