Θυμόμαστε πάντα το καλοκαίρι του 1974 για δύο λόγους, την αποκατάσταση της δημοκρατίας με τον ερχομό του Κωνσταντίνου Καραμανλή και την τραγωδία της Κύπρου, που σημαδεύτηκε από το πραξικόπημα, την εισβολή και την κατοχή ενός μεγάλου μέρους του μαρτυρικού νησιού.
Η γενικευμένη αίσθηση για εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στην προετοιμασία του πραξικοπήματος που οργάνωσαν οι δικτατορικοί κύκλοι και η οργή για την ανοχή στην τουρκική εισβολή οδήγησε τότε σε βαθύ ρήγμα τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, που έφτασε μέχρι και στην αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ για κάποια χρόνια.
Στα τέλη του 1976, όμως, η εκλογή του Τζίμι Κάρτερ, φέρελπι τότε υποψηφίου των Δημοκρατικών για την προεδρία, γέννησε πολλές ελπίδες στην Ελλάδα για μια πιο δίκαιη στάση της Αμερικής στο Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις συνολικά. Αυτές οι ελπίδες σύντομα διαψεύστηκαν.
Οι αναγκαιότητες της διεθνούς πολιτικής ορίζονται πολύ περισσότερο από τους διαχρονικούς άξονες των εθνικών και γενικότερων συμφερόντων, παρά από τις αρχές και αξίες των προσώπων που καλούνται να τις υπηρετήσουν. Γι’ αυτό και οφείλουμε να είμαστε πάντοτε προσγειωμένοι όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα γίνεται, να μην επιτρέπουμε στις προσδοκίες μας να φτάνουν πολύ πέρα από όσο επιτρέπουν τα δεδομένα. Στην περίπτωση των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία τα δεδομένα είναι σαφή.
Η γειτονική μας χώρα και άσπονδη φίλη εξακολουθεί να διαθέτει το πλεονέκτημα της γεωγραφίας, βρίσκεται στρατηγικότατα τοποθετημένη στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας και στο μεταίχμιο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Μη γελιόμαστε, η Τουρκία είναι η χώρα-κλειδί για την αντίληψη του ευρύτερου ευρασιατικού χώρου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να τη χαρίσουν εύκολα σε οποιονδήποτε.
Άσχετα από τη δυσαρέσκεια που προκαλεί στην Ουάσιγκτον ο γεωπολιτικός εκτροχιασμός του Ερντογάν, πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι το επόμενο διάστημα η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα επικεντρωθεί σε μια τακτική καρότου και μαστιγίου προς την Τουρκία, ώστε να διασφαλίσει ότι αυτή θα παραμείνει σταθερά προσανατολισμένη δυτικά.
Η ενδεχόμενη κλιμάκωση των κυρώσεων προς την Άγκυρα, πρέπει να μας προδιαθέτει και για την προετοιμασία εξομάλυνσης των σχέσεων, που θα έρθει τόσο με στροφή της τουρκικής ηγεσίας σε διάφορα θέματα, όσο και με κάποια ανταλλάγματα από την πέραν του Ατλαντικού πλευρά. Από τη δική μας σκοπιά, είναι ξεκάθαρο ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν πρέπει να γίνει δεκτή ούτε με έκπληξη, ούτε με αμηχανία.
Είναι σαφές ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε άλλες προτεραιότητες κι έναν πολύ προσωπικό τρόπο παρέμβασης στη διεθνή πολιτική. Εξίσου σαφές είναι ότι ο Τζο Μπάιντεν, βαθύς γνώστης των διεθνών ζητημάτων, έχει διαχρονικά δείξει συμπάθεια στις θέσεις της Ελλάδος.
Ούτε, όμως, ζημιώθηκε άμεσα η χώρα μας από την προεδρία του πρώτου, ούτε και έχει εγγυημένη μια επικράτηση των θέσεών της στην προεδρία του δεύτερου. Η Ελλάς είναι σήμερα σαφέστατα αναβαθμισμένη σε όλους τους τομείς σε σχέση με τη δεκαετία του 1970, ιδίως μετά την σταθερή βελτίωση και διεύρυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια.
Αυτό δεν επιτρέπεται να μας δημιουργεί, όμως, ούτε εφησυχασμό ούτε χαλάρωση στην εφαρμογή των δικών μας προτεραιοτήτων. Χρειαζόμαστε διπλωματική και αμυντική αυτοδυναμία και εγρήγορση, ώστε να αναπτύσσουμε αποτελεσματικά ένα πλέγμα αποτροπής και ισχύος απέναντι στις τουρκικές επιδιώξεις.
Εκείνο το ιστορικό καλοκαίρι του 1974 η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε πλήρως το κενό εξουσίας στην Ουάσιγκτον, ανάμεσα στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και την παραίτηση Νίξον. Σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον ενός άλλου κενού εξουσίας που θα διαρκέσει περίπου δύο μήνες και επιβάλλει επαγρύπνηση και ετοιμότητα.
Δεν πρέπει να επιτρέψομε στον Ερντογάν τη δημιουργία τετελεσμένου. Και στη συνέχεια, με εμπέδωση της αγαστής σχέσης με την νέα αμερικανική ηγεσία να επιδιώξομε να επιβληθεί στην Τουρκία η αποδοχή της διεθνούς νομιμότητας ως ο βασικός όρος για την παραμονή της σε δυτική πορεία.
*Ο Γρηγόριος Αλ. Πασπάτης είναι γιατρός, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλειου