Τελείωσα, αισίως, την ανάγνωση και του μυθιστορήματος «Ο Δρόμος» (The Road) του Αμερικανού συγγραφέα Κόρμακ ΜακΚάρθυ. «Όταν βλέπεις στον ύπνο σου έναν κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ, ή έναν κόσμο που δεν θα υπάρξει ποτέ, και είσαι ευτυχισμένος εκεί, αυτό σημαίνει ότι έχεις παραιτηθεί… Και δεν μπορείς να παραιτηθείς…», λέει ένας πατέρας στο γιο του κάπου εκεί μέσα.
Παρ’ όλα αυτά, την ίδια στιγμή «Έλπιζε ότι ο κόσμος θα γινόταν πιο φωτεινός, κι ας ήξερε πως γινόταν κάθε μέρα όλο και σκοτεινότερος!». Κι αυτό, να προσθέσουμε με τη σειρά μας, γιατί ο καλύτερος τρόπος για να φτιάξεις τη διάθεσή σου είναι να προσπαθήσεις να φτιάξεις τη διάθεση κάποιου άλλου, όπως συνήθιζε να λέει ο Μαρκ Τουέιν.
Ξεκινώντας το διάβασμα αυτού του μυθιστορήματος του Κόρμακ ΜακΚάρθυ, ο αναγνώστης αναμένει τη στιγμή που το καμένο και ρημαγμένο τοπίο θανάτου, που περιβάλλει τον ανώνυμο αρσενικό πρωταγωνιστή της υπόθεσης και τον νεαρό γιο του, κάποια στιγμή θα σταματήσει να υφίσταται.
Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι ομοιάζει αρκετά με το διήγημα «Ο μεγάλος ποταμός με τις δυό καρδιές» (Big Two-Hearted River) του μεγάλου και εμβληματικού Έρνεστ Χέμινγουεϊ, το οποίο οριοθετείται χρονικά μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και παρουσιάζει τους άντρες σε διαμάχη με τον φυσικό κόσμο, δοκιμάζοντας τις ικανότητές τους εναντίον του και βρίσκοντας μέσω της κυριαρχίας τους σε αυτόν, νόημα και χάρη.
Ο κύριος χαρακτήρας του Χέμινγουεϊ, Νικ Άνταμς, ένα είδος alter ego του συγγραφέα, επιστρέφει τραυματισμένος από τον πόλεμο στην πόλη, για να τη βρει ολοσχερώς καμένη, και η φύση, γι’ αυτόν, παριστά πλέον καταφύγιο από τους τραυματισμούς και τις απογοητεύσεις που προκάλεσαν ανάμεσά τους τα ανθρώπινα όντα.
Όπως, ακριβώς, πριν από λίγο καιρό, που είδαμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες καραβάνια εξαθλιωμένων Παλαιστινίων να επιστρέφουν με τους δικούς τους επιζώντες, περπατώντας στα σπίτια τους, για την ακρίβεια ότι έμεινε από αυτά μετά τους γνωστούς πολύμηνους βομβαρδισμούς, στη Λωρίδα της Γάζας.
Στον «Δρόμο», για να επανέλθουμε, τα πάντα είναι καμένα, γεμάτα στάχτη και ηφαιστειακή σκόνη, αποτέλεσμα ενός αποκαλυπτικού γεγονότος, που ενώ ποτέ δεν γίνεται σαφές αν είναι φυσικής ή ανθρώπινης προέλευσης, αποδεκάτισε σχεδόν όλες τις μορφές ζωής και απειλεί να εξαφανίσει οριστικά το ανθρώπινο γένος. Δεν υπάρχει όριο στην καταστροφή της φύσης, παρά μόνο νέες μορφές έκφρασής της, με τις οποίες ο Μακάρθυ κρατά τον αναγνώστη σε συνεχή κατάσταση έκδηλης ανησυχίας.
Η φύση, όπως την ξέρουμε, υπάρχει μόνο στα όνειρα και τις αναμνήσεις του άντρα και στις ερωτήσεις του γιου του, ο οποίος γεννήθηκε λίγες μέρες μετά την «αποκάλυψη» και μιλάει για κοράκια, τον ήλιο που τώρα είναι μόνιμα σκοτεινός και τη γαλάζια θάλασσα με την ίδια μυθική λαχτάρα που άκουγε κανείς στις παιδικές κουβέντες του παρελθόντος.
Ο άντρας γνωρίζει ότι σύντομα θα πεθάνει, αλλά σε εκείνον τον μετουσιωμένο πλανήτη, οι δεξιότητες επιβίωσής του επικεντρώνονται αποκλειστικά στην προστασία του γιου του, τον οποίο φροντίζει με παθιασμένη αφοσίωση και τρυφερότητα που απέχει πολύ από εκείνη του προαναφερθέντος διηγήματος του Χέμινγουεϊ.
Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου το αγόρι είναι άρρωστο, με τις συγκινητικές περιποιήσεις του πατέρα του που το κρατούσε στα χέρια του όλη νύχτα, λέγοντας: “I will do what I promised, he whispered. No matter what. I will not send you into the darkness alone!”. Ο αγώνας που διερευνάται στο βιβλίο, είναι εκείνος της ανατροφής ενός παιδιού σε έναν κόσμο χωρίς ελπίδα και βεβαίως η πρόκληση της ανάληψης των ευθυνών του αρσενικού, μέσα σε έναν πλήρως ερειπωμένο κόσμο.
«Ας είμαστε ευγνώμονες στους ανθρώπους που μας κάνουν ευτυχισμένους. Είναι οι γοητευτικοί κηπουροί που κάνουν τις ψυχές μας να ανθίζουν», δήλωνε κάποτε με τη σειρά του ο Μαρσέλ Προυστ!
Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας