Ακόμα μουδιασμένη είναι η ελληνική κοινωνία από τη μοιραία στιγμή του τραγικού σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, κι ας έχουν περάσει πια δύο εβδομάδες. Όσο μάλιστα παιρνούν οι μέρες και η αρχική συναισθηματική φόρτιση υποχωρεί, αφήνοντας χώρο στη λογική, γίνεται βαθύτερη η εντύπωση των πραγματικών διαστάσεων που έχουν τα φαινόμενα που οδήγησαν στο δυστύχημα. Ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας προβληματίζονται για τις αφετηρίες και την εξέλιξη της κακοδαιμονίας που φανερώνεται πίσω από όσα έγιναν στα Τέμπη το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου, γιατί ολοένα και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι ίσως υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις “σιδηροδρόμων” στην Ελλάδα.

Προφανώς και υπάρχει σωρεία ανθρώπινων λαθών που οδήγησαν στο τραγικό αποτέλεσμα. Το ανθρώπινο λάθος, όμως, που είναι στατιστικά βέβαιο ότι θα προκύψει κάποια στιγμή, χτίζεται μέσα ένα περιβάλλον. Εκεί είναι που έρχονται να μπουν στο κάδρο πολλά από αυτά που συνθέτουν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Η ευθυνοφοβία και η αναβλητικότητα που διατρέχει την πολιτική και υπηρεσιακή οργάνωση της χώρας. Η στελέχωση και η μη ανταγωνιστική αξιολόγηση του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης και των δημοσίων φορέων και οργανισμών. Ο τρόπος υλοποίησης των δημοσίων συμβάσεων. Ο βαθμός συμμόρφωσης πολλών μεγάλων εταιρειών με τις υποχρεώσεις τους. Οι ρυθμοί με τους οποίους κινείται και λειτουργεί η δικαιοσύνη. Η χαλαρότητα και η ανευθυνότητα με την οποία συχνά πολλοί αντιλαμβάνονται την εκτέλεση των καθηκόντων τους…

Η ανάληψη των υποχρεώσεων για μεταρρυθμίσεις από τις πολιτικές ηγεσίες που πέρασαν από τη χώρα μετά το 2010 σε σημαντικό βαθμό περιορίστηκε σε όσα αφορούσαν την επαρκή αντιμετώπιση των συνεπειών της δημοσιονομικής κρίσης. Οι κατευθύνσεις και ανοχές των εταίρων μας δυστυχώς συνέβαλαν σε αυτό. Ένα αρκετά ευρύ και πιεστικά αναγκαίο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων πέραν των μνημονιακών υποχρεώσεων έμεινε στα χαρτιά ή στις καλές προθέσεις.

Στην Ελλάδα υπάρχει μια ευρεία και ετερόκλητη κοινωνική συμμαχία κατά οποιασδήποτε μεταρρύθμισης. Υπάρχει όμως και μια συμπαγής μερίδα πολιτών που στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις, γιατί αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα. Πολίτες που χωρίς να συνδέονται απαραίτητα με συγκεκριμένο κομματικό χώρο, στήριξαν το πρόταγμα του Κώστα Σημίτη το 1996 για εκσυγχρονισμό, του Κώστα Καραμανλή το 2004 για επανίδρυση του κράτους, του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2019 για μια νέα Ελλάδα της αυτοπεποίθησης.

Οι προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις όλες αυτές τις δεκαετίες και ειδικά την τετραετία που παρέρχεται είναι υπαρκτές και σημαντικές.

Σε μεγάλο βαθμό όμως, το αποτέλεσμά τους αναστέλλεται ή υπονομεύεται από τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα και τις διάσπαρτες νησίδες ισχυρής αντίδρασης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά και την κοινωνία. Χρειάζεται γενναία ανάληψη υπολογίσιμου πολιτικού κόστους, χρειάζεται όχι απλά επαφή αλλά όσμωση των πολιτικών δυνάμεων με την κοινωνία και απόλυτη αποφασιστικότητα για να επιτευχθεί το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός.

Η Αριστερά έχει αποδεδειγμένα ισχυρά αντισώματα εναντίον της αξιολόγησης, του ανταγωνισμού και των δομικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η χώρα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τεράστιες προκλήσεις, έκανε ξεκάθαρα βήματα εκσυγχρονισμού σε πολλούς κομβικούς τομείς. Προφανώς, πολλά και ίσως τα πιο δύσκολα είναι μπροστά μας. Τα επόμενα χρόνια θα κρίνουν την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί η Ελλάδα στρατηγικά.

Η χώρα έχει ανάγκη από ένα σοκ μεταρρυθμίσεων, ένα κύμα δραστικών αλλαγών σε νοοτροπίες και θεσμικές λειτουργίες, που θα οδηγήσουν σε εξάλειψη των σοκ που παράγουν οι ανεπάρκειες και κακοδαιμονίες του συστήματος.

Πελατειακές σχέσεις που διατρέχουν οριζόντια την κοινωνία, αντίληψη της πολιτικής ως χώρο καριέρας, νεποτισμός και εξυπηρέτηση των λαϊκιστικών αιτημάτων είναι τα συστατικά της αδράνειας. Και οι εκλογές που έρχονται είναι μια ευκαιρία να επιλέξουμε με ορθή κρίση και ισχυρή βούληση αυτούς που μπορούν να παίρνουν δύσκολες αποφάσεις.