Συχνά πυκνά κολυμπούν χρώματα μέσα μου!
Κόκκινα με κίτρινα σε πορτοκάλι ρυάκια κυλούν!
Μπλε, λευκά σε γαλάζιες όχθες γίνονται βουτηχτές!
Πράσινα και κίτρινα πλημμυρίζουν βάρκες και σαπιοκάραβα.
Τόπους ψάχνω κάθε φορά να τα ακουμπήσω να αποδράσουν να ηλιοχαϊδευτούν.
Άλλοτε βρίσκουν μόνα τους τον τόπο να απλωθούν.
Άλλοτε πάλι συναντούν αλλά χρώματα που κολυμπούν σε άλλα εντός, ίσως παιδιών στην πρώτη νιότη τους, ίσως του Χρήστου, του Μιχάλη, της Νίκης.
Λέξεις γίνονται τότε τα χρώματα και οι ζωγράφοι ποιητές.
“Πουλιά θα ζωγραφίσουμε” είπε ο Χρήστος εκείνη τη μέρα του Αυγούστου που έβρεχε σαν Οκτώβρης…
Έβγαλα μια ομπρέλα από το αυτοκίνητο που είχε ξεχαστεί από τον χειμώνα και την κράτησα πάνω από τα κεφάλια μας.
Ο Χρήστος έξυνε με σπάτουλα το ξύλινο σπιτάκι της παραλιακής που είχε νοτίσει από την παράταιρη βροχή. Πως έχουν μπλεχτεί έτσι οι εποχές;
Καλοκαίρι είναι βρέχει φθινόπωρο.
Και εμείς ανοιξιάτικα και χειμωνιάτικα πουλιά θα απλώσουμε στο νοτισμένο ξύλο.
Ποίηση αυτό το μπέρδεμα αλήθεια!
Μια ροκ κουκουβάγια, ένας σοβαρός σπουργίτης, δυο περιστέρια αυτοκρατορικά και ένας Φασιανός, όχι πουλί, ο Αλέκος που ζωγράφιζε πουλιά!
“Πάμε να φύγουμε Χρήστο.
Θα έρθουμε αύριο για τα πουλιά!”
Ούτε να το ακούσει!
Η κουκουβάγια είχε βγει ήδη από τη φωλιά της.
Το σπουργίτι ξερόβηξε.
Ο Φασιανός έλυσε τη βάρκα του και έδεσε το κόκκινο σωσίβιο στην πρύμνη.
Τα περιστέρια έψαχναν χωρικό κενό
πάνω σε μια κεράσια που θύμιζε πίνακα του Βαν Γκογκ!
Κάποιοι περιπατητές της παραλιακής στήθηκαν για φωτογραφία, κάποια παιδιά σταμάτησαν το βήμα τους και χάζευαν τα πουλιά που πιάστηκαν σε ξύλινο κλουβί δίπλα στη θάλασσα.
Δίπλα στη θάλασσα όλα είναι πιο αφηρημένα, πιο ζωντανά, πιο ρευστά πιο φευγάτα, πιο μπλε!
Και αυτά τα πουλιά την ξελόγιασαν τη θάλασσα πήραν λίγο από το φευγιό της και κάθε μέρα αφήνουν τα χρώματά τους στο ξύλινο σπιτάκι, φτερουγίζουν κοντά στον ήλιο και τα κύματα, ξημερώματα φτάνουν μέχρι το κάστρο να ξεπροβοδίσουν τις ψαρόβαρκες και το απόγευμα χορταίνουν παιχνίδι με τα παιδιά που παίζουν δίπλα τους skateboard, στριφογυρίζουν, κάνουν κύκλους και πετάγματα, πέφτουν και σηκώνονται και αν καμιά φορά χαθεί μια ψυχή Καστρινή πετάνε μαζί της μέχρι εκεί που φιλιέται ο ουρανός με τη θάλασσα.
Και τα βράδια γδύνονται και φορούν τα ξύλινα χρώματα τους… και το χώμα γεμίζει μπλε φτερά του φευγιού… αλατισμένα!
*”Όσο υπάρχουν ποιητές
τα πουλιά θα πετούν…”.
Τάκης Βαρβιτσιώτης