Να κάθεσαι πάνω σε ένα χαράκι, ψηλά στην κορφή και ν’ αγναντεύεις την πλάση, να ρουφάς τις ομορφιές, και να συλλογίζεσαι με κάποια θλίψη τα χρόνια που πέρασαν… Να θυμάσαι, να νοσταλγείς και να σε κυριεύει ένα γλυκόπικρο αίσθημα για όσα περάσανε, και να ξέρεις ότι δεν ξαναγυρίζουν πια. Αναπόφευκτα γεννιέται μέσα σου η άμυνα της μνήμης:
Ήμουν κι εγώ μιαν εποχή, γεράκι και φαλκόνι
μα εσπάσανέ μου τα φτερά στο διάβα ντως οι χρόνοι…
Ξέρεις βέβαια ότι είναι μια αδιαπραγμάτευτη νομοτέλεια κι απλώς επιβεβαιώνεις συγκαταβατικά το γεγονός:
Πέρασ’ ο χρόνος κι έφηκε σημάδια στο κορμί μου,
που θάρρουν’ ακατάλυτος κι ανίκητος πως ήμου…
Ωστόσο ο κρυμμένος θυμός, η οργισμένη πίκρα, θέλει να βγει και να φωνάξει απροκάλυπτα:
Που να ‘χεις την κατάρα μου, ανάθεμά ‘σαι χρόνε
σκύλε πνιγάρη τση χαράς, τση νιότης δολοφόνε.
Από την άλλη, προσπαθείς ξεγελώντας τον εαυτό σου, να τον ορίσεις και με κάποιες άλλες εκδοχές, που έστω και με όρους ψευδαίσθησης, σε ανακουφίζουν κάπως:
Ο χρόνος είναι ό,τι θωρείς κι ό,τι μπορείς να νιώσεις,
κι ώστε να ζεις, ούτε στιγμή όφκαιρη μην του δώσεις…
Φυσικά, όπως και να το δεις το ζήτημα, και με όσες αναγνώσεις κι αν το προσεγγίσεις, δεν παύει να είναι μια σκληρή πραγματικότητα με την οποία θα πρέπει να συμφιλιωθείς. Ή αν όχι να συμφιλιωθείς, τουλάχιστον να βρεις ένα βολικό άλλοθι και μιαν ανακουφιστική δικαιολογία για την τραγική σου ήττα:
Ο χρόνος είναι ποταμός, κι εγώ κλαδί στη μέση,
και ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί και μπέτη να του στέσει.
Έτσι, μπορείς ακόμη για να εξουδετερώσεις κάπως την ακαταμάχητη κυριαρχία του, να προτάξεις κάποιες ακριβές αξίες και κάποιες τρυφερές και γλυκιές αλήθειες, ώστε να μειώσεις την ακαταμάχητη κυριαρχία του στη ζωή μας:
Ο χρόνος φθείρει τσ’ ομορφιές, τη νιότη ξεθυμαίνει,
και μόνο η λίτη τού σεβντά και του γλεδιού πομένει…
Πολιορκημένος λοιπόν στο απόρθητο κάστρο του, κάθομαι ήσυχος και ατενίζω σχεδόν χωρίς ελπίδα, αλλά το σχεδόν αυτό περιέχει μια μικρή, χλωμή πιθανότητα να φτερουγίσει κάποιο πουλί στον ουρανό των αισθημάτων. Μονολογώ λοιπόν με την απαραίτητη θλίψη:
Κι ίντα πως έρχεται η αυγή, κι ίντα πως ξημερώνει,
αφού για μένα ερωντική χαρά δε φανερώνει…