ΡΟΔΙΤΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ
Toυ Μανώλη

Εκείνα τα χρόνια που όλα τα σπίτια στα χωριά ήσαν γεμάτα ανθρώπους, γιατί η αστυφιλία δεν είχε ακόμη εξελιχτεί σε επιδημία, οι γυναίκες κάθε γειτονιάς του χωριού μαζεύονταν, τα καλοκαιρινά βράδια, σε κάποιο σημείο κάποιου δρόμου της και κάνανε την αποσπερίδα τους, τις ώρες που οι άνδρες ήσαν στα καφενεία.

Συνεχίζω, μα θα περιοριστώ στην 3ετία 1949-’51 επειδή, τότε, λόγω της ηλικίας μου (11-13 ετών), μπορούσα να καθίζω στις γυναικοπαρέες και σιωπηλός να ακούω τις συζητήσεις τους, που για μένα ήσαν όλες ενδιαφέρουσες.

Μεγάλη εντύπωση μου έκανε η περίπτωση κατά την οποία, αν σ’ ό,τι έλεγε μια γυναίκα, πρόσθετε στο τέλος τη φράση “το έγραψαν και οι εφημερίδες!”, οι άλλες το δέχονταν χωρίς καμία αντίρρηση ή επιφύλαξη.

Έτσι, σιγά-σιγά, μου δημιουργήθηκε η πίστη πως ό,τι έγραφαν οι εφημερίδες, ήταν αληθινό και σωστό, ώστε κανείς να μην μπορεί να το αμφισβητήσει.

Μα αυτή μου η πίστη κράτησε ως τα δεκαέξι μου, οπότε, εξαιτίας κάποιου γεγονότος που μου συνέβη, κλονίστηκε ανεπανόρθωτα.

Μα σαν ωρίμασα, αναθεώρησα τη θέση μου αυτή και τις ιδέες  μου για τη δημοσιογραφία, επειδή είχα πλέον διαπιστώσει ότι όταν αυτή, η δημοσιογραφία, είναι υπεύθυνη και αντικειμενική, χωρίς υπερβολές ή προσπάθεια εντυπωσιασμού  ή συγκάλυψης, ή παραπλάνησης, είναι λειτούργημα και όχι επάγγελμα. Αυτό εξακολουθώ να πιστεύω και σήμερα.

Κι έρχομαι στο ερώτημα, γιατί κλονίστηκε η πίστη μου στη δημοσιογραφία το 1954, στα δεκαέξι μου χρόνια. Θα σας απαντήσω αμέσως πιο κάτω.

Το καλοκαίρι λοιπόν του 1954, δεκαέξι ετών, κατέβηκα στο Ηράκλειο από το χωριό μου και έκαμα μετεγγραφή από το Γυμνάσιο Καστελλίου στην Ε’ τάξη του Α’ Γυμνασίου Αρρένων Ηρακλείου. Σαν γύρισα στο σπίτι της θείας που με φιλοξενούσε πήρα δύο ξαδέλφια μου, τον 7ετή Κωστάκη και τον 11ετή Δημήτρη για βόλτα στα Λιοντάρια, στο λιμάνι και στον Κούλε, που δεν είχα επισκεφτεί ποτέ.

Ο Δημήτρης είχε πάρει μαζί του την πετονιά του, για να ψαρέψει, όπως είπε. Περάσαμε τα Λιοντάρια, είδαμε τον Άγιο Τίτο και το λιμάνι και τραβήξαμε για τον Κούλε, που μ’ εντυπωσίασε πολύ. Κοίταζα το μεγάλο φρούριο με απερίγραπτο θαυμασμό και δε χόρταινα. Για την ιστορία του δε γνώριζα τότε τίποτε απολύτως. Ύστερα, τραβήξαμε για τη βόρεια πλευρά του. Εκεί, η θάλασσα είναι σχετικά αβαθής και υπάρχουν, παραλιακά, μεγαλούτσικα βράχια.

Εγώ και ο μικρούλης Κώστας καθίσαμε πάνω σ’ ένα βράχο και ο Δημήτρης λίγο πιο πέρα, σ’ έναν άλλο, απ’ όπου και έριξε την πετονιά του στη θάλασσα. Από τη θέση που καθόμουν, καμάρωνα πότε το μεγάλο λιμάνι, πότε τον θεόρατο Κούλε και πότε τον Δημήτρη που με υπομονή καθόταν στο βράχο του και περίμενε να τσιμπήσει κάποιο άτυχο ψάρι το αγκίστρι του. Ο Κωστάκης δίπλα μου, φορώντας στο κεφάλι του το σχολικό του καπελλάκι, χάζευε κι αυτός, κοιτάζοντας πιο πολύ τον Δημήτρη. Μα ξαφνικά ο μικρός βρέθηκε στη θάλασσα!

Πως; Ζαλίστηκε; Γλίστρησε; Δεν ξέρω. Τον είδα να πλέει στο νερό, κρατώντας στο κεφάλι του σφιχτά το καπέλλο του.

Μ’ έπιασε πανικός. Χωρίς να σκεφτώ, έπεσα στη θάλασσα φορώντας τα παπούτσια μου, το μακρύ παντελόνι μου, το πουκάμισό μου. Κολύμπι τότε δεν ήξερα· μπάνιο έκανα μόνο στη σκάφη του σπιτιού μας. Μα έπρεπε να σώσω το παιδί, που κι αυτό δε γνώριζε να κολυμπά και που το κύμα το απομάκρυνε συνεχώς από την παραλία.

Μα μόλις έπεσα στο νερό, βούλιαξα σαν πέτρα. Άρχισα, πίνοντας, νερό, να πνίγομαι!

Σαν με ανέβασε η θάλασσα στην επιφάνεια, πρόλαβα να φωνάξω βοήθεια και να δω πως εκεί έξω δεν υπήρχε κανείς, μόνο ο Δημήτρης!

Όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια, ξαναφώναξα, όσο μπορούσα, βοήθεια!

Μα καθώς ξαναβούλιαξα και πάλευα χωρίς ελπίδα, ένιωσα κάποιο χέρι να με αρπάζει από τα μαλλιά και να με τραβά.

Σε λίγα δευτερόλεπτα άκουσα  μια φωνή να μου λέει: Άρπαξε το βράχο, κρατήσου απ’ αυτόν και βγες μοναχός σου έξω! Βγήκα προσεκτικά και όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο σωτήρας μου είχε φέρει έξω και τον Κωστάκη, που εξακολουθούσε να κρατά στο κεφάλι του σφιχτά το καπελλάκι του! Κοίταξα τον σωτήρα μας.

Ήταν ένα συμπαθητικό αγόρι, μικρότερό μου στην ηλικία. Ήταν 14 χρονο.

Αμέσως μου ζήτησε να πιάσουμε το μικρό από τα πόδια και να τον γυρίσουμε άνω-κάτω, για να βγάλει το νερό που είχε πιει, πράγμα που κάναμε. Μας συμβούλεψε δε, να πάμε γρήγορα στα σπίτια μας και να αλλάξουμε, γιατί κινδυνεύαμε από πνευμονία με τα βρεγμένα ρούχα. Τον αγκάλιασα και δακρυσμένος τον ευχαρίστησα, μα μέσα στον πανικό και τη σύγχυσή μου, δε ρώτησα να μάθω το όνομά του.

Εκείνη την στιγμή, για κακή μου τύχη, εμφανίστηκε μπροστά μας ένας νέος άνδρας με μια τσάντα στο χέρι. Είδε την κατάντια μας και μας ρώτησε τι πάθαμε. Του διηγήθηκα λεπτομερώς το συμβάν κι εκείνος μας είπε πως πρέπει να ενημερώσουμε αμέσως το Λιμεναρχείο. Απονήρευτος και πειθαρχικός εγώ, τον ακολούθησα. Μαζί και τα άλλα τρία παιδιά. Ενημέρωσα και τον λιμενάρχη λεπτομερώς, δώσαμε τα στοιχεία μας και γυρίσαμε τουρτουρίζοντας, εγώ και ο Κωστάκης, στο σπίτι της θείας μου.

Την επομένη το πρωί, μια τοπική εφημερίδα του Ηρακλείου, δε θυμάμαι ποια, δημοσίευσε το εξής μικροκείμενο: “Οι τάδε (εγώ και ο 7χρονος) πήγαν χθες το μεσημέρι στον Κούλε για μπάνιο. Όμως, οι εν λόγω, που φαίνεται να μη γνώριζαν καλό κολύμπι, σίγουρα θα πνίγονταν, αν δεν τύχαινε απ’ εκεί να περάσει ο…, ο οποίος και τους διέσωσε”.

Ποιος συνέταξε αυτό το κείμενο; Ο λιμενάρχης ή ο κύριος με την τσάντα; Υποψιάστηκα τον κύριο με την τσάντα, που υπέθεσα πως ήταν δημοσιογράφος και έριξα την ευθύνη στην εφημερίδα που φυσικά αυτή δεν έφταιγε. Έτσι κλονίστηκε η εμπιστοσύνη μου στον Τύπο, γιατί το κείμενο της εφημερίδας δεν ήταν όλο αληθινό, αφού έλεγε πως πήγαμε για μπάνιο και ο πληροφοριοδότης της δεν σκέφτηκε ότι με ρούχα και με παπούτσια δεν μπαίνει κανείς στη θάλασσα, για να κολυμπήσει!

Τι επιπτώσεις είχε για μένα το δημοσίευμα, σας απαντώ εν ολίγοις: Άσχημα σχόλια του χωριού για μένα, ξύλο από τον πατέρα μου, που πίστεψε το δημοσίευμα, και εγκατάλειψη του πατρικού μου σπιτιού, από μένα, για τρεις ολόκληρες ημέρες χωρίς ν’ αφήσω ίχνος ζωής και η μάνα μου, τρελή από τον φόβο της, άρχισε με τους δικούς μας ανθρώπους να με ψάχνει σ’ όλο το χωριό και σαν δε με βρήκε, κατέληξε να με γυρέψει και στα πηγάδια! Το έμαθα από κάποιο φίλο και τότε σταμάτησα το “καμίνι”!