Η Ελλάδα, πατρίδα του λόγου και της δημοκρατίας, μοιάζει να σέρνεται σήμερα σε έναν μακροχρόνιο κατήφορο. Η χώρα μας, ενώ θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί σε πολιτισμό, πρόοδο και θεσμική ωριμότητα, παραμένει καθηλωμένη στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης σε κρίσιμους τομείς. Διαφθορά, αναξιοκρατία, θεσμική αδυναμία, υποβάθμιση της Παιδείας· είναι φαινόμενα που δεν αποτελούν απλές εξαιρέσεις, αλλά σχεδόν τον κανόνα. Και όλα αυτά βρίσκονται ριζωμένα στο «είναι» μας.

Από τον τρόπο που σκεφτόμαστε, ως και τις επιλογές μας, αλλά σίγουρα και από τον τρόπο που ασκούμε το ιερό εκλογικό μας δικαίωμα.
Ας εστιάσουμε λοιπόν εδώ, στην ψήφο -το ύψιστο δημοκρατικό μας δικαίωμα- που το έχουμε υποβαθμίσει σε πράξη συνήθειας ή συναλλαγής. Πολίτες που δεν μελετούν, δεν συγκρίνουν, δεν αξιολογούν, επιλέγουν κόμματα και πρόσωπα είτε επειδή «έτσι ψήφιζε πάντα η οικογένεια», είτε επειδή προσδοκούν ένα προσωπικό όφελος.

Το «ρίξ’ το εκεί για να μην βγει ο άλλος» έγινε πολιτική στρατηγική, και το «αυτός θα μας βολέψει» παραμένει οδηγός ψήφου για το μέσο Έλληνα. Έτσι όμως δεν χτίζεται μέλλον. Όταν ο πολίτης παραιτείται από το καθήκον της κρίσης και της ευθύνης, η Δημοκρατία χάνει την ψυχή της και η χώρα μετατρέπεται σε έρμαιο των ίδιων και των ίδιων ιδιοτελών μηχανισμών.

Η ελληνική κοινωνία κουβαλά μια βαθιά ριζωμένη ροπή προς τις ανορθόδοξες μεθόδους επίτευξης στόχων. Εμπιστευόμαστε συχνά την «πατέντα», τη «λύση κάτω απ’ το τραπέζι», την «άκρη στο πρόβλημά μας». Λειτουργούμε λοιπόν, όχι με βάση τους θεσμούς και τη νομιμότητα, αλλά με το ένστικτο της επιβίωσης, τον δαιμόνιο αυτοσχεδιασμό, τη μικροπονηριά. Έτσι, το κράτος μετατρέπεται σε πεδίο εξυπηρετήσεων και όχι σε θεσμό δικαιοσύνης και ισονομίας, με την «γνωριμία» να αποκτά μεγαλύτερη δύναμη από το την πραγματική αξία ενός εκάστου.

Ακόμα πιο παλιό -και ίσως πιο ύπουλο- είναι το αρχαίο μας κουσούρι: η διχόνοια. Ο Έλληνας δύσκολα συνεργάζεται, αλλά εύκολα αντιμάχεται. Η ανάγκη να υπερισχύσει η δική μας γνώμη, η καχυποψία προς τον άλλον, το αέναο «διαίρει και βασίλευε» που πέρασε από τους κατακτητές στους ίδιους τους πολίτες, διαλύει κάθε προσπάθεια συλλογικής πορείας. Αντί να ενωθούμε για να φτιάξουμε, διαιρούμαστε για να νιώσουμε κυρίαρχοι ο καθένας στο δικό του μικρό κόσμο. Και όσο δεν υπερβαίνουμε αυτή τη ρηχή ατομικότητα, θα παραμένουμε στάσιμοι, παρά την αγωνία μας για την όποια προσδοκούμενη αλλαγή.

Την ίδια στιγμή, η αποχή πολλαπλασιάζει τη σιωπή και την αδράνεια. Οι νέοι απομακρύνονται από την πολιτική όχι γιατί δεν τους αφορά, αλλά γιατί δεν βρίσκουν ελπίδα μέσα της. Όμως, η αποχή δεν τιμωρεί κανέναν· μόνο διαιωνίζει το υπάρχον φθοροποιό σύστημα. Και όταν το υπάρχον είναι σάπιο, η σιωπή και η αδιαφορία του πολίτη γίνεται συνενοχή.

Η διέξοδος δεν είναι ουτοπία, ούτε υπόθεση θαυματοποιών. Χρειάζεται μια βαθιά πολιτισμική στροφή. Χρειάζεται να ξαναδούμε τι σημαίνει ψήφος, τι σημαίνει πολίτης. Να πάψουμε να αντιλαμβανόμαστε το κράτος σαν μηχανή παροχών και την πολιτική σαν προσωπική εξυπηρέτηση. Να επιλέγουμε με γνώμονα την κοινή προκοπή και όχι το οικογενειακό ένστικτο ή το ατομικό συμφέρον. Να διαβάζουμε, να συγκρίνουμε, να ρωτάμε. Να θυμόμαστε ότι η ψήφος δεν είναι χάρη προς κανέναν, ακόμα κι αν αφορά τον ίδιο τον αδερφό μας. Είναι απαίτηση για ποιότητα, ήθος και προοπτική για το αύριο το δικό μας και κατ’ επέκταση των παιδιών μας.

Αν θέλουμε η Ελλάδα να ξανασταθεί όρθια και να ξεφύγει από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, ας ξεκινήσουμε από το πιο απλό και το πιο κρίσιμο: να ψηφίζουμε υπεύθυνα. Όχι ό,τι ψήφιζε ο παππούς και η γιαγιά. Όχι αυτόν που υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια… Έχουμε χορτάσει από ψεύτικες πολιτικές εξαγγελίες. Όχι από πείσμα ή από φόβο. Να ψηφίζουμε για το σύνολο. Για το αύριο. Για τη χώρα. Τίμια και καθαρά.

Η Δημοκρατία δεν πεθαίνει από τους κακούς πολιτικούς. Πεθαίνει όταν οι πολίτες πάψουν να σκέφτονται.

Ο Γιώργος Σπανάκης είναι συγγραφέας