(Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού. Η Τρουλλινού, αν και Χανιώτισσα, σε αυτό της το βιβλίο ‘’μετακομίζει’’ οριστικά στο Μεγάλο Κάστρο, το Ηράκλειο. Εικόνες, αφηγήσεις αλλά και κομμάτια της Ιστορίας του τόπου μας βρίσκουν θέση σε αυτό. Μια ‘’πρόγευση’’ έχουμε στο παρακάτω απόσπασμα):

{…} Η θέα του Κούλε, αγέρωχος και Μέγας, να πατά γερά το πλατύ του πόδι στη θάλασσα, έπεφτε βάλσαμο στις αισθήσεις, ακουγόταν και το κύμα, βαπόρια της εποχής του, να χαιρετούν την πόλη. Έτσι κάπως μετρούσε την απόσταση από το σπίτι στο εργοστάσιο σαπουνιού του πατέρα του. Και εκείνη, έφηβη, μετά από δεκαετίες  τον ακολουθούσε. Και ανακάλυψε τους ψηλούς φοίνικες στη ρίζα του Βενετσιάνικου Τείχους – τους αγνοούσαν ακόμα και οι πιο έμπειροι περιπατητές. Το εργοστάσιο Καστρινογιάννη επιβίωνε κουτσά στραβά, υφάντρες από τα χωριά και κόρες προσφύγων από την Νέα Αλικαρνασσό που έμαθαν την τέχνη της υφαντικής,  και κεντίδια παλιά στο πανί των αργαλειών ∙ έτσι τα ήθελε όλα ο μύθος. Αλλά το εργοστάσιο Καστρινάκη ερείπιο σκέτο μέσα στα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τους ψηλούς ευκαλύπτους, και είχε, άγνωστο με ποια δύναμη ή καλοτυχία, το ίδιο ξύλινο παντζούρι να κρέμεται πάνω από το κενό.  Η κάτω Πύλη του Αγίου Γεωργίου με το οικόσημο, και στην κορφή του δρόμου το Μουσείο ∙ το αγαπούσε κι ας το έβλεπε χρόνια κλειστό. Στην συμβολή των δρόμου με την πλατεία Ελευθερίας, που κάποτε την έλεγαν Χουνκιάρ, η κρήνη του Γενιτσάρ Αγά.  Αψιδωτή με δυο μεγάλους πεσσούς και ο ανάγλυφος κρουνός στολισμένος με ροζέτες. Κοριτσάκι στο σχολειό τους μίλησαν για τους γενίτσαρους, μα η κρήνη ετούτη για άλλα προνοούσε – δροσιά, ομορφιά, να τες οι αντιθέσεις που τόσο την βασάνιζαν.

Σε τούτο το σημείο της ανηφόρας έπεφτε κάθε φορά  το βότσαλο στη λίμνη της μνήμης ∙ τάραζε τα νερά και χάραζε ομόκεντρους κύκλους   συνειρμών, όχι των ποιητών ή των αστών της πόλης,  μα δικά της πράγματα ∙ ραντεβού, άτσαλα πρώτα φιλιά, χαμένες φιλίες.

Έκανε κύκλο από τα Δικαστήρια, για να φτάσει νότια στην πλατεία Κορνάρου. Έτσι την έλεγαν τώρα.

Τον πατέρα της τον θυμάται να την λέει πάντα πλατεία της Βαλιδέ Σουλτάνας, ή πιο σωστά με τη παραφθορά που κράτησε ζηλότυπα ο χρόνος – πλατεία Φαλτέ Τζαμί.

Το σεμπίλ του Χατζή Ιμπραήμ Αγά δίπλα στην κρήνη Μπέμπο  είχε κιόλας ανοίξει ∙ τραπεζάκια έξω και καρέκλες ξύλινες με ψάθα περίμεναν τους εμπόρους του δρόμου. Εδώ, στους στενούς κάθετους δρόμους της πλατείας έβρισκε πάντα να παρκάρει νωρίς το πρωί, πριν οι εύποροι των προαστίων αλλά και οι αγρότες του νομού εισβάλλουν στην παλιά πόλη. Εδώ, άκουγε πάντα μέσα στο μυαλό της μπουλντόζες και φορτηγά και κείνο τον χαρακτηριστικό εκρηκτικό θόρυβο  τοίχων που γκρεμίζονται, πέτρες να πέφτουν, στέγες να βυθίζονται στη μαύρη τρύπα των ερειπίων. Και σιωπή. Εκκωφαντική σιωπή παντού γύρω. Και χώμα.  Σύννεφο το χώμα να τα καλύπτει όλα, έτσι που θα μπορούσες ολόκληρη αλφαβήτα να γράψεις σε τζάμια και πόρτες. Θα ‘ταν κάπου στα δέκα της χρόνια ∙  τρέχοντας περνούσε να πάει στο σχολειό της στον Άγιο Τίτο και όλα γκρεμίζονταν γύρω της. Το Τζαμί της Βαλιδέ πρέπει να γίνει στάχτη και μπούλμπερη διέταξε ο Παττακός, το πρωτοπαλίκαρο της Χούντας, και τα σκυλιά δεμένα. Κι ας ήταν κάποτε ο περίφημος βενετσιάνικος Ναός του Σωτήρος, όχι, η πόλη και οι εκφραστές της, εδώ και δεκαετίες,  δεν ήθελαν ίχνος να μείνει από το οθωμανικό της παρελθόν κι ας πατούσε γερά σε εκείνο το άλλο, το βενετσιάνικο.  Άσε που έτσι  προέκυψαν και κάτι οικόπεδα σκέτα φιλέτα, ψιθύριζαν οι πιο πονηροί  πίσω από τις κλειστές τους πόρτες – αυτά δεν λέγονταν δημοσίως.