Στο μπαινόβγαρμα του χωριού, που οριοθετείται δεξόζερβα από δυο καφενεία, πήρε το μάτι μου στο αριστερό, τον Μιχάλη, απόγευμα Κυριακής, που έπινε καφέ στο μπαλκονάκι της μικρής αυλής. Μα πήρε και εμένα το δικό του μάτι και φώναξε γνέφοντάς μου ταυτόχρονα με το χέρι:
– Κατέβα να πιούμε καφέ! Και κατέβηκα…
Στη παραγγελία τού καφέ με ρώτησε, για να με πειράξει, αν ήθελα πιο μπροστά και μια ρακή, να μη πιω «κατάσαρκα τον καφέ» (παλιά αθιβολή του αείμνηστου πενθερού μου, που μου αρέσει και τη διηγούμαι συχνά, «περιπτώσεως συντρεχούσης»).
– Δεν είναι φίλε, σήμερο για αστεία. Δεν τα ‘μαθες με τα Βορίζα;
-Τα ‘μαθα μωρέ, αλλά πες τα μου εσύ που τα κατέχεις πιο καλά κι ήτανε και δουλειά σου μιαν εποχή.
– Αυτή τη κουβέντα είχα πριν από λίγο με ένα φίλο στο Τζερμιάδω, μα δεν κατάφερα ακόμη να καταλάβω τι συνέβη, γιατί και οι πληροφορίες που διαχέονται δεν ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Δυο οικογένειες, λέει, του χωριού, που είχανε «βεντέτα» μεταξύ τους, ανταλλάξανε μπιστολιές στο ψαχνό χθες το πρωί και φαίνεται πως έχουνε νεκρούς και τραυματίες.
Μπερδεμένα πράγματα, γιατί δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη πόσοι σκοτωθήκανε και πόσοι τραυματιστήκανε. Άλλα λέει ο ένας, άλλα ο άλλος. Το θέμα είναι πως έγινε μάχη με νεκρούς και τραυματίες ανάμεσα σε συγχωριανούς, γιατί εχθρεύεται η μία οικογένεια την άλλη, χρόνια τώρα και δεν έχουνε καταφέρει να βρούνε λύση στις διαφορές τους, παρά μόνο αλληλοσκοτώνονται σαν ντουχιμάνηδες που είναι.
«Βεντέτα» σου λέει, μα όχι σαν το περιοδικό που διαβάζαμε μικροί τα φωτορομάντζα, αλλά μίσος άσβηστο και αξεπέραστο.
Σιμώσανε στην παρέα μας με τον Μιχάλη και δυο – τρεις άλλοι που καθόνταν παραπέρα και μπήκανε στη κουβέντα, γιατί φαίνεται πως με θεώρησαν ειδικό (λόγω πρότερου βίου μου στην ΕΛ.ΑΣ.) να αναλύσω το θέμα…
Εγώ σιώπησα, μα οι άλλοι άρχισαν με έντονο ύφος την κουβέντα, σίγουροι πως θα προκαλούσαν και τη δική μου παρέμβαση.
– Εσείς φταίτε που δεν τους πιάνετε, αλλά αφήνουνέ σας; (είπε ο ένας)
– Αέρες, άλλοι κάνουνε κουμάντο και την Αστυνομία (υπονοώντας πολιτικούς παράγοντες), είπε ο άλλος.
– Το παρακάνομε στην Κρήτη με τα όπλα! Τ’ άρματά ‘ναι για τσ’ εχθρούς. Εμείς επαδέ κάτω, χαρές, λύπες, μεθύσια, τσακωμοί, μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές και όποιον πάρει ο χάρος… Παραγίνεται το κακό, ξαναείπε ο πρωτολαλήσας.
– Μα δε γροικάτε μωρέ ήντα γίνεται στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα; Επέσανε όλοι απάνω μας να μας σε φάνε! Από τη μια ο ΟΠΕΚΕΠΕ-Σ, από την άλλη τα μπιστόλια και οι σκοτωμοί! Ντα ήντα σου λένε και τα μεθύσια, οι κούπες, τα ουίσκια, οι ρακές που στέλνουνε κάθε τόσο και λιγάκι αδιάβαστο τόσο κόσμο στους ώρα μάνι δρόμους μας, νέοι και νέες οι πιο πολλοί Λίγο σου φαίνεται αυτό; Άστα να πάνε στο διάολο ετσά που λαληθήκαμε… είπε με περίσκεψη ο Μανώλης.
– Αδέρφια όλοι μας δίκιο έχομε να λέμε ό,τι λέμε, μονολόγησα και άρχισα την Ιησουίτικη θεωρία μου. Εμείς πήγαμε στην άλλη άκρα της παραγγελίας του Χριστού. Αντί «αγαπάτε αλλήλους», πήγαμε στο μισείτε αλλήλους! Αυτό το έρμο μίσος που διαιωνίζεται και το λέμε και καλλιτεχνικά «βεντέτα», έχει ξεκάμει κόσμο και κοσμάκη στη λεβεντογέννα και ακόμη να αλλάξουμε ρότα κατά τη θεϊκή παραγγελία της αγάπης.
Στο μίσος μιλάνε τα όπλα, στην αγάπη μιλάνε οι καρδιές και το μυαλό. Το ‘λεγε ο αείμνηστος Ψαρονίκος στο τραγούδι του, πως «μάθαμε να κουβεντιάζομε ήσυχα – ήσυχα κι απλά…», μα έμεινε μόνο τραγούδι… Δε γουστάρω τις βαθυστόχαστες, ίσως και χαιρέκακες αναλύσεις, δημοσιεύσεις, αναρτήσεις και τοποθετήσεις τόσων και τόσων «επαϊόντων».
Ούτε και είμαι αισιόδοξος πως αύριο ή μεθαύριο θα διορθωθούν όλα, όπως δηλώνουν βαρύγδουπα πολλοί αρμόδιοι: Να αφοπλίσουνε τους Κρητικούς, να τους κόψουν τη ρακή και την καπετανιά, να τους κόψουν τις επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ για να τους φύγει η μαγκιά και άλλα παρόμοια…
Όμως αδέρφια, έτσι ήταν πάντα τα Βορίζια, τα Ζωνιανά, ο Αποκόρωνας, η Κρήτη ολόκληρη.
Πώς θα αλλάξει; Να το μελετήσουν οι αρμόδιοι σοφοί «επιστήμονες» που δεν φείδονται χρόνου στα καναλλοπαράθυρα, στα social media και στα σχόλια άλλων σοφών του διαδικτύου. Ύστερα να προτείνουν λύσεις και πιο πέρα από τα σαρανταήμερα μνημόσυνα των θυμάτων του μίσους και της βίας, γιατί συνήθως μέχρι τόσο κρατάνε τα κάθε λογής «μέτρα» των ειδικών!
Η Αστυνομία δεν είναι η μόνη υπεύθυνη για την ασφάλειά μας. Είναι και άλλα… όπως οι νόμοι, αυτοί που φτιάχνουν τους νόμους με παράθυρα, πόρτες και ξετρύπια και αυτοί που τους εφαρμόζουν. Η Αστυνομία κάνει πολλά περισσότερα από όσα αντικειμενικά μπορεί.
Είχα πάρει φόρα να πω ιστορίες, εμπειρίες και γεννήματα της ρύμης του λόγου, αλλά με διέκοψε ο Μιχάλης, που τόση ώρα άκουγε μόνο: – Φίλε, είναι κι άλλα που δεν είπες. Να τα πω εγώ:
– Όσα ακούμε να λέγονται και να γράφονται αυτές τις μέρες, περιγράφουν μια παρακμή χωρίς πραγματική αναφορά στην περίοδο της ακμής. Φοβάμαι πως οι περισσότερες αφορούν μια γλαφυρή, αλλά επιφανειακή ανάλυση. Λένε αλήθειες. Αλλά αναφέρονται και σε δεδομένα που δεν άλλαξαν ποτέ στην Κρήτη.
Πότε η Κρήτη ήταν κοινότητα δικαίου; Από το αίμα και τους πολέμους είναι βγαλμένη! Από τις αποτυχημένες επαναστάσεις και τις συγκρούσεις. Πότε η Κρήτη γέννησε την φιλοσοφία της μέθης; Πότε ήταν ο τόπος του μέτρου; Μια επιτυχημένη ερμηνεία του Καζαντζάκη για την «κρητική κουζουλάδα» είναι ορισμός της κατάργησης του μέτρου!
Άκουσε φίλε. Σ’ αυτό τον τόπο μάς λείπει τις κρίσιμες ώρες η σιωπή και η περίσκεψη. Ο πραγματικός θρήνος που οφείλουμε στον εαυτό μας και στα παιδιά μας. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να δούμε την αλήθεια και ενδεχομένως να βελτιώσουμε κάτι από τα στραβά που έχουμε. Όλα τ’ άλλα κινούνται στον άξονα των εντυπώσεων και της τριήμερης επικαιρότητας…
Κοίταξα κατάματα τον Μιχάλη ντουχιουντισμένος. Ετσά ‘ναι Μιχάλη… Έχω δουλειά και πάω. Καλό απόγευμα (είπα και έφυγα).