– Πώς περάσατε Διογένη αυτές τις χαρούμενες μέρες των εορτών;
– Να σου πω Κωνσταντή, καλά τσι περάσαμε, όπως τσ’ άλλες μέρες, μα όι χαρούμενες…
– Γιατί βρε Διογένη, δεν πηγαίνατε στις εκκλησίες κάθε βράδυ που ήτανε ωραία, δεν είδατε το Χριστό όταν τονέ σταυρώνανε, δεν περάσατε κάτω απού τον Επιτάφιο; Αλλά θα μου πεις κηδεία και χαρές γίνεται, δεν γίνεται… Αλλά μετά το Σάββατο βράδυ που τον είδατε ν’ ανασταίνεται, δεν χαρήκατε; Χαρήκατε…
– Όι, άλλοι λένε πως τον είδανε, εμείς δεν τον είδαμε…
– Για να τονε δεις Διογένη, θα πρέπει να είσαι πολύ καλά πιστός και κοντινός… όπως οι μαθητές του.
– Επήραμε μια ολιά χαρά, όντεν ν’ ανάψαμε τσι λαμπάδες και μασε αγκαλιάζανε και μασε φιλούσανε όλοι γνωστοί και άγνωστοι, το ίδιο κάναμε κι εμείς σε όσους μας σε παντήχνανε στο δρόμο. Είπα γω να γιαγύρομε να χαρούμε κιάλο, μα δεν ήθελε το Αυγιωνιό μου..
– Αυτό Διογένη, είναι απ’ όλα το σπουδαιότερο, που σε κάνει να χαίρεσαι, διότι αναπτύσσονται εκεί οι κοινωνικές σχέσεις, η κοινωνικοποίηση, που είναι το παν για να πάρεις και να δώσεις χαρά στους άλλους και στη ζωή σου!
– Οι αγκαλιές μπρε, μαζί με τσι χαρές, δεν υπάρχει καλύτερο!
Το κατάλαβα εγώ, μαθές, γιατί η καλύτερη βραδιά απ’ όλες ήτανε αυτή!
– Στην ηλικία μας Διογένη, αυτό το οποίο μας κάνει να χαιρόμαστε είναι η αγάπη. Να είμαστε καλοί, αλληλέγγυοι να μη βλάπτομε τους άλλους και με λίγα λόγια να ζούμε μια ήρεμη, απλή και ανθρώπινη ζωή. Τα πανηγύρια, τα έθιμα κ.λπ. τ’ αφήνομε για τα παιδιά και τους νέους, να τα χαίρονται όπως τα χαιρόμαστε κι εμείς παλιά.
– Ντα, τούτεσάς τσι χαρές θυμούμαι κι εγώ στη ζωή μου!
– Και δε μου λες, Διογένη, πώς σου φάνηκε φέτος το πασχαλινό τραπέζι; Ήτανε πολύ ακριβό!;
– Όι καθόλου.
– Γιατί, βρε Διογένη; Αφού ο οβελίας ήτανε πολύ πιο ακριβός!
– Να σου πω. Εκιά που ήπαιρνα τ’ άλλα χρόνια ολόκληρο το αρνί, οφέτος επήρα το μισό και κέρδισα κιόλας!..
– Καλά και δεν ήτανε λειψό το κρέας;
– Όι, αφού ετηγανίσαμε και πατάτες μαθές…
– Ναι, αλλά και τα υπόλοιπα είδη ήτανε ακριβά!..
– Ναι, ήτανε κι αυτά, μα κορόιδο ήμουνε εγώ να τα πάρω όλα; Αντί για μαρούλια επήα και βρήκα κάτι αγριόβρουβες, παππάφτια τα λένε, να γλείφεις τα χείλια σου! Ευρήκα χοχλιούς, σφαράγγια, ασκορδουλάκους, για επιδόρπια εζήμωσε το Αυγιωνιό μου μια ψωμάρα και οντέ την ήβγαλε απού το φούρνο, εμοσκομύρισε η γειτονιά!
– Μα όπως τα λες σου κόστησε πολύ πιο φτηνό το πασχαλινό τραπέζι από πέρυσι!
– Ναι, ναι, και πιο φτηνό μα και πιο υγιεινό!
– Ε, δε μένει τώρα παρά να σου ευχηθώ να γιορτάσεις και του χρόνου πάλι το Πάσχα με υγεία…
– Ε… ανέ δεν είμαι στον… ουρανό.
– Μη φοβάσαι Διογένη, εσύ θα περάσεις και τα 100.
– Και πόσο με κάνεις, μετά τα 100;… μπρέ…