Αρκετά χρόνια πριν, φύσηξε άλλος άνεμος και μπήκαν άλλες προτεραιότητες στα σχολεία. Μια επίσκεψη τριήμερη στην Αθήνα για παιδαγωγικούς σκοπούς, από μαθητές και μαθήτριες Γ’ Γυμνασίου δεν ήταν πια όνειρο. Εξάλλου δεν ήταν πια τα σκολιαρούδια με την ποδιά, με την ευπρεπή ενδυμασία και συμπεριφορά, αλλά οι δεσποινίδες με φρου-φρου κι αρώματα και οι κύριοι με τα όλα τους και με άσσο στο μανίκι.

Αν και οι εξορμήσεις αυτές γίνονταν Φλεβαρομάρτη, από πριν τα Χριστούγεννα είχαν αρχίσει οι πρώτες κρούσεις στους πιο βολικούς και ευκολόπιστους καθηγητές, να είναι συνοδοί στην εκδρομή. Είχαν επιστρατεύσει όλο τον καλό τους εαυτό, με χίλιες δυο υποσχέσεις και όρκους, ότι θα ήταν καλά παιδιά, ότι δεν θα δημιουργούσαν κανένα πρόβλημα, γιατί ήξεραν, ότι κανείς δεν αναλάμβανε τέτοια ευθύνη. Μέχρι το Φλεβαρομάρτη είχαν καταφέρει να πείσουν τους πιο τολμηρούς, είχαν πάρει έγγραφη άδεια απ’ τους γονείς και το Υπουργείο και είχε στηθεί ένα φαρμακείο για τα φάρμακα του κάθε παιδιού.

Ένα απόγευμα του Μάρτη οι 120 δεσποινίδες και κύριοι και πέντε συνάδελφοι επιβιβαζόμαστε σ’ ένα καρυδότσουφλο σκυλοπνίχτη, με πολλή φουρτούνα και χωρίς γιατρό. Μια ατέλειωτη νύχτα μας περίμενε, αλλά  καταφέραμε να ξημερωθούμε και οι 125 στον Πειραιά. Δόξα σοι ο Θεός.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα περίμεναν τα λεωφορεία που μας μετέφεραν σ’ ένα ξενοδοχείο στο Φάληρο, δίπλα στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Αφού τακτοποιηθήκαμε, φύγαμε για το μέγαρο της Βουλής, όπου μας περίμεναν οι φύλακες και οι ξεναγοί της Βουλής. Ενθουσιαστήκαμε από το μουσειακό  διάκοσμο, τη μεγαλοπρέπεια της Δημοκρατίας και καταλήξαμε στον αέρινο και μαγευτικό ναό των συνεδριάσεων, που μόνο με παραμύθι έμοιαζε. Αφού καθίσαμε στα έδρανα των βουλευτών, ένας υπεύθυνος μας ενημέρωσε, τι γίνεται στον ιερό αυτό χώρο.

Για μια στιγμή φαντάστηκα τον εαυτό μου στο βήμα της Βουλής, να απευθύνεται στους βο(υ)λευτές και να κάνει προγραμματικές δηλώσεις. Ρωτώ λοιπόν τον υπεύθυνο, που ήταν πιο πέρα όρθιος, αν μπορώ να μιλήσω από το βήμα. Λέει: Μπορείτε, όταν τελειώσει ο συνάδελφος την ξενάγηση.. Κάποια στιγμή με καλεί από το μικρόφωνο, με το όνομά μου, να ανέβω στο βήμα και να πάρω το λόγο.

Παίρνω ύφος χιλίων καρδιναλίων, πολύ άνετος (σα να ήμουν στ’ αμπελοχώραφά μου) και να’μαι στο βήμα, να τακτοποιώ τα μικρόφωνα της έδρας. Αστραπιαία έγινε το σώσε με φωνές και χειροκροτήματα από τους κ.κ. βουλευτές (μαθητές, μαθήτριες, συναδέλφους) και εγώ έχοντας ανοιχτά τα χέρια τους παρότρυνα να σταματήσουν. Λίγες είναι οι φορές που συγκεντρώνονται τόσοι βουλευτές στο κοινοβούλιο.

Αφού τους έδωσα μερικές πατρικές  συμβουλές, τους διαβεβαίωσα ότι είναι ικανοί και μπορούν, άμα θέλουν, να καταλάβουν αυτά τα έδρανα, να διώξουν όλους τους πατριδοκάπηλους, να γίνομε πρώτη χώρα στην Ευρώπη, γιατί το αξίζομε  και να μην είμαστε ο φτωχός συγγενής και η Ψωροκώσταινα. Τελειώνοντας τους εξήγγειλα: “Από την επόμενη σχολική χρονιά καθιερώνω κατάργηση των εξετάσεων και εξάμηνες διακοπές το καλοκαίρι”. Απερίγραπτος ο ενθουσιασμός και τα χειροκροτήματα. “Η ζωή είναι στιγμές”.  Ακόμη δεν έχει ψηφιστεί από τη Βουλή το νομοσχέδιο, που εξήγγειλα.

Με άλλες επισκέψεις τέλειωσε η μέρα και καταλήξαμε στο ξενοδοχείο για φαγητό και ύπνο. Το βράδυ καθίσαμε με το Γιάννη το συνάδελφο στη ρεσέψιον μέχρι τα μεσάνυχτα για τυχόν επεισόδια. Αφού σιγουρευτήκαμε ότι είχαν κοιμηθεί, πήγαμε και μεις για ύπνο. Πριν ξημερώσει, ακούμε φωνές, τραγούδια, πειράγματα, εμετούς κλπ. Χωρίς να πάρομε μυρωδιά, έδεσαν τα σεντόνια, κατέβηκαν από τα παράθυρα, πέρασαν την επικίνδυνη λεωφόρο Ποσειδώνος και πήγαν απέναντι στα σουβλατζίδικα, μπαράκια και άλλα ξενυχτάδικα και γύρισαν πίσω μεθυσμένοι και σε κακή κατάσταση. Ο Θεός μας λυπήθηκε και ήταν πάλι εκατόν είκοσι.

Πέρασαν οι μέρες με αρκετά απρόοπτα και μπαίνομε στο καράβι για το γυρισμό. Έκτακτη είδηση: Απαγορεύεται ο απόπλους, λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Τρία μερόνυχτα στο καράβι κλεισμένοι, χωρίς λεφτά, με ιώσεις και 40 πυρετό, λόγω κλεισούρας. Επικοινωνούμε με το Υπουργείο και επιστρατεύει το Θριάσιο Νοσοκομείο και ένα στρατιωτικό αεροπλάνο να μας μεταφέρει στο Ηράκλειο. Μέρα-νύχτα μπαινόβγαιναν τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα. Το αεροπλάνο δεν το δεχτήκαμε, γιατί είχαν υπογράψει οι γονείς υπεύθυνη δήλωση, ότι θα γυρίζαμε με το πλοίο και φοβηθήκαμε για τυχόν ατύχημα και συνέπειες.

Συναγερμός: Είχαν σπάσει τα τηλέφωνα οι γονείς, οι τυχόν συγγενείς σε Αθήνα και Πειραιά, έρχονταν στο πλοίο για συμπαράσταση και λεφτά, φόβος μήπως μας κλέψουν κανένα παιδί, ο καπετάνιος κατέβασε τις τιμές εστίασης και εμείς είχαμε δώσει όλα τα λεφτά που κρατούσαμε.

Το φαιδρό της υπόθεσης, ότι ενώ ήταν μισοψοφισμένα  από τον υψηλό πυρετό και χωρίς λεφτά, χόρευαν και τραγουδούσαν στις καμπίνες, στα σαλόνια του πλοίου και μέσα στα νοσοκομειακά αυτοκίνητα που έτρεχαν με τις σειρήνες. Και πάλι δοξάζω το Θεό που γυρίσαμε σώοι και οι 125.

Ουφ… άλλη γενιά, άλλες προτεραιότητες, άλλες σκοτούρες, παρ’ όλα αυτά και πάλι θα ξαναπήγαινα εκδρομή.

 

* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής