Ο Γιώργης ήταν ταξιτζής. Κάθε μέρα εκτελούσε με το ταξί του το δρομολόγιο του χωριού, στο οποίο διανυκτέρευε, με τα Χανιά.

Περνούσε και από το χωριό, όπου υπηρετούσα ως δάσκαλος. Στη γραμμή αυτή, δεν είχε μπει τότε λεωφορείο. Βρισκόμασταν στη δεκαετία του ‘60.

Ο Γιώργος ήταν άνθρωπος όμορφος, γελαστός, ομιλητικός, καλαμπουρτζής και μεγάλο πειραχτήρι. Σαραντάρης; μπορεί και μικρότερος.

Την ίδια εποχή στο χωριό που υπηρετούσα, ζούσε κι ένας τσαγκάρης που έκανε και τον καφετζή. Έφτιαχνε μόνο καφέδες και το μαγαζί του, εκτός του καφέ, διέθετε αναψυκτικά, λουκούμια και τσικουδιά με στραγάλια και σταφίδες για μεζέ. Ήταν κι αυτός γελαστός και άνθρωπος καλός. Να ήταν καμιά πενηνταριά χρονών; Θα σας γελάσω. Φορούσε μασέλες (τεχνητές οδοντοστοιχίες), γιατί είχε χάσει νωρίς τ’ αδόντια του.

Ο ταξιτζής, που γνώριζε ποιους από τους καθημερινούς του επιβάτες πείραζε το αυτοκίνητο, δηλαδή τους προκαλούσε εμετό, είχε εφοδιαστεί με ναϋλοσακούλες, με τις οποίες και τους εφοδίαζε μόλις έμπαιναν στο ταξί του, παραγγέλνοντάς τους συγχρόνως να μην του μαγαρίζουν το αυτοκίνητο!

Στο δρόμο όμως, ο πονηρός και καλαμπουρτζής οδηγός, έπαιρνε τις στροφές απότομα και όσο γινόταν γρήγορα, για να προκαλεί εμετούς στους δυστυχείς και να γελά. Μαζί του γελούσαν και οι υπόλοιποι επιβάτες, γιατί οι περισσότεροι γνώριζαν το χαρακτήρα του αλλά και γιατί το πείραγμα στην περιφέρεια εκείνη ήταν συνηθισμένο και μη παρεξηγήσιμο. Ο Αντώνης, έτσι έλεγαν τον τσαγκάρης που προαναφέραμε, ήταν απ’ αυτούς που πείραζε πολύ το αυτοκίνητο και ο ταξιτζής το ήξερε. Σ’ ένα ταξίδι, λοιπόν, που έτυχε να μπει στο ταξί και ο Αντώνης, ο Γιώργης βάλθηκε να χορτάσει το γέλιο. Στο γυρισμό από τα Χανιά, κατά το απόγευμα, και σε κάποιες αλλεπάλληλες στροφές του δρόμου, ο εμετός ξεθέωσε το φουκαρά τον Αντώνη, ο οποίος κάποια στιγμή ζήτησε να σταματήσει το αυτοκίνητο, για να πάρει, λέει, λίγο αέρα. Σταμάτησαν λοιπόν, και ο Αντώνης κατέβηκε από το ταξί και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, κοντά σ’ ένα δέτη. Μα μόλις του κτύπησε ο αέρας, ο εμετός ξανάρχισε. Από το χωριό του απείχαν τριάντα χιλιόμετρα ακόμη. Να πωεδώ ότι η απόστασή του χωριού από τα Χανιά ήταν εξήντα οκτώ χιλιόμετρα. Ύστερα από κάμποσα λεπτά και αφού ο Αντώνης συνήλθε κάπως, συνέχισαν το ταξίδι. Όταν, επιτέλους, έφτασαν στο χωριό και ο Γολγοθάς του άτυχου τσαγκάρη είχε πια τελειώσει, ο Αντώνης που ήταν και κουβαρντάς, προτού κατέβει από το ταξί, ζήτησε από τους συνεπιβάτες του να σταματήσουν λίγο, για να τους κεράσει μια πορτοκαλάδα. Όμως, καθώς πήγαινε προς το μαγαζί του, για να φέρει το κέρασμα, ανακάλυψε πως οι μασέλες του… είχαν κάμει φτερά από το στόμα του!

Γύρισε λαχανιασμένος και καταστεναχωρημένος στο ταξί και γεμάτος αγωνία λέει στον ταξιτζή:

– Μωρέ Γιώργη, έχασα, μωρέ τ’ αντόδια μου!

– Κι ντα θες, Αντώνη, να σου κάμω εγώ; Του απάντησε μειδιώντας ο ταξιτζής

– Να γυρίσουμε, μωρέ, πίσω στη στροφή απού κατέβηκα. Εκειά θα μου πέσανε, Γιώργη!

- Μα σοβαγολογείς Αντώνη; Να γυρίσουμε πίσω τριάντα χιλιόμετρα; Υστερα να σου πω, θα τα ‘χουνε φάει, καημένε, οι σκύλοι, παρατήρησε, ενώ έκλεινε το μάτι στους άλλους και γελούσε ελαφρά. Ηταν να γυρεύγουμε; και οι επιβάτες; Πότε θα πάνε στα χωριά και στα σπίτια τους;

– Γιώργη, ήντα θα γυρεύγουνε οι σκύλοι σ’ αυτή την ερημιά; Καλοκαίρι είναι, μωρέ, είναι και οι μέρες μεγάλες. Ας κατέβουνε οι επιβάτες για ένα καφέ ή ό,τι θέλουν κι εγώ θα τα πληρώσω άμα γυρίσουμε! Και σένα θα σε πληρώσω για τα χιλιόμετρα που θα κάμεις ή φοβάσαι μπας και δε σε πληρώσω; είπε ο Αντώνης στην προσπάθειά του να πείσει τον ταξιτζή. Συβάστηκε τελικά ο Γιώργης, αφού πήρε τη συγκατάθεση των επιβατών, και το ταξί γύρισε στο δέτη του εμετού όπου ο Αντώνης, γεμάτος χαρά, βρήκε τις χαμένες μασέλες του.

Να προσθέσουμε ακόμη πως, την ώρα της απουσίας του, οι άλλοι συγχωριανοί που ήσαν στα διπλανά καφενεία και είχαν βγει γελώντας για το πάθημα του φουκαρά του συγχωριανού τους, σχολιάζοντας το θέμα, έλεγαν πως και κάποια άλλη φορά ο Αντώνης που πήγε να φουσκώσει ένα μεγάλο ασκί του κρασιού, έχασε την πάνω μασέλα του και ύστερα απο κάμποσες μέρες, ψάχνοντας και βασανίζοντας το μυαλό του, τη βρήκε μέσα στο ασκί! Αλήθεια; ψέματα; δεν γνωρίζω…

Ομως, το πάθημα του Αντώνη στο ταξίδι που σας διηγήθηκα είναι αληθινό!

*  Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πτυχιούχος  Πολιτικών Επιστημών