Ξεφυλλίζοντας κάποια εφημερίδα των αρχών της δεκαετίας του εξήντα, το είδα κι αυτό: «φωτιστικά σώματα θα προμηθευτεί ο Δήμος μας, για τον φωτισμό των κεντρικών δρόμων και των πλατειών». Πάντα προμηθεύονταν ο Δήμος, πότε τζάμια, άλλοτε υλικά, πετρέλαιο, χρώματα και τόσα άλλα πράγματα που ήταν αναγκαία.

Πράγμα που και σήμερα συμβαίνει, αφού υπάρχει και αρμόδιο τμήμα, το τμήμα των Προμηθειών. Διαφορετικά, όμως, ήταν τα πράγματα εκείνη την εποχή, ας μου επιτραπεί να την ονομάσω μακαριστή! Ο πολιτισμός σίγουρα δεν είχε μεταβάλει, τόσο πολύ τον άνθρωπο, είλωτα των αναγκών του.

Η πόλη μας, το Μεγάλο Κάστρο, τέτοιες μέρες του Σεπτέμβρη έπαιρνε άλλη όψη μετά τις ηλιόλουστες μέρες του καλοκαιριού. Σίγουρα η ατμόσφαιρα άλλαζε. Μεγάλο βάρος έριχνε ο Δήμος στα φανάρια και στους φανοστάτες. Σίγουρα οι παλιότεροι θα τα θυμούνται καλύτερα, αφού είχαν σχήμα πυραμίδας ανεστραμμένης.

Πρέπει και σήμερα να υπάρχουν τέσσερα-πέντε, αν δεν κάνω λάθος, μπροστά στο άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, φανάρια, τα οποία λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα. Πώς ήταν εκείνα τα φανάρια; Πώς και ποιοι τα άναβαν; Είχαν και από τις τέσσερες πλευρές τζάμι και η μία πλευρά άνοιγε σαν πόρτα, προκειμένου ο υπάλληλος του Δήμου να το ανοίγει, να του βάζει πετρέλαιο και να το ανάβει.

Αυτούς τους υπαλλήλους τούς έλεγαν φαναρτζήδες και κρατώντας μία ξύλινη τρίποδη σκάλα, ανέβαιναν για να τα ανάψουν, αφού προηγουμένως καθάριζαν τα τζάμια τους, προκειμένου ο φωτισμός του να γίνεται πιο αποδοτικός. Αυτή την τρίποδη σκάλα, την ονόμαζαν “τρισκέλι”.

Πολλές φορές οι φαναρτζήδες βρίσκονταν προ εκπλήξεων, αφού τα φανάρια είχαν δεχθεί επιθέσεις των παιδιών με τα λάστιχα. Τότε, φυσικά, άρχιζαν οι ανακρίσεις, οι υποθέσεις, οι απειλές και καταλαβαίνουμε την θέση των παιδιών, πόσο δύσκολη ήταν, αφού εκτός από τον αυστηρό φαναρτζή, είχαν v’ αντιμετωπίσουν την δικαιολογημένη οργή του πατέρα, αλλά και του δασκάλου στο σχολείο.

Επίσης οι φανοστάτες και τα φανάρια είχαν και μία άλλη αποστολή. Αυτό κυρίως συνέβαινε στην Πρωτεύουσα, στην Αθήνα, πιο παλιά σε εκλογικές διαδηλώσεις. Οι αντιπολιτευόμενοι που συνεπλάκοντο στους δρόμους, πρώτιστον καθήκον είχαν να… σπάσουν τα φανάρια! Κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Γιώργο Σουρή, o οποίος, την επομένη μιας μεγάλης εκλογικής μάχης, που δεν έμεινε φανάρι για φανάρι γερό, έγραφε στον «φανό»:

«…εν μια νυχτί και μόνη, αντιστάσεως μη ούσης, έσπασαν οι πατριώται, τους φανούς της πρωτευούσης».

Έτσι λοιπόν, μέσα στο σκοτάδι οι συμπλεκόμενοι έσπαζαν στα τυφλά τα κεφάλια τους, προκειμένου να εκλέξουν τους αντιπροσώπους του κόμματος της προτιμήσεώς τους. Τα φανάρια δεν τα άναβαν, προφανώς για λόγους οικονομίας, όταν υπήρχε αστροφεγγαροβραδιά.

Ο φωτισμός, βέβαια, συμπληρώνονταν και από τα φαναράκια που είχαν στα σπίτια. Κλεφτοφάναρα τα έλεγαν οι παλιότεροι, ίσως για το χαμηλό τους φωτισμό. Πολλές δουλειές είχαν ξετελέψει αυτά τα κλεφτοφάναρα, κυρίως συνοικέσια που πραγματοποιήθηκαν, τα οποία έπρεπε να γίνονται κρυφά και ολονύχτια για λόγους… ίσως ηθικής! Στα μέρη μου, στα χωριά του Πηλίου, οι μεγαλονοικοκυραίοι διακρίνονταν από δύο πράγματα ή μάλλον κάποιος, ότι είναι μεγαλονοικοκύρης έπειθε με δύο τρόπους.

Ο πρώτος ήταν για το ποιος είχε το μεγαλύτερο κλειδί. Υπήρχαν κλειδιά είκοσι και τριάντα εκατοστών, βάρους μισού κιλού περίπου και ο δεύτερος τρόπος ήταν ποιος θα είχε τον μεγαλύτερο, αλλά και δίπατο λύχνο, που ήθελε συνήθως πολύ λάδι. Θυμάμαι ένα τέτοιο λύχνο να έχει η γιαγιά μου η Αννέτα, γιαγιά δική μου, αλλά κυρίως η γιαγιά του πιο αγαπημένου μου ξαδέλφου, του σημερινού φιλολόγου καθηγητή Κώστα Συνούλη.

Πολλές φορές μαζευόμασταν στο ισόγειο χώρο του σπιτιού της και παίζαμε «μήλα». Αυτός ο τύπος του λύχνου λεγόταν «φαγάνα», αφού το λάδι που ήθελε ήταν υπερβολικό. Δίπατος με οκτώ φιτίλια. Φανταστείτε τι έκαιγε…

Αυτόν τον λύχνο συναντούμε στο «Κρητικό γλωσσάρι», μία έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, με το βιβλίο του Μαρίνου Ιδομενέως, μία πραγματικά σπουδαία έκδοση!

«Άμα κεντώ τσ’ αργατινές, παίρνω αγκαλιά το λύχνου μα πάλι χάνω την κλωστή και δύσκολα τη βρίχνω».

Με την ευκαιρία αυτή, θυμάμαι κι εγώ τον μακαρίτη, τον μπάρμπα Βασίλη, που προσπαθούσε να συνετίσει αφενός, αλλά και να προστατεύσει την εγγονή του, από την οργή της μητέρας της, αφού το φως του λύχνου ήταν αμυδρό και δεν ήταν αρκετό στο να βρει τη βελόνα, την οποία και αναζητούσε η κοπελιά στο δώμα του σπιτιού της.

«Αν σε ρωτήσει η μάννα σου, τι έκανες στο δώμα, το φουστανάκι μου έραβα κι έχασα την βελόνα!».

Αυτά για το χθες… το σκληρό, αλλά όμορφο χθες, που ήταν πιο ζεστό, πιο ανθρώπινο. Σίγουρα πιο διαφορετικό από το σήμερα, που η μπουλντόζα του πολιτισμού, πολλά απ’ αυτά έχει εξαφανίσει, ανοίγοντας νέους δρόμους.

Από τη λάμπα του πετρελαίου, περάσαμε στους λαπτήρες φθορισμού. Θα μου πείτε πρόοδος. Συμφωνούμε απόλυτα. Ωστόσο, δεν βρίσκω να βλάπτει η νοσταλγία του παλιού καιρού. Ίσως χρειάζεται μάλιστα κοντά στ’ άλλα και για τις απαραίτητες συγκρίσεις και διαπιστώσεις…