Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια. Δέκα ολόκληρα χρόνια, αφότου έφυγε για πάντα, για να συναντήσει πάλι αγαπημένους προγόνους, αλησμόνητους τόπους, μνήμες γραμμένες πια, ανεξίτηλα στις σελίδες του χρόνου, της ιστορίας, της αιωνιότητας. Έφυγε για πάντα ο παππούς μου ο Μικρασιάτης και σίγησε για πάντα η εκπληκτική μικρασιάτικη φωνή του, που έντυνε με τραγούδια τα οικογενειακά τραπέζια και τις χαρές των πρώτων παιδικών μου αναμνήσεων. Ο παππούς μου, με τη μικρασιάτικη καταγωγή, με το αρχοντικό του παράστημα, με τον δυναμικό και συνάμα ευγενικό του χαρακτήρα, ήταν πάντα περήφανος για το όνομα και τις ρίζες του.
Ο ίδιος γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1925, από γονείς Μικρασιάτες πρόσφυγες, δύο χρόνια σχεδόν, μετά τον δραματικό διωγμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τις πατρογονικές τους εστίες, μέσα στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών, που επέβαλε το σχέδιο εθνοκάθαρσης του κινήματος των Νεότουρκων. Η οικογένειά του, σε μικρό χρονικό διάστημα, μετεγκαταστάθηκε στον Πειραιά, σε μία από τις μόνιμες πλέον συνοικίες των προσφύγων και από εκεί ξεκίνησε για όλους μια νέα ζωή. Μέσα από πολλές δυσκολίες και αντιξοότητες, αλλά πάντα με αξιοπρέπεια και σκληρή δουλειά, η οικογένεια κατάφερε να ορθοποδήσει και να προοδεύσει.
Ποτέ όμως κανείς, μαζί και ο παππούς μου, δεν ξέχασε τις ρίζες, τα έθιμα και την ιστορία των αλησμόνητων πατρίδων. Ακόμη θυμάμαι και νομίζω δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μελαγχολία που ζωγραφιζόταν στο βλέμμα του, όταν έπιανε στα χέρια του το μαύρο δερματόδετο τόμο της Ελληνικής Ιστορίας, που αναφερόταν στη Μικρασιατική καταστροφή. Ακόμη θυμάμαι τα υγρά από συγκίνηση καστανοπράσινα μάτια του, όταν θυμόταν και μου διηγιόταν παλιές ιστορίες και γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως τα είχε ακούσει κι εκείνος από τους προγόνους του.
Ο τόνος της φωνής του, σα να μου έλεγε: « Άκου προσεκτικά, μην ξεχάσεις ποτέ». Κι εγώ, θυμάμαι τον εαυτό μου ν’ ακούω προσηλωμένη και να πλάθω στο μυαλό μου εικόνες με γειτονιές και πετρόστρωτα σοκάκια, πετρόκτιστα αρχοντικά σπίτια και εκκλησίες, αυλές με γιασεμιά και λεμονιές και αργότερα σκηνές, με έντρομους ανθρώπους φορτωμένους στις πλάτες υπάρχοντα και αναμνήσεις, να συνωστίζονται σε προκυμαίες λιμανιών και σε ασφυκτικά γεμάτα πλοία, ξεκινώντας, όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν, ένα αγωνιώδες ταξίδι με προορισμό το άγνωστο.
Από μικρή που ήμουν, πάντα μια ανεξήγητα βαθιά συγκίνηση γεννιόταν στην ψυχή μου, στο άκουσμα μικρασιάτικων μουσικών και στίχων. Κάθε φορά που διάβαζα κάποιο βιβλίο με θέμα τις αλησμόνητες πατρίδες, ένοιωθα σα να είχα ζήσει στους τόπους αυτούς και σαν οι άνθρωποι, τα μέρη και τα γεγονότα, να μου ήταν γνώριμα. «Θα φταίει το γονίδιο», σκεφτόμουν με υπερηφάνεια που τα μισά γονίδιά μου κρατάνε από τα παράλια της Μικρασίας.
Τόσα χρόνια πέρασαν και ποτέ δεν αξιώθηκα να μελετήσω σε βάθος τους τόπους των προγόνων μου, πόσο μάλλον να τους επισκεφτώ. Θύμα της αμείλικτης ρουτίνας της καθημερινότητας ή μήπως της αμέλειας που συντηρείται από τη σύγχρονη, στέρεα εγκατεστημένη σε όλους πια, ψευδαίσθηση ασφάλειας;
Τώρα, σήμερα, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του παππού μου, μέσα σε ένα τυφώνα αναμνήσεων και καθώς η συγκυρία από πλευράς χρόνου το ευνοεί, δεδομένης της καραντίνας στο πλαίσιο του δεύτερου κύματος έξαρσης του κοροναϊού, έφτασε η ώρα να ψάξω, να αναζητήσω και να γράψω. Να γράψω «τιμής ένεκεν», στη μνήμη ενός αιώνιου Μικρασιάτη, του παππού μου, ώστε να ξυπνήσουν από τη λήθη μνήμες , να ξαναζωντανέψουν τόποι, χρώματα και αρώματα.
Τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου λιγοστά αλλά αρκετά.
«Ο πατέρας μου, ήταν από τη Μάκρη που βρισκόταν στα παράλια απέναντι από τη Ρόδο και η μητέρα μου από το Λιβίσι, 8 χλμ.νότια του κόλπου της Μάκρης», ήταν τα λόγια του παππού μου. Άνοιξα λοιπόν βιβλία, διαδίκτυο, αρχεία και πρακτικά συλλόγων Μακρολιβισιανών και ξάφνου μια ολόκληρη ιστορία ξεδιπλώθηκε μπροστά μου.
Κάπου στα νοτιοδυτικά παράλια της Τουρκίας, στην περιοχή της Λυκίας, ανατολικά της Ρόδου, υπάρχει ακόμη το λιμάνι της Μάκρης (Φετίγιε) και λίγο νοτιότερα, χτισμένο αμφιθεατρικά πάνω σε βραχώδη υψώματα, στέκεται το Λιβίσι ή Λειβίσσι ή Λεβίσι ή όπως έχει μετονομαστεί από τους Τούρκους το 1923, το σημερινό Καγιάκιοϊ (βραχοχώρι).
Πάνω στα υψώματα αυτά στέκουν ακόμη τα κουφάρια των πετρόκτιστων αρχοντικών, βγαλμένα λες από μια άλλη εποχή, δίχως τις πόρτες τους και τα παράθυρά τους, αλλά ακόμη τόσο επιβλητικά ώστε να προκαλούν ρίγη συγκίνησης. Ακόμη ξεπροβάλλουν οι δύο εκκλησίες του χωριού, αυτή των Ταξιαρχών και πιο πέρα η Κοίμηση της Θεοτόκου, σαν φύλακες άγγελοι αυτού του ιστορικού οικισμού. Ακόμη, μπορείς να περπατήσεις στα πετρόστρωτα σοκκάκια και να μυρίσεις τα αρώματα από τα γιασεμιά και τις λεμονιές.
Παντού ησυχία, μια απόκοσμη ησυχία, όπως ακριβώς ταιριάζει στο χωριό «φάντασμα», όπως αλλιώς λέγεται, αφού ποτέ δεν ξανακατοικήθηκε από ανθρώπους μετά το διωγμό των κατοίκων του το 1923 και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Θρύλοι, μιλούσαν για κατάρα που άφησαν οι Λιβισιανοί πίσω τους όταν έφυγαν και για φαντάσματα που περιπλανώνταν έκτοτε στα σοκάκια του χωριού.
Κάποιοι άλλοι πάλι υποστήριξαν πως οι Τούρκοι αισθάνθηκαν τέτοιο δέος για τον τόπο αυτό, ώστε σεβάστηκαν το παρελθόν του και το άφησαν να διατηρηθεί αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου. Η πραγματικότητα όμως είναι, πως οι Τούρκοι που κατέφτασαν στο Λιβίσι, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήταν γεωργοί από τη Μακεδονία και τη Θράκη και καθώς ο κάμπος του Λιβισίου ήταν μικρός και όχι τόσο εύφορος, μη μπορώντας να βιοποριστούν, εγκατέλειψαν για πάντα το χωριό.
Ό,τι δεν κατέστρεψαν η δίνη των διωγμών, η εγκατάλειψη και το πλιάτσικο, ήρθε να το αποτελειώσει, ο καταστροφικός σεισμός 7,1 Ρίχτερ του 1957. Έκτοτε, ο τόπος ερημώθηκε τελείως. Θέλεις η τύχη, θέλεις η Θεία Δικαιοσύνη, θέλεις ο καημός των χαμένων ψυχών και η βαθιά νοσταλγία των εκδιωγμένων προσφύγων, ο τόπος αυτός απέμεινε μοναχός, έρημος, παραδομένος στη γαλήνια ησυχία του, σαν σε χειμερία νάρκη, περιμένοντας ίσως κάποια μέρα να ξαναζωντανέψουν οι καλά φυλαγμένες στα μπαούλα του χρόνου μνήμες του. Σήμερα λοιπόν, λειτουργεί ως μουσείο με τεράστιο τουριστικό ενδιαφέρον και ως πηγή έμπνευσης πολλών λογίων και καλλιτεχνών, όπως ο Λουί ντε Μπερνιέρ με το βιβλίο του «Πουλιά χωρίς φτερά» και ο μουσικοσυνθέτης και συγγραφέας Ζουλφί Λιβανελί.
Κάποτε όμως, ο τόπος αυτός έσφυζε από ζωή. Το Λιβίσι θεωρείται ότι υπήρξε η αρχαία Καρμυλησσός και είναι από τις 75 πόλεις της Λυκίας που είχαν τη μακροβιότερη και συνεχή ιστορία, από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή. Βάσει αξιόπιστων ιστορικών πηγών, αποτελεί μετεγκατάσταση της βυζαντινής Λεβισσού, ενός μικρού νησιού του « Αγίου Νικολάου των Λιβισιανών».
Οι κάτοικοι του νησιού αυτού, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην ενδοχώρα της Λυκίας. Έκτοτε στην περιοχή αναπτύχθηκε μια ακμάζουσα αμιγώς χριστιανική ελληνική κοινότητα, που στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αριθμούσε 6.500 κατοίκους. Αξίζει να αναφερθεί ότι το Λιβίσι ήταν ο μοναδικός οικισμός της Μικράς Ασίας, όπου ουδέποτε δημιουργήθηκε και λειτούργησε τζαμί. Η ελληνική αυτή κοινότητα γνώρισε σταδιακά σημαντική πολιτιστική ακμή.
Οι κάτοικοί της ήταν ως επί το πλείστον περιοδεύοντες τεχνίτες, όπως βιοτέχνες, μαραγκοί, έμποροι, παραγωγοί φρούτων, κρασιού και μαρμελάδων, δεν έλειπαν όμως και οι λόγιοι και οι επιστήμονες της περιοχής, όπως ιερείς, δάσκαλοι, γιατροί, δικηγόροι, που συμπλήρωναν το ευρύ κοινωνικό και πολιτισμικό φάσμα της εποχής. Ονόματα που αξίζει να αναφερθούν είναι αυτά του Μιχαήλ Κωνσταντίνου ή «Μουσαίου», οι αδελφοί Λουϊζίδη, που ίδρυσαν τη Λουϊζίδειο Αστική Σχολή, ο γιατρός Βασίλης Μουσαίος, ο Λουϊζος Ηλιού και ένας από τους σύγχρονους αγίους της ιστορίας μας, ο ιερέας Ιάκωβος Τσαλίκης.
Ως αναμενόταν, η Μάκρη και το Λιβίσι συμμετείχαν ενεργά στην πνευματική αναγέννηση των μικρασιατικών παραλίων, από τα μέσα του 19ου αιώνα, με την ίδρυση σχολείων, βιβλιοθηκών, την έκδοση εφημερίδων και περιοδικών, σε μια διαρκή προσπάθεια διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού, στις τουρκόφωνες και αρμενόφωνες περιοχές. Στα σοκάκια, ακούγονταν ακόμη μουσικές και τραγούδια, στις πλατείες γίνονταν πανηγύρια και χοροί κι οι λεμονιές και τα γιασεμιά ευωδίαζαν ακόμη.
Κι όλα αυτά μέχρι το 1908, όταν η Νεοτουρκική επανάσταση και οι νέες συνθήκες που επέβαλε διασάλευσαν την άλλοτε αρμονική συμβίωση μεταξύ Ελληνορθόδοξων και μουσουλμάνων στα μικρασιατικά παράλια. Ο πρώτος διωγμός του μικρασιατικού ελληνισμού την άνοιξη του 1914 έδωσε τη σειρά του στους οργανωμένους φρικτούς διωγμούς, που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα.
Οι άντρες οδηγούνταν στα λεγόμενα «τάγματα εργασίας», ενώ ευρέως εφαρμόστηκε και το μέτρο του εκτοπισμού, κατά τα έτη 1916-1917, βάσει του οποίου ολόκληρα καραβάνια Μικρασιατών οδηγούνταν μέσα από μαρτυρικές απάνθρωπες πορείες, στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Εξάντληση, πείνα, εξαθλίωση, αρρώστια, παντού…
Επτακόσια σπίτια έστεκαν στα βραχώδη υψώματα του Λιβισίου το 1923, όταν υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης, που επικύρωνε την ανταλλαγή των πλήθυσμών. Όσοι κάτοικοι είχαν απομείνει στο χωριό, κυρίως γυναίκες και παιδιά, πήραν το δρόμο για το λιμάνι της Μάκρης, κρατώντας στις αποσκευές τους, λιγοστά υπάρχοντα και οικογενειακά κειμήλια.
Λίγοι κατάφεραν να τα περισώσουν, καθώς στην προκυμαία του λιμανιού Τούρκοι κατάφερναν στις περισσότερες περιπτώσεις να τους αποσπάσουν ό,τι πολύτιμο κρατούσαν πάνω τους. Ο δρόμος τους, ως πρόσφυγες, μέχρι τους τελικούς προορισμούς εγκατάστασής τους, δύσκολος, σκληρός, κάποιες φορές δυστυχώς, εχθρικός. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι από αυτούς, κατάφεραν με πολύ κόπο και αξιοπρέπεια να επιβιώσουν και να ξαναγεννηθούν από τις στάχτες τους.
Σκέφτομαι, πώς να αισθάνεται άραγε κάποιος, όταν αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο, το σπίτι, το παρελθόν του, τις αναμνήσεις του. Τι να πρωτοδιαλέξει άραγε να πάρει μαζί του; Μια οικογενειακή φωτογραφία; Ένα παιδικό ρουχαλάκι; Ένα κέντημα; Ένα βιβλίο; Τι να διαλέξει απ’ όλα αυτά, που γράφουν την ιστορία της ζωής του; Κι όμως, τελικά αρκεί να πάρει μόνο τον εαυτό του, τις μνήμες του, την ψυχή του. Γιατί ό,τι και να καταφέρουν να σου πάρουν οι άλλοι, ποτέ δεν θα καταφέρουν να σου πάρουν την ψυχή σου, που αυτή δεν είναι τίποτα άλλο διαφορετικό από τα βιώματα, τις μνήμες και τα αισθήματά σου.
Αυτό που έμαθα από τον παππού μου, αλλά και από την ιστορία αυτού του τόπου, είναι πως κρατώντας αθάνατη τη μνήμη, καθαρή την καρδιά και υψηλό το σθένος, μπορείς να ορθοποδήσεις και πάλι μέσα από τα συντρίμμια σου, μπορείς να ξαναγεννηθείς από τις στάχτες σου. Αρκεί να μη ξεχνάς ποιος είσαι, από πού ξεκίνησες και τι μπορείς να καταφέρεις.
Όπως εύστοχα τονίζει η ρήση του Αϊνστάιν, που πρόσφατα διάβασα στο πλαίσιο της μελέτης μου, «Πάτησα στους ώμους των προγόνων μου, για να διακρίνω καθαρά το μέλλον μου».
Τελικά οι άνθρωποι είμαστε πιο δυνατοί από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Είναι αυτή η Θεία Δικαιοσύνη και ο αδιάκοπος κύκλος της ζωής, που βάζουν τα πάντα στη θέση τους, όπως άλλωστε ορίζει η τάξη αυτού του κόσμου. Κάτι τέτοιο συνέβη και στο Λιβίσι, του οποίου η προστασία και η γαλήνη διασφαλίστηκαν για πάντα, όπως αποδεικνύει η μέχρι σήμερα ιστορία του, μέσα από ένα σιωπηρό συμβόλαιο. Και το συμβόλαιο αυτό ήταν τόσο ισχυρό, ώστε τελικά το Λιβίσι ανακηρύχθηκε από την UNESCO «Σύμβολο Ειρήνης και Φιλίας».
Ίσως κάποτε, καταφέρω κι εγώ να επισκεφτώ τους τόπους αυτούς των προγόνων μου και να αξιωθώ να γράψω γι’ αυτούς, όπως ακριβώς τους αξίζει. Ίσως κάποτε μπορέσω να σιγοτραγουδήσω, περπατώντας στα πετρόστρωτα σοκάκια του Λιβισίου, τον παλιό λιβισιανό σκοπό «Έρχομαι κι εσύ κοιμάσαι μέσα στ’ άσπρα γιασεμιά, ξύπνα που να ζεις και νά ‘σαι, φουντωτή μου λεμονιά…».
Βιβλιογραφικές πηγές:
– Μαρτυρίες Μακρολιβισιανών
– Άρθρα μέσω διαδικτύου για την ιστορία της Μάκρης και του Λιβισίου
– Πρακτικά συνέλευσης Συλλόγου Μακρολιβισιανών
*Η Κυριακή Μ. Παπαγεωργίου είναι ιατρός