Πριν λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή ένας καλός φίλος από τα Σώκια της Τουρκίας, ο Μπιλάλ Τούρκογλου (Bilal Türkoğlu). Ήταν Τουρκοκρητικός δεύτερης γενιάς.

Ο πατέρας του είχε φύγει -παιδί τότε- με την ανταλλαγή των πληθυσμών το ´23. Είχαμε γνωριστεί στο Κουσάντασι σε μια εκδρομή καλής γειτονίας και θέλησης, που κάναμε όλοι οι δήμαρχοι του Λασιθίου με την ΤΕΔΚ ΛΑΣΙΘΙΟΥ τον Ιούνιο του 2004. Μακάρι όλοι οι Τούρκοι και οι Έλληνες να ήταν σαν εκείνον. Έλεγε ο Μπιλάλ (και μας μετέφερε με γραφή του ο Κωστής Χατζηφωτεινός):

«Ο διάολος να τσι πάρει, απού χωρίζουνε σε Τούρκους και Έλληνες τσι ανθρώπους». Και το έλεγε με εκείνη την κρητική χαρακτηριστική διάλεκτο των παππούδων μας, που έμαθε από το πατέρα του και δεν την ξέχασε ποτέ. Κηδεύεται στα Σώκια νομίζω, σήμερα 4 Μαΐου. Στη μνήμη του και τις όμορφες αναμνήσεις που μου αφήνει η γνωριμία μας, αφιερώνω τις παρακάτω αράδες…

-Θα ήθελα να συμφωνήσω με το «διαολόστελμα» του αείμνηστου Μπιλάλ, μα καμιά φορά συνδαυλίζει και ο διάολος, όταν τα αμίλητα γίνονται μιλημένα και τα συναισθήματα έχθρας και αντιπαλότητας ποτίζονται και μεγαλώνουν.

Έχω πάει κάποιες φορές στη Τουρκία, έχω συνεργαστεί με συναδέλφους και ως αξιωματικός και ως δήμαρχος, ξέρω και κάποια πράγματα από την ιστορία για τους Ανατολικούς γειτόνους μας, αλλά έπιασα εντελώς αδιάβαστο τον εαυτό μου στην πρόσφατη και σύγχρονη ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και ιδιαίτερα εκείνων των «ζωγράφων» που έβαφαν κάποτε και ίσως ακόμη και τώρα με γκρίζο χρώμα και κόκκινα φεγγάρια, νησιά στο Αιγαίο μας και αλλού…

Ε και κάπου εδώ μπήκε στη μέση ο διάολος που λέγαμε για να πλουτίσει τις ιστορικές μου γνώσεις κάποιες από τις οποίες είναι μέρος της ζωής της γενιάς μου:

-Συνάντησα τυχαία ένα φίλο μου και στη κουβέντα πάνω του πέταξα την ιδέα με μαντιναδολογική διάθεση:

-Πότε θα πάμε στο νησί να κάνουμε παρέα;…

-Όποτε γουστάρεις φίλε, μα να κατέχεις πως χρειάζεται άδεια από το Δασαρχείο και το Λιμεναρχείο. Θα το κανονίσουμε όμως.

Δεν το ‘πιασα στο πλήρες νόημά του, αλλά αργότερα μόνος μου το μετασκέφτηκα. Μωρέ τι μου λέει; μονολόγησα και τηλεφώνησα σε, πολύξερο της περιοχής, φίλο μου:

-Αλήθεια είναι, ορέ, πως χρειάζεται άδεια για να πάω στο νησί, εκειά που κάναμε παρέες και ψαρέματα κάποτε;

-Γιάντα, εδά το ‘μαθες; Το νησί είναι 7,5 μίλια από τη παραλία και τα χωρικά μας ύδατα είναι στα 6! Κι έχομε τα μεμέτια και στριφογυρίζουνε και βάφουνε με γκρίζα μπογιά τσι τόπους μας. Τα ίδια δεν κάνανε και στα Ίμια; Εκεί, φίλε, στην Κάλυμνο υπηρέτησα εγώ ως λοκατζής και κάθε μέρα τρωγόμαστε με τσι «γειτόνους».

Τη μια μέρα η σημαία τους, την άλλη η δική μας πάνω στα Ίμια. Έβαλε και βοσκό με ζώα πάνω στο νησί ο δήμαρχος Διακομιχάλης που πλήρωνε ο ίδιος. Αλλά τα «γκουβέρνα» μάς βγάλανε ΝΑΤΟΥΡΑ το νησί και διώξανε τα ζώα και το βοσκό. Τυχαία; Δε νομίζω.

Κι ήρθανε οι άλλοι και στήσανε το πανηγύρι της «γκρίζας ζώνης» με αποβάσεις και τα άλλα που επακολούθησαν. Άστα φίλε. Άστα εκειά που ‘ναι σκεπασμέν… Τα ίδια είναι και επαδέ στο τόπο μας, το νησί μας. Κανείς δεν βγαίνει επάνω χωρίς άδεια. (Για το νησί Χρυσή στην Ιεράπετρα ο λόγος).

Βαθιά νερά! Συλλογίστηκα! Άσε να κολυμπήσομε αλλού. Άλλων παπάδων Ευαγγέλιο τα γκρίζα και τα μπλε… Μα δεν συμφώνησε ο διάβολος με το συλλογισμό μου και δέχτηκα τυχαία για άλλο λόγο, τηλεφώνημα από τη κονσέρβα μου… (Καλυμνιακή έκφραση που σημαίνει κολλητός, παρέα στο ψάρεμα). Άρπαξα την ευκαιρία επί τόπου και ρώτησα το θαλασσάνθωπο φίλο μου για όσα πριν λίγο είχα ακούσει:

Έτσι που σου τα είπαν είναι, «σφάνταγμα», προσφιλής αλληλοονομασία)! Να σου πω εγώ τι ετράβηξα εκείνο τον Οκτώβρη του 2020, όταν πήγα να σηκώσω τη σημαία μας στο Καστελόριζο και να παίξει ο νους σου. Και μου έκανε την ιστορία … Και «έπαιξε ο νους μου»!

Άχνα δεν έβγαλα, μα σκέφτηκα, βαθιά συλλογισμένος: Αυτά είναι δύσκολα «παιγνίδια», εκείνων που διαλέγουμε να μας διαφεντεύουν. Σε όλο το κόσμο, όλοι μιλούνε για ειρήνη, διπλωματικές οδούς, απειλές πολέμων και σκοτωμούς πολλούς και άδικους, σε πολλούς τόπους που λείπει η λογική του δίκαιου και κυριαρχούν τα συμφέροντα, παντός είδους συμφέροντα! Και τις συνέπειες πολλές φορές τις βλέπουμε και live στα κινητά μας ή την TV, ειδικά στις μέρες που ζούμε…

Το μετασκέφτηκα: Καλιά τα αμίλητα παρά τα μιλημένα!