Μεγάλος πραγματικά ήταν ο ρόλος που έπαιξε το καφενείο του Ζαχαράτου στην πλατεία Συντάγματος, τόσο στην πολιτική, όσο και στην διανοητική ζωή του τόπου μας. Αληθινά, αυτός ο χώρος, για πολλές δεκαετίες, υπήρξε το κέντρο του πνευματικού κόσμου, στέκι πολλών μορφωμένων ανθρώπων, της τέχνης και των γραμμάτων. Εκεί σύχναζαν σοβαροί επιστήμονες, πολιτευόμενοι, δημόσιοι υπάλληλοι, διανοούμενοι παντός είδους.

Το καφενείο του Ζαχαράτου είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: να συγκεντρώνει πρόσωπα σχετικά με την πολιτική, παλιούς πολιτευτές, αλλά και πολιτικολογούντες. Ήταν πασίγνωστο ότι στου Ζαχαράτου συνεδρίαζε και η «γερουσία». Όχι βέβαια η επιστήμη, μα μία άλλη που υπήρχε αρκετά χρόνια, πριν συσταθεί η επίσημη γερουσία.

Η γερουσία του Ζαχαράτου δεν αποτελούνταν από μια παρέα ή από έναν όμιλο. Αποτελούνταν από πολλές παρέες γερόντων, οι οποίοι συζητούσαν και «έλυναν» όλα τα πολιτικά ζητήματα της ημέρας. Εξαιτίας λοιπόν του διανοούμενου κοινού του, σύχναζαν σ’ αυτό, όπως προαναφέραμε, πολλοί λόγιοι.

Οι λογοτέχνες και οι καλλιτέχνες που μαζεύονταν δεν είχαν, βέβαια, καμμία σχέση με τον μποεμισμό. Ήταν σοβαροί, «κουμπωμένοι» και κάποιας ηλικίας βέβαια, η οποία απαιτούσε σοβαρότητα και ησυχία. Αναφερόμαστε πριν από ένα περίπου αιώνα και συγκεκριμένα γύρω στα 1910 και μετά.

Εκεί σύχναζαν τακτικότατα και τα έλεγαν, ο Γιάννης Κονδυλάκης, ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, ο Περικλής Γιαννόπουλος, πάντοτε βέβαια μαζί μ’ αυτούς και ο Γιώργος Σουρής. Όλοι αυτοί μαζεύονταν, πότε μέσα στο καφενείο, πότε απέξω στο πεζοδρόμιο, κάτω από μια μεγάλη τέντα που υπήρχε.

Ο Κονδυλάκης πολλές φορές διηγούνταν μερικά πιπεράτα ανέκδοτα και αστεία, ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος έκανε διάφορα καλαμπούρια και ο Σουρής μιλούσε πολύ σπάνια. Ο ποιητής του «Ρωμιού», κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ήταν τακτικώτερος πελάτης του καφενείου και πουθενά αλλού δεν τον εύρισκες. Από το σπίτι του στου Ζαχαράτου και από του Ζαχαράτου στο σπίτι του.

Συχνά, λοιπόν, ξεχώριζε μέσα στο καφενείο η ωχρή μορφή του γέρου σατυρικού ποιητή με τα μεγάλα άσπρα γένια και τα ζωηρά αγαθά μάτια. Και όταν ο ποιητής γέρασε πολύ και τα πόδια του δεν τον βοηθούσαν πια, ο Σουρής έφθανε στου Ζαχαράτου μ’ ένα μόνιππο και ξαναγύριζε στο σπίτι του πάλι, με το ίδιο μέσο.

Τακτικώτατος κάπου μέχρι το 1919… έξαφνα μια ημέρα, ο Σουρής δεν πήγε στο αγαπημένο του στέκι… και όλοι σε λίγο έμαθαν ότι ο μεγάλος μας σατυρικός ποιητής «έφυγε» για το μεγάλο του ταξίδι! Οι στίχοι του μεγάλου αυτού ποιητή είναι σπουδαίοι και διαχρονικοί.

Ο νέος Αριστοφάνης για αρκετούς. Η πέννα του μοναδική, αλλά και τόσο αιχμηρή. Ας δούμε, όμως, και τους άλλους της παρέας, όπως τον Πολύβιο Δημητρακόπουλο. Πληθωρικός και επίκαιρος, αφού ασχολήθηκε αρκετά και καυτηρίασε με τα «πρωτότυπα μαθήματά» του τους κλέφτες του δημοσίου χρήματος, που πάντοτε υπήρχαν και φυσικά θα υπάρχουν και ανέκαθεν απασχολούσαν τους σατυρικούς μας ποιητές.

Χαρακτηριστικοί είναι οι παρακάτω στίχοι του Πολύβιου Δημητρακόπουλου:

«Κι αν δεις να κλέφτουν κι άλλοι, συ να μη μιλήσεις πάλι·

χέρι έχουνε κι εκείνοι, αδειανό μπορεί να μείνει;

Αφ’ τους, αφ’ τους να βουτάνε, για να κλέφτουν και θάναι·

όταν ο παράς στερέψει, που θα βρει κανείς να κλέψει;».

Είναι εκείνος που συχνά έλεγε πόσο πολύτιμο πράγμα είναι να έχει κανείς χαμοθεό, αλλά και μπάρμπα στην Κορώνη.

Φυσικά ο Δημητρακόπουλος δεν είχε άδικο, αφού είναι διαπιστωμένο και στις μέρες μας, ότι «όποιος έχει κάτω Θεό, έχει και πάνω Θεό», που λέει και ο λαός μας. Όσο για τον μεγάλο δημιουργό του «Πατούχα» και του «Όταν ήμουν δάσκαλος», τον χρονογράφο Γιάννη Κονδυλάκη, δεν χρειάζονται σχόλια.

Όλοι, γνωστοί και οικείοι, τον αποκαλούσαν Γιαννάκη. Βέβαια, απ’ ό,τι έλεγαν, αυτό το υποκοριστικό του ονόματός του το δεχόταν με κάποια δυστροπία. Από το 1910 μέχρι το 1920, ο κύκλος των λογοτεχνών του Ζαχαράτου υπήρχε πάντα, με μερικές μεταβολές.

Ειδικότερα, από το 1920 ως το 1922, ο κύκλος αυτός συνεχώς διαμορφωνόταν. Νέοι μπήκαν και παλιότεροι «έφυγαν». Αργότερα, βέβαια, στους κύκλους των λογίων του Ζαχαράτου προστέθηκαν και άλλοι, όπως ο Μάρκος Τσιριμώκος, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης και ποιητής.

Επίσης, ο Μαρίνος Σιγούρος και άλλοι, με αποτέλεσμα ο κύκλος να εμπλουτίζεται. Αλλά και πριν από τον πόλεμο, κατά τη δεκαετία του τριάντα, στου Ζαχαράτου θα μπορούσε κανείς να συναντήσει αρκετούς από τους λογοτέχνες μας, όπως τον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον Γρυπάρη, τον Τσιριμώκο, τον Σωτήρη Σκίπη. Το καφενείο του Ζαχαράτου, αν και σύχναζαν αρκετοί λόγιοι, ποτέ δε θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε φιλολογικό καφενείο.

Αφότου έπαψε ο «Μαύρος Γάτος» να είναι το γνήσιο φιλολογικό καφενείο, το είδος αυτό χάθηκε. Υπήρξε από το 1922 μέχρι το 1928 ένα τέτοιο στέκι φιλολογικό με το όνομα «Εύβοια». Από το 1928 και μετά άρχισε να κινείται ένας παράδοξος διοργανωτής των λογίων, ο Μάρκος Βαγιάνος.

Ο νέος αυτός ήθελε να δημιουργήσει ένα καθαρά φιλολογικό καφενείο. Από αισιοδοξία του και μόνο και όχι για κανένα άλλο λόγο, έτρεχε, παρακαλούσε, ικέτευε για να πετύχει. Μια περίεργη όντως φιλοδοξία, την οποία και κατάφερε να πραγματοποιήσει. Έτσι λοιπόν, χάρη στην επιμονή του αυτή, κάποια κέντρα και κάποια στέκια εκείνης της εποχής, έγιναν κέντρα λογίων.

Αυτός κατώρθωσε να κάμη κέντρον λογίων το υπόγειο ζαχαροπλαστείο «Μπάγκειον»· αυτός έκαμε κέντρον λογίων το υπαίθριο εκείνο καφενεδάκι της πλατείας του Κλαυθμώνος· αυτός ωργάνωσε την έναρξη της φιλολογικής ταβέρνας του Στάθη, αυτός τέλος είχαμε έκαμε κέντρον καλλιτεχνών μια μπύρα πλάι στο θέατρον «Ιντεάλ».

Η ταβέρνα του Στάθη δεν ήταν και τόσο κοσμική. Είχε, όμως, καλό κρασί και μεζέδες. Βρισκόταν στην οδό Νικοδήμου 7 και άρχισε να γίνεται πολύ γνωστή, όταν ένας Γερμανός ζωγράφος, ο Βέντσερ, από ιδιοτροπία και για κέφι ζωγράφισε τους τοίχους της υπόγειας αυτής ταβέρνας με κάποιες τοιχογραφίες. Από εκεί πέρασαν ο γλύπτης Σώχος, η ζωγράφος Αγγελική Χατζημιχάλη, ο Γιοφύλλης, ο Τζελέπης, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος και άλλοι.

Η Αθήνα μιας άλλης εποχής… με τα στέκια της και τους κάθε λογής διανοούμενους. Μια όμορφη εποχή που χάθηκε, που σίγουρα κάποιοι την νοσταλγούν και αποζημιώνονται με τις μνήμες και τις θύμησες εκείνων των χρόνων… που παρήλθον!

Όσο για τα στέκια και τις παρέες, μόλις φθινοπώριαζε, αυτές τις μέρες του Σεπτεμβρίου αποκτούσαν μια διαφορετική όψη και φυσικά μια ιδιαίτερη ζωντάνια. Επέστρεφαν από τις διακοπές του καλοκαιριού, αφήνοντας πίσω τους τις καλοκαιρινές αναμνήσεις, επιβεβαιώνοντας την ρήση του λαού μας: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».