Παρασυρμένος από την πολιτικάντικη πολιτική, που, «ευτυχώς» να ’ναι καλά, μας γεμίζει τις ώρες καθημερινά, θυμήθηκα τις παλιές «παστρικιές» ταμπουρωμένες στην εξώπορτα, να φωνάζουν, να χειρονομούν και στη μέση οι τρισευτυχισμένοι σύζυγοι (τα θύματα) να παρακολουθούν και να σφυρίζουν αδιάφορα: Εσύ μωρή αντροχωρίστρα που … εσύ μωρή που… μέχρι να μαλλιοτραβηχτούνε και αφού ξεθύμαιναν, καταλήγανε σε ανακωχή.

Πολλά, μα πολλά χρόνια έχουν περάσει, που συνέβη το περιστατικό στο ειρηνοδικείο του χωριού, με πρωταγωνιστές δυο αντίδικους δικολάβους (δικηγόροι με στοιχειώδεις γνώσεις), που τραβούσε καθένας το χέρι του πελάτη του φωνάζοντας και προσπαθούσαν να το βάλουν στο Ευαγγέλιο, για να πείσουν το δικαστήριο ότι ο πελάτης τους έχει δίκιο.

Έξαλλος ο πρόεδρος σηκώνεται και φωνάζει: Δικηγόροι είστε σεις ή καραγωγείς; Ευθύς ο ένας συνήγορος αφήνει το χέρι του πελάτη του, τρέχει, ξεκρεμά από την μπρόκα το ρασίδι (πανωφόρι με κουκούλα από τρίχες αίγας) και πάει να φύγει: Πού πάτε κύριε συνήγορε παρατηρεί ο πρόεδρος: Πάω να ζέψω το κάρο…

Ο μπάρμπα Χαζήρης (παρατσούκλι) ύστερα από πολλά χρόνια στη χωροφυλακή επιστρέφει στο χωριό και στην προσπάθειά του να εναρμονιστεί με την κουλτούρα του χωριού, μια μέρα καβαλά το γάϊδαρο, ανηφορίζει στο βουνό, να κόψει ξύλα, να τα δεμαθιάσει, να τα φορτώσει και να τα μεταφέρει στο σπίτι. Εκεί που τάχε όλα έτοιμα, παίρνει ανάποδες και μονολογεί: Μια ζωή στη χωροφυλακή μούλεγαν, σηκώσου-κάτσε, πήγαινε εδώ – πήγαινε εκεί … τώρα κάνω κουμάντο εγώ. Άμα θέλω φορτώνω, άμα θέλω, δε φορτώνω. Δε φορτώνω. Καβαλά το γάιδαρο και επιστρέφει στο χωριό…

Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο στην Αθήνα ο εξηνταβελόνης ο μπάρμπα Κωστής διορίστηκε σε κάποια υπηρεσία. Παίρνοντας τον πρώτο μισθό τον έκανε δραχμές (σιδερένιες) και τις έβαλε στη μια τσέπη του παντελονιού. Χαρούμενος και τρισευτυχισμένος ανηφόρισε στα Τουρκοβούνια του Γκύζη παριστάνοντας τον κουτσό. Φθάνοντας στο σπίτι τον περίμενε η σπιτονοικοκυρά: Καλώς τον Κωστή, γιατί άργησες; Δεν με ρωτάς γιατί κουτσαίνω; Και της έδειξε κορδωτός την τσέπη, που ήταν έτοιμη να σκιστεί από τον όγκο και το βάρος των δραχμών …

Τότε έλεγες και έκανες πράξη τα τραγουδάκια:… μια ζωή την έχομε … βρε δε βαριέσαι αδελφέ … πότε Βούδας, πότε Κούδας… κ.λπ. Έτσι περνούσε η καθημερινότητα με λίγη κουτοπονηριά, λίγη πουτανιά, λίγη φτώχεια, λίγο νταϊλίκι, λίγη ψιλοκλεψιά και λίγο θράσος, αν σ’ έπαιρνε.

Άλλαξαν τα πράγματα, σοβάρεψαν, χόντρυναν, σε στήσανε στον τοίχο, για γαμπρός, για μακαρίτης. Σου ’ρχεται να χορέψεις το χορό του Ζαλόγγου και να πεις “πάσο”, στη ζωή. Όλες σου τις αδυναμίες, τις ευαισθησίες και τις ανάγκες τις έβγαλαν στο σφυρί. Ο παλιός, παπάς εδώ – παπάς εκεί, πού είναι ο παπάς; (που καμιά φορά σε άφηναν και τον έβρισκες) εξαφανίστηκε. Αμ, δεν, κάνεις λάθος, έγινε πατριάρχης, έγινε καζίνο, άσπρο – μαύρο και κατ’ ευθεία στο Νταχάου για σαπούνι.

Βάνεις ένα φράγκο στην τσέπη και αμέσως βλέπεις χέρια, πολλά χέρια (ΔΕΗ, ΤΡΑΠΕΖΕΣ, ΕΦΟΡΙΕΣ, ΚΛΕΦΤΕΣ κλπ.) να προσπαθούν να σκίσουν την τσέπη, να σου τα πάρουν και καμιά φορά, επειδή νομίζουν ότι είναι βαθιά η τσέπη του παντελονιού, προσπαθούν να σου ξεριζώσουν τ΄ αχαμνά.

Παρόλο που στην Αρχαία Ελλάδα ήταν υποχρεωτική η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά ανιδιοτελώς, δεν ξέρω αν είναι εξυπνάδα, μαγκιά, υπηρεσία στην πατρίδα ή αγαθοεργία, να στήνεις ένα μεγαλομάγαζο στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης, χωρίς συρμαγιά, χωρίς κεφάλαιο χρηματικό, αλλά κεφάλαιο ανθρώπινο (ζώων), για να εκμεταλλευτείς τις αδυναμίες, τις ευαισθησίες και τις ανάγκες του κόσμου.

Ακουγόταν ότι κάποτε ρώτησαν έναν πολιτικάντη, τι προίκα αφήνει στο γιο του ή στην κόρη του και χωρίς περιστολή, με περίσιο θράσος απάντησε ότι αφήνει πέντε χιλιάδες βόδια (ψηφοφόρους) στα ορεινά της Θεσσαλίας (ας πούμε) και δέκα χιλιάδες στα πεδινά. Αιδώς Αργείοι.

Ουφ… Δεν γνωρίζω να υπάρχει μαθηματικός που να διδάσκει πώς, με ποιο τρόπο θα λογαριάζει ο ένας άνθρωπος τον άλλο.

 

*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής