Το πρόσφατο βιβλίο μας (από κοινού με την Δρ Μαρία Δρακάκη και τη Σοφία Σαριδάκη), με τίτλο «Ο βαθμός Απελπισίας» (εκδ. Ι. Σιδέρης) αρδεύεται από τα κύρια ευρήματα (τα οποία επικαιροποιεί και αναλύει εκτενώς) του, εθνικής κλίμακος, Ερευνητικού Έργου με τίτλο «Επισφαλής Εργασία και Νέα Γενιά στην Ελλάδα σήμερα» που συγχρηματοδοτήθηκε από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο-ESF).
Σ’ αυτό επισκοπούμε κριτικά τους εξελικτικούς, πολυδιάστατους μετασχηματισμούς και τις επικυρίαρχες τάσεις στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια, ενώ η έμφαση δίδεται στη διερεύνηση του φαινομένου της εργασιακής επισφάλειας και της σχέσης της με κοινωνική ευπάθεια στην νέα γενιά, σε Ευρώπη και Ελλάδα σήμερα.
Διαπιστώνεται ότι η επισφαλής εργασία (ειδικά στους νέους) φαίνεται να έχει λάβει εκτατικές διαστάσεις και παρατηρείται σε αρκετούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας και επαγγελματικούς κλάδους.
Κατά τα έτη 2010-2019 εντοπίζονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα για την Ελλάδα: Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης, κατά την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα για τους νέους 15-29 ετών, έχουν σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ το 2019, το ποσοστό των μερικώς απασχολούμενων νέων 15-24 ετών ήταν 30%. Την ίδια περίοδο, το ποσοστό της προσωρινής απασχόλησης στους νέους 15-24 (31% το 2019) ήταν περίπου τριπλάσιο συγκριτικά με τις ηλικιακές ομάδες 25-54 και 55-64.
Το συνολικό ποσοστό υποαπασχολούμενων ηλικίας 15-24 στην Ελλάδα από το 2016 και έπειτα σημείωσε μια σημαντική αύξηση, φτάνοντας το 2019 να είναι το μεγαλύτερο ανάμεσα στα Κ-Μ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο βασικός λόγος «επιλογής» της μερικής είτε της προσωρινής απασχόλησης (κυρίως για τους νέους, σε ποσοστό 60,5%) ήταν η αδυναμία εύρεσης θέσης πλήρους απασχόλησης («μη ηθελημένη» επισφαλής απασχόληση).
Από σειρά ευρημάτων, διαπιστώνεται η ισχυρή συσχέτιση μεταξύ μορφωτικού επιπέδου και υπο-απασχόλησης. Υπάρχει έντονη έμφυλη διάσταση στην επισφαλή απασχόληση. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας 2010-2019, το έμφυλο χάσμα (με την υπερ-αντιπροσώπευση των γυναικών) στη μερική απασχόληση ήταν ιδιαίτερα εμφανές και στις δύο ηλικιακές ομάδες (15-24 και 25-64) και σημείωσε επιπλέον αύξηση.
Καθίσταται εμφανής η τάση εξελικτικής υπερ-αντιπροσώπευσης επισφαλών μορφών απασχόλησης, στις προσλήψεις στον ιδιωτικό τομέα. Στον ιδιωτικό τομέα τα τελευταία χρόνια (από το 2014 και μετά) σημειώθηκε μια σημαντική αύξηση των προσλήψεων μερικής απασχόλησης, οι οποίες μαζί με αυτές της εκ περιτροπής απασχόλησης ξεπερνούσαν κατά πολύ τις προσλήψεις σε θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Οι μερικώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι, που διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα, ήταν υπερδιπλάσιοι συγκριτικά με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, ενώ οι εργαζόμενοι προσωρινής απασχόλησης διέτρεχαν (αντίστοιχα) σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο να φτωχοποιηθούν.
Όσον αφορά τόσο τη μερική όσο και την πλήρη απασχόληση, η Ελλάδα εμφανίζει μεγαλύτερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας από την EU28 (περίπου διπλάσια κατά μέσον όρο). Προκύπτει λοιπόν η ισχυρή συσχέτιση μεταξύ επισφαλούς απασχόλησης, κοινωνικής ευπάθειας και κινδύνου φτώχειας.
Oι επιπτώσεις της πανδημίας στην (ήδη, επί χρόνια, εξαρθρωμένη) αγορά εργασίας είναι ήδη πολυδιάστατες και έχουν επηρεάσει το σύνολο των κλάδων της οικονομίας, αλλά και την αγορά εργασίας, αυξάνοντας την επισφάλεια στην απασχόληση.
Ενδεικτικό είναι ότι κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, η υποτονικότητα της αγοράς εργασίας (labour market slack) που σχετίζεται με τους νέους ηλικίας 15-24 ετών στην Ελλάδα ήταν 55,4%, ποσοστό το οποίο ήταν το υψηλότερο ανάμεσα στα κράτη μέλη της EU27, όπου συνολικά υπήρξε αύξηση της υποτονικότητας της αγοράς εργασίας, ειδικά για τους νέους.
Τα δε βασικά χαρακτηριστικά των επισφαλών μορφών εργασίας, ιδίως όταν εντάσσονται στο πλαίσιο σύναψης συμβάσεων, στις περισσότερες των περιπτώσεων φαίνεται να λαμβάνουν συνδυαστική μορφή, δηλαδή να υπάρχει ένας συνδυασμός αφενός αναντιστοιχίας μεταξύ της συναφθείσας σύμβασης και της πραγματικής απασχόλησης (σε ώρες, ημέρες, απολαβές και ένσημα), και ενίοτε ένας συνδυασμός δηλωμένης και αδήλωτης εργασίας.
Αναδεικνύεται λοιπόν μία ευρύτερη τάση διεύρυνσης και «κανονικοποίησης» των μορφών επισφαλούς εργασίας αναφορικά με τη νέα γενιά, αλλά και της αποκλειστικά αδήλωτης εργασίας καθώς και εκτεταμένης ελαστικοποίησης των όρων εργασίας (με, όχι σπάνια, επικυρίαρχες καταχρηστικές εργοδοτικές πρακτικές και παράτυπες εργασιακές «νόρμες»), η οποία εκβάλει στην ανακατασκευή των όρων συγκρότησης της «ηθικής της εργασίας».
Όλα τα προαναφερθέντα συνιστούν μια επίμονη πρόκληση τόσο για τις πολιτικές απασχόλησης, όσο και ευρύτερα για το πλέγμα των δημόσιων πολιτικών.
*Ο Νίκος Παπαδάκης, είναι καθηγητής και Διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΠΕΤ) του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης