Ένας χωρισμός συνιστά μια απώλεια και επομένως επιβαρύνει συναισθηματικά το άτομο αποτελώντας μια διεργασία που ακολουθεί τα στάδια του πένθους. Σε καθαρά πρακτικό επίπεδο, βιώνεται μία σημαντική αλλαγή στην καθημερινότητα, από την οποία πλέον απουσιάζει ο σύντροφος.
Σε συναισθηματικό και υπαρξιακό επίπεδο, το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με την οδύνη της εγκατάλειψης και της απόρριψης, αλλά και με επιτακτικά ερωτήματα στα οποία αναζητά απαντήσεις, χωρίς μάλιστα να υπάρχει η δυνατότητα συζήτησης ή διαπραγμάτευσης με την άλλη πλευρά.
Το πόσο επώδυνος είναι ένας χωρισμός δε σχετίζεται μόνο με την ίδια τη σχέση ή τη σημαντικότητα του συντρόφου που φεύγει. Κάθε άτομο έχει το δικό του ιδιαίτερο, προσωπικό και υποκειμενικό τρόπο να βιώνει, να ερμηνεύει και να εσωτερικεύει το χωρισμό.
Έτσι, κάποιος που υπήρξε παιδί χωρισμένων γονιών και βίωνε μία συνεχή απουσία κατά την τρυφερή του ηλικία, είναι πιθανό, με κάθε χωρισμό, να αναβιώνει τον παιδικό πόνο, να ενεργοποιεί το τραύμα της εγκατάλειψης και να επαληθεύει μέσα του τις σκέψεις ενός παιδιού που «φταίει» που χώρισαν οι γονείς του, να αναβιώνει ενοχές ή ακόμη και μια βαθύτερη απαξίωση της αγάπης.
Τα άτομα που παρουσιάζουν παρόμοιες ευαισθησίες στον ψυχισμό τους, είναι συνήθως εκείνα που ερμηνεύουν την απόρριψη με τρόπο προσωπικό, σαν αποκάλυψη της αλήθειας του εαυτού τους, του ποιοι πραγματικά είναι. Το άτομο τότε νιώθει ότι δεν είναι αρκετό για να αγαπηθεί, ότι οι λόγοι του χωρισμού έχουν να κάνουν με τη δική του ιδιαίτερη ποιότητα ως ανθρώπου ή την αξία του ως εκπτοσώπου του φύλου του.
Αυτό σημαίνει ότι θα είναι δύσκολο να προσπεράσει τη συγκυρία του χωρισμού και να ανακάμψει, γιατί μεταφέρει την εμπειρία της απόρριψης στο μέλλον. Δυσκολεύεται να εμπιστευτεί και να αφεθεί συναισθηματικά σε μια επόμενη σχέση, ενώ τα συναισθήματα ανασφάλειας υποσκάπτουν τις σχέσεις του, χωρίς το άτομο να το αντιλαμβάνεται και με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνει και διαιωνίζει τις αρνητικές πεποιθήσεις του, αλλά και τις πληγές του.
Στο άλλο άκρο, κάποιος που ιδιοσυγκρασιακά και βιωματικά διαμορφώθηκε με υψηλά επίπεδα ανεξαρτησίας και αυτονομίας, δε δίνει στο χωρισμό συμβολική σημασία, δεν τον ερμηνεύει ως προσωπική ανεπάρκεια, ούτε τον βιώνει ως «ξύσιμο» παλιών πληγών. Μπορεί να εκλογικεύσει την κατάσταση, τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες και να διαχειριστεί την οδύνη του χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις.
Με άλλα λόγια, οι βασικές πεποιθήσεις που έχουμε σχετικά με την προσωπικότητα μας, καθορίζουν το χρόνο αλλά και το βάθος στη διαδικασία της επούλωσης του τραύματος και της ανάκαμψης από το χωρισμό ή αντίθετα την παραμονή στον πόνο της απόρριψης.
Πέρα όμως, από την προσωπικότητα του κάθε συντρόφου, τα ίδια τα δεδομένα μιας σχέσης μπορεί να λειτουργήσουν καταλυτικά. Μια σχέση στην οποία υπάρχει δέσιμο και εμπιστοσύνη, που αγγίζει βαθιές συναισθηματικές χορδές και έχει γίνει σταθερή αξία στη ζωή του ατόμου, αλλά στη συνέχεια ο σύντροφος αποφασίζει ότι δεν ενδιαφέρεται πλέον για τη σχέση, είναι για τον καθένα μια πραγματικά τραυματική εμπειρία, μια τεράστια ανατροπή του προσωπικού κόσμου του ατόμου.
Ο τρόπος, λοιπόν, που βιώνεται ένας χωρισμός είναι εκ βαθέων υποκειμενικός. Το ίδιο και η πλειοψηφία των όσων μπορούν να ειπωθούν, καθώς κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και πολύ περισσότερο κάθε δυάδα συντρόφων διέπεται από τα δικά της ιδιαίτερα και μοναδικά στοιχεία που καθορίζουν την ένταση, το βάθος και γενικότερα την ποιότητα του συναισθηματικού δεσμού. Η συμπόρευση δύο ανθρώπων και η διαδρομή τους στο χώρο και το χρόνο, είναι πολύ ιδιωτική και ιδιαίτερη, και δεν μπορεί να κατανοηθεί με γενικεύσεις και καθολικά συμπεράσματα για τις σχέσεις ή το χωρισμό.
Κλείνοντας, θα ήθελα να εστιάσω στην ευκαιρία που δίνει ένας χωρισμός για επαναπροσδιορισμό της προσωπικής ταυτότητας, που πολλές φορές χάνεται μέσα στη σχέση. Έτσι, μπορεί να αποτελέσει μια αφορμή για ουσιαστική επαφή με το τον εσωτερικό εαυτό, τις πραγματικές παραμελημένες ανάγκες και επιθυμίες και ταυτόχρονα να γίνει το εφαλτήριο για μια νέα ζωή πιο ουσιαστική.
* Η Γιάννα Χουρδάκη είναι ψυχολόγος