Έχουν γραφτεί πολλά για τα αποκαρδιωτικά αποτελέσματα της εκπαιδευτικής έρευνας PISA του ΟΟΣΑ που κατατάσει χαμηλά τους Ελληνες μαθητές ως προς τις δεξιότητές τους. Αυτές τις μέρες η διαΝΕΟσις δημοσίευσε μια σύνοψη αυτών των ευρημάτων και καταλήγει σε κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Τι είναι το πρόγραμμα PISA; Πρόκειται για μια έρευνα που αξιολογεί την αναλυτική και συνδυαστική σκέψη 15χρονων μαθητών και συγκεκριμένα το κατά πόσο είναι εξοικειωμένοι με βασικές έννοιες μαθηματικών και φυσικών επιστημών καθώς και αν μπορούν να ανταποκριθούν σε καθημερινά προβλήματα.
Παρατίθενται ενδεικτικά κάποιες από τις ερωτήσεις της αξιολόγησης. Σε ένα θέμα οι μαθητές καλούνται να εξηγήσουν γιατί τα αστέρια φαίνονται λαμπρότερα στην ύπαιθρο απ’ ό,τι στις πόλεις και γιατί ένα τηλεσκόπιο μεγαλύτερης διαμέτρου δείχνει καλύτερα αστέρια χαμηλής φωτεινότητας.
Σε άλλη ερώτηση παρουσιάζονται τα αποτελέσματα υποθετικών δημοσκοπήσεων και λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία, το δείγμα και τη μέθοδο, οι μαθητές καλούνται να εκτιμήσουν ποια είναι πιθανότερο να προβλέψει το αποτέλεσμα.
Στην κατανόηση κειμένου, παρουσιάζεται μια απόδειξη αγοράς φωτογραφικής μηχανής και το έντυπο εγγύησης και οι μαθητές καλούνται να απαντήσουν σε σχετικές ερωτήσεις κατανόησης.
Η επίδοση των Ελλήνων μαθητών σε τέτοιου είδους ερωτήσεις υπολείπεται της βαθμολογίας των μαθητών από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Γιατί όμως παρατηρείται αυτή η κακή επίδοση; Η ευθύνη φαίνεται να βαραίνει το σχολείο αλλά και την οικογένεια.
Στο σχολείο, τα ελλείμματα δεν εντοπίζονται τόσο στις δαπάνες για την παιδεία – η μικρή Εσθονία δαπανά λιγότερα από την Ελβετία αλλα οι μαθητές της τα πηγαίνουν καλύτερα – όσο στον τρόπο προσέγγισης της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Οι Έλληνες μαθητές φαίνεται να μην έχουν αρκετά εξωτερικά κίνητρα που να τους ωθούν στη μελέτη, να μην είναι εξοικειωμένοι με την πειραματική διαδικασία, ενώ η εμπειρία διδασκαλίας είναι έντονα “δασκαλοκεντρική” με απουσία ή χαμηλής ποιότητας ανατροφοδότηση.
Ισχυρό όμως παράγοντα πρόβλεψης για την επίδοση των μαθητών αποτελεί το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο της οικογένειας, δηλαδή το επίπεδο μόρφωσης των γονιών, πόσα βιβλία, μουσικά όργανα ή έργα τέχνης υπάρχουν στο σπίτι, η οικονομική κατάσταση της οικογένειας κτλ. Ο παράγοντας αυτός εξηγεί το 13% της διαφοράς επίδοσης των μαθητών στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Συνεπώς, το αίτημα για καλύτερο σχολείο αφορά πρωτίστως τους λιγότερο προνομιούχους μαθητές. Άλλωστε η εκπαίδευση αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κοινωνικής κινητικότητας.
Η απαίτηση για καλύτερο δημόσιο σχολείο είναι ταυτόχρονα φιλελεύθερη και αριστερή. Κι όμως, ουσιαστικές προτάσεις ή ενέργειες από τα κόμματα για την αναμόρφωση του σχολείου σχεδόν απουσιάζουν, ενώ το ζήτημα λίγο δείχνει να απασχολεί το δημόσιο διάλογο.
Από τον άλλη, για τις μολότοφ της ΑΣΟΕΕ γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά. Καμία εντύπωση όμως δεν προξενεί αυτό. Αποτελεί κοινοτοπία η διαπίστωση της αδυναμία μας να διαχωρίσουμε το ουσιώδες από το επουσιώδες.
Επίσης, αλγεινή εντύπωση προκαλεί το αίτημα του ΔΣ της ΟΛΜΕ να μη διενεργηθεί ο διαγωνισμός PISA γιατί δήθεν ο ΟΟΣΑ επιθυμεί να επιβάλει «το νέο σχολείο της αγοράς». Λες και η ικανότητα αντίληψης του φυσικού κόσμου ή της κατανόησης κειμένου αποτελουν “νεοφιλελεύθερες” δεξιότητες που αποβαίνουν σε βάρος της «γενικής μόρφωσης και της ανάπτυξης της προσωπικότητας».
Καμία εντύπωση δεν προξενεί όμως ούτε κι αυτό. Ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού και συνδικαλιστικού κόσμου της χώρας αρέσκεται να αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικό, ενώ εκπροσωπεί ό,τι πιο αναχρονιστικό.
https://www.dianeosis.org/2019/11/ellines-mathites-kai-pisa-2015/
* Ο Παναγιώτης Σαπουντζής (PhD) είναι μεταδιδακτορικός συνεργάτης, Ινστιτούτο, Εφαρμοσμένων & Υπολογιστικών Μαθηματικών Ίδρυμα Τεχνολογίας & Έρευνας